Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Περιθωριακά 2


Ο Τάκης Σινόπουλος (αριστερά) με τον φίλο και συμπατριώτη του, από τον Πύργο Ηλείας, Φώτο Πασχαλινό (δεξιά), μάλλον στην Αθήνα, αρχές της γερμανικής κατοχής

Σωτήρης Τριβιζάς: «Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου»

[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

«Κι ο παγερός αγέρας σου με το βροχίσιο μύρο,/πώς μου θυμίζουν, μες στην πένθιμη και μπλάβα αυτή βραδιά,/το φάντασμα ενός θανάτου, που έχει απλωμένη την ποδιά/να μάσει ό,τι είναι γύρω… »

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις εργασίες του ποιητή, δοκιμιογράφου, μεταφραστή και ανθολόγου, Σωτήρη Τριβιζά (Κέρκυρα, 1960). Έχοντας «σκοτώσει» τον «φιλόλογο» μέσα του, έχει δώσει καλές ποιητικές συλλογές, εξαίρετα δοκίμια, σημαντικότατες μεταφράσεις Ιταλών ποιητών και πεζογράφων και σημαίνουσες-σημαινόμενες ανθολογίες.
   Μια από αυτές τις ανθολογίες είναι και το θέμα των «Περιθωριακών» αυτής της Κυριακής. Τον Νοέμβριο, λοιπόν, του 2015 κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο του, «Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου», όπου -όπως πληροφορήθηκα κι από έναν πολύ αγαπητό μου φίλο ποιητή απ’ τη Θεσσαλονίκη- προκάλεσε πλήθος θετικών έως διθυραμβικών σχολίων για την εκ νέου ανακάλυψη-παρουσίαση δημιουργών που πρώτα απ’ όλα υπήρξαν άνθρωποι, ποιητές και πατριώτες «από πηγή», που λέει κι ο Οδυσσέας Ελύτης αναφερόμενος -κάπου (βρείτε το)- στον Ίωνα Δραγούμη, σε μια σκοτεινή ιστορική περίοδο για τη μητροπολιτική Ελλάδα.   

Οι ανθολογημένοι ποιητές
Άψογο το εισαγωγικό σημείωμα του Σωτήρη Τριβιζά, με τον τίτλο «Μια λυπητερή μπαλάντα», χωρίς φληναφήματα και άσκοπες φιλολογικές-στέρφες φλυαρίες. Άψογο το «Επίμετρο», όπου ο ανθολόγος αποδελτιώνει κείμενα για τους ποιητές που περιέχονται στον τόμο. Άψογα και τα «Βιογραφικά σημειώματα», άψογες και σημαντικές οι «Πηγές».
    «Μόνο για την Αγάπη… », ο Γιάννης Αηδονόπουλος (1916-1944), «Στη μεγάλη παγωνιά… » ο Πέτρος Α. Δήμας (1917-2005), «Εγώ είμαι τ’ άνθος… », ο Μίνως Μ. Ζώτος (1905-1932), «Τραγούδια στα νερά… », ο Γιώργος Καρατζάς (1911-1948), «Οι στίχοι γράφονται με ταραχή… », ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956), «Μέσα στο μαύρο χάος ναυαγός… », ο Γ.Μ. Μυλωνογιάννης (1909-1954), «Άτονα τα χείλη… », ο Φώτος Πασχαλινός (1913-1943), «Από του αίματός μου τη μελάνη… », η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου (1908-1935), «Μια μυρωδιά θανάτου…», ο Γιάννης Χονδρογιάννης (1903-1987).
   Σημειώνει ο κύριος Τριβιζάς: «Ωστόσο, στο έργο αυτών των ποιητών, που δεν πήραν θέση στην ιστορία, μπορούμε να ανιχνεύσουμε όλα τα χαρακτηριστικά της αυθεντικής ποίησης: τη μουσικότητα του στίχου, την ένταση του βιώματος, τη γνησιότητα του αισθήματος, την πραγματική συγκίνηση. Είναι αλήθεια ότι το έργο τους, με τα συνηθισμένα μέτρα και σταθμά, δύσκολα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε μείζον ή σημαντικό. Είναι επίσης αλήθεια ότι το κλίμα της μελαγχολίας που καλλιεργούν θεωρείται σήμερα ξεπερασμένο. Αν τύχει όμως ο αναγνώστης να κουραστεί από αυτό τον αδιάκοπο θρήνο, ας συλλογιστεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις αποδείχτηκε μάλλον δικαιολογημένος. Ο Γιάννης Αηδονόπουλος πέθανε είκοσι οχτώ ετών από τις στερήσεις της Κατοχής. Ο Μίνως Ζώτος έσβησε φυματικός στα είκοσι εφτά του χρόνια. Στην ίδια ακριβώς ηλικία, και από την ίδια αιτία, πέθανε η πρώτη γυναίκα του Γιώργου Βαφόπουλου, η Ανθούλα Σταθοπούλου. Ο Φώτος Πασχαλινός εκτελέστηκε στα τριάντα του από τους Γερμανούς. Ο Γιώργος Καρατζάς υπέκυψε στα τριάντα έξι του χρόνια στην αρρώστια και στις καταχρήσεις.. Από τις καταχρήσεις πέθανε και ο Γ.Μ. Μυλωνογιάννης σε ηλικία σαράντα πέντε ετών. Ο Γιώργος Κοτζιούλας προδόθηκε από την καρδιά του στα σαράντα εφτά του χρόνια. Και μόνον δύο από τους ποιητές που ανθολογούνται εδώ, ο Πέτρος Δήμας και ο Γιάννης Χονδρογιάννης, ευτύχησαν να φτάσουν σε βαθιά γεράματα –και πρόλαβαν να δουν την εποχή να τους ξεπερνά και το έργο τους να λησμονιέται.».  

Ο Φώτος Πασχαλινός
Μόλις άνοιξα το βιβλίο, σταμάτησα σ’ αυτόν τον ποιητή που στίχοι του είναι και η πρόταξη του κειμένου τούτου. Εμμένω σ’ αυτόν και σας μεταφέρω το βιογραφικό του σημείωμα: «Φιλολογικό ψευδώνυμο του Θεόδωρου Ζώρα. Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας και σπούδασε νομικά στην Αθήνα χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Τύπωσε την ποιητική συλλογή ‘Επαρχιακά’ (1937) και συνεργάστηκε με μερικά λογοτεχνικά περιοδικά. Μέλος του Κ.Κ.Ε. και στέλεχος του Ε.Α.Μ., συνελήφθη στην Κατοχή από τους Γερμανούς και εκτελέστηκε στην Πάτρα τον Δεκέμβριο του 1943. Η ανέκδοτη ποιητική συλλογή του ‘Τριάντα ποιήματα’, της οποίας είχε προαναγγείλει την έκδοση, μέχρι στιγμής λανθάνει.».
   Ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη μου ανακάλυψα στον τόμο Κ΄ του περιοδικού «Νέα Εστία» (1936), ένα κειμενάκι του Πασχαλινού με τον τίτλο, «Η επαρχία και τα νέα ταλέντα». Η μεγαλύτερη, όμως, ανακάλυψη-αποκάλυψη προέκυψε μέσω του φίλου ποιητή Μιχάλη Πιερή. Στο βιβλίο του, «Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου, 1917-1981 -σχεδίασμα βιο-εργογραφίας», εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1988, και στη σελίδα 26 υπάρχει μια σπάνια φωτογραφία (την οποία, έστω και σε μέτρια σάρωση, δημοσιεύω) του Σινόπουλου (με σακάκι) με τον φίλο του Θοδωράκη Ζώρα (Φώτο Πασχαλινό), όπως αναγράφει στη λεζάντα ο Μ. Πιερής. Στη διπλανή σελίδα (σ.27), ο Μ. Πιερής μεταφέρει τα λόγια του Σινόπουλου, από το προλόγισμά του σε ανάγνωση ποιημάτων του στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση το 1965: «Θα μου επιτρέψετε να σας αφηγηθώ τη μικρή ιστορία του δικού μου Ελπήνορα. Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας μέσα από το πεδίο του Άρεως, κάθισα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος κι η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φριχτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942 (= 1943). Ήταν ο Φώτης Πασχαλινός (= Θοδωράκης Ζώρας). Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον ‘Ελπήνορα’. Αλλά εκείνο που για μένα είχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής μου.».      

«Η ανώνυμη ιστορία»
Ο -«μακρινός στρατοκόπος της εποχής εκείνης»- Άγγελος Τερζάκης, γράφει το άρθρο με τον τίτλο της παραγράφου, και το δημοσιεύει αρχικά στο «Βήμα», 18 Ιανουαρίου 1967 και εν συνεχεία στη «Νέα Εστία», τχ. 950, 1 Φεβρουαρίου 1967, σσ. 171-172. Ακούστε τον, πως καταλήγει: «Μακάριοι είταν αυτοί που ήρθαν εκεί στα 1930 ν’ αντικρύσουν, να διασύρουν με την εύκολη κριτική τους, τη δική μας αρητόρευτη κοσμοθεωρία. Έρχονταν πίσω με τα καράβια του εξωτερικού, στιλβωμένοι, ατσαλάκωτοι, και είταν μεγαλοαστοί: Δεν είχαν ποτέ τους αντικρύσει κανένα βιοτικό πρόβλημα· είχαν φιλοδοξίες, αξιώσεις, χωρίς να έχουν θητεία. Μας κατηγόρησαν για επαρχιακή μεμψιμοιρία και πεισιθάνατη κατήφεια επειδή είταν ανύποπτοι κι’ επειδή όλα τους έταζαν πως θα περάσουν τη ζωή τους αβρόχοις ποσί. Θυμάμαι την αγανάκτησή μας. Έφερναν μιαν αισιοδοξία διατεταγμένη, μιαν ιδεολογία ανέξοδη, έναν εθνικισμό γεμάτον τουριστική γραφικότητα. Σ’ εμάς, που ξενυχτούσαμε, χρόνια πριν στους δρόμους με στίχους του Καρυωτάκη στα χείλη μας, η εμφάνιση αυτή έκανε εντύπωση βλάσφημη. Αλλά την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, και νικητές είναι οι επιζώντες. Ποιος είχε περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει: οι ταλαιπωρημένοι ή οι ανέπαφοι;».

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 19 Ιουνίου 2016, σελ. 5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου