Jules
Supervielle, 1884-1960, Montevideo, 1944, photographie Jeanne Mandello
Un
poète
Je
ne vais pas toujours seul au fond de moi-même
Et
j’ entraîne avec moi plus d’ un être vivant.
Ceux
qui seront entrés dans mes froides caverns
Sont-ils
sûrs d’ en sortir même pour un moment?
J’
entasse dans ma nuit, comme un vaisseau qui sombre,
Pèle-mêle,
les passagers et les marins,
Et
j’ éteins la lumière aux yeux, dans les cabines,
Je
me fais des amis des grandes profondeurs.
Les amis inconnus,
Gallimard, 1934
Ένας ποιητής
Δεν κατεβαίνω μοναχός στα βάθη του εαυτού μου,
σέρνω μαζί μου ζωντανούς πολλούς να κατεβούν.
Να το ’χουν σίγουρο όσοι μπουν στις παγερές σπηλιές μου
πως θα μπορέσουν από εκεί για λίγο έστω να βγουν;
Σωριάζω μες στη νύχτα μου σαν πλοίο που βουλιάζει
ανάκατα επιβάτες μου και πλήρωμα ναυτών,
περνώ από τις καμπίνες τους και τους σφαλνώ τα μάτια
φίλοι για να μου γίνουνε των τρομερών βυθών.
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου