Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Οίκος Ενοχής 4

Αλληγορίες ενός λιμανιού που δεν υπήρξε
 4ος Οίκος Ενοχής
~
 η Λευκωσία σε μαύρο & κόκκινο φόντο


Η βιολογική ανάγκη του γαμησιού περπάτησε την Κωνσταντίνου Παλαιολόγου,     μεθυσμένη στο κριθάρι του ζύθου και στη χωνευτική ιδιότητα της ρωσικής βότκας. Βαστούσε δανεικά, ευρώ διακόσια, κι ενώ τα χρέη έρρεαν -φουντώνοντας την αγανάκτηση- ισορρόπησε στη βασταρκά την κατεβασιά στο υπόγειο καμπαρέ των πληρωμένων ηδονών. Ο Σωκράτης τού πάσαρε, μάλλον, μία εγχειρισμένη. Ήταν κι αυτή μία πανσιόν για το χρόνο που εμπειρικά ανακάλυπτε την Καζαμπλάνκα. Πλησίαζαν Χριστούγεννα κι ήταν καιρός για ψώνια. Η σκατοπρώκτισσα πολίχνη, μια άνομη κοπή του πλιάτσικου, να αφοδεύει το οπλισμένο σκυρόδεμα στις τρύπες π’ άνοιξαν αναθέσεις και αναβολές. Ατζαμήδες χωριάτες τρόχιζαν την μπασταρδεμένη προδοσία τού επικατάρατου σπασίματος της αρτιμελούς τρανεμένης Λευτεριάς. Μία μπιστική μπούλμπερη φυλαγότανε την υγρασία της εμπλοκής καθώς ευχότανε καλή ανάφλεξη. Άρρωστες γυναίκες κομμάτιαζαν άρρωστους άντρες, και τ’ αντίστροφα ανάποδο. Τα παιδιά ροκάνιζαν την ψυχιατρική εμβολή της διατρανωμένα διατρυπημένης ευφορίας. Δεν θα είναι αργά για να φορέσουμε την αλήθεια. Τα εγκλωβισμένα πρωινά σταματούσαν το κύμα στους οφθαλμούς καθώς σαρκώνονταν τη στηθάγχη μιας οργιάς οροσειράς ανάμεσα σ’ οικοδομήματα τεκτονικά διαμετρημένα. Χρόνια παρέβαινε τους στίχους τού ποιήματος του Αλεξανδρινού, «Όσο μπορείς»: Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,/τούτο προσπάθησε τουλάχιστον/όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις/μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,/μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες. Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,/γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την/στων σχέσεων και των συναναστροφών/την καθημερινήν ανοησία,/ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική. Δε δίσταζε και λόγου δε φειδόταν, μόνο που ξαφνικά ακινητούσε στο βωβό, στο άλαλο και στο κωφό μουγκό. Πέτρωνε το κορμί του, κι εκεί που οι κινήσεις του έβαιναν κεραυνοί έβλεπε -μέσα στην ελλειμματική έως αυτιστική έπαρση του κόσμου- τη λάμψη του θανάτου νύχτας υγρής και αποκαμωμένης το ξημέρωμα της αιώνιας επιστροφής στα ίδια. Ήταν κι η τεχνική που ’χε αναπτύξει θητεύοντας στο έρεβος της μοναξιάς. Μια αμετάδοτη και γνώση απαράμιλλη των χτύπων της καρδιάς, όταν μες στη βοή αντάριαζε σύσσωμη στις φλέβες η ψυχή του. Των καπηλειών τρόμαζε τις μπαταριές, ενδεδυμένος του Χάροντα το πρόσωπο το πάλλευκο. Μες στα σοκάκια της πόλεως ιταλικής, αρχιτεκτονημάτων του Μεσαίωνα, την αναγέννηση της πρόθεσης ασφάλιζε και προχωρούσε στηριγμένος στο ασημένιο του μπαστούνι. Βράχος ακρωτηριακός η αρτηρία των αξόνων της ψυχής. Σαν ραγίσει το ποτήρι δεν τ’ αγγίζεις άλλο πια, βάζεις μόνο ένα λουλούδι και στολίζεις μια γωνιά. Τσιφλικάδες μπέηδες και γρανίτες οι κολίγοι, αρματωμένοι τη σφαγή των πρώτων μέσα στην αυταπάρνηση της βιασμένης προσμονής. Το πλάσμα δεν το παιδεύεις μηδέ το τρυπανίζεις. Αστροπελέκι ο ποιητής, κι από καμπάνα εκκλησιάς στην εμπατή μπρούντζο τo ξίφος και το θώρακα με σφύρα σ’ άκμονα χαλυβουργούσε. Κόμπος ή κόμβος, η κούρβα της ανάστροφης. Θωρεί ορόματα μες στ’ όνειρο. Η σκέψη του/νεκρόδειπνος της σκοτεινής Ελλάδας. Απαρηγόρητος κι αγκιστρωμένος, ο άπαρτος, τον πόλεμο που του χρωστούσε ένα σκεπάρνι γύφτικο.

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο διαδικτυακό φύλλο επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (www.fteraxinasmag.wordpress.com), 03.04.2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου