Οι ποιητές Γιάννης Ζελιαναίος (αριστερά)
& Κώστας Ρεούσης (δεξιά) πίνουν στην μπάρα του «Plato’s bar & restaurant», στην
οδό Πλάτωνος 8-10, στην παλιά Λευκωσία, τον Νοέμβριο του 2013, 22:15… ακριβώς
& ακριβοί, φωτογραφία Γιώτα Παναγιώτου
Γιάννης Ζελιαναίος: «Μακάριοι οι
Σκύλοι του Οινοπνεύματος»
[Πολιτισμικοί
Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]
Με τη χαμερπή αξιοπρέπεια ενός διαμερίσματος «κάπου
στην Κυψέλη», που αποφάσισε να τινάξει τα εωθινά αλκοολικά του σεντόνια απ’ ένα
λευκωσιάτικο μπαλκόνι
Στο πρώτο τεύχος του «Ηδύφωνου», η στήλη είχε φιλοξενήσει μία
συνέντευξη των Γιάννη Ζελιαναίου και Γιώτας Παναγιώτου -εκδοτών του περιοδικού
«Straw Dogs»-, όπου ανάμεσα σε άλλα μας είχαν μιλήσει και για το πρώτο βιβλίο
των ομότιτλων εκδόσεων. Εδώ και λίγο καιρό, λοιπόν, κυκλοφορεί «κάπου εκεί
έξω», η νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Ζελιαναίου με τον εξομολογητικό τίτλο
«Μακάριοι οι σκύλοι του οινοπνεύματος», εγκαινιάζοντας τη σειρά «Ποίηση» του
εκδοτικού οίκου.
Άρρηκτα συνδεδεμένος με το περιεχόμενο των
στίχων του, ο Γιάννης Ζελιαναίος, αχθοφέρνει τη στόφα ανθρώπου μιας εποχής που
δεν θα περάσει ποτέ. Ενός ποιητή, που γνωρίζει πως να μετουσιώνει σε γραφή, και
μάλιστα ποιητική, την καθημερινότητα του βίου του. Απ’ την πνιγηρή ατμόσφαιρα
της Αθήνας των τελευταίων «μνημονιακών» ή όχι χρόνων έως τη Λευκωσία και την
παλιά της Πόλη, ποίημα το ποίημα-στίχο το στίχο, ένας άντρας ξαμολά τα
σκυλιά-συντρόφους σε μια διαδρομή ρουτίνας. Προσέξτε, όμως: όχι σε μια διαδρομή
ρουτίνας που οικτίρει την επαναληπτικότητά της και παραμυθιάζεται προσδοκώντας
την ημέρα που θα αντικαταστήσει τα μονότονα χρώματά της. Συμπάσχοντας με ό,τι
στην πορεία ο αμφιβληστροειδής καταγράφει, ξαποσταίνει σε καφενεία και μπάρες,
σε περίπτερα και μπακάλικα κι εκεί χαράσσει -μ’ όλα τα υγρά του σώματός του σε
εγρήγορση- την εμπειρία.
Μέτοχος κι αυτός στο τσίρκο
της ύπαρξης αποστρέφεται ναυαγοσωστικά και διευκολύνσεις. Ως «διάβολος πάνω σε
στρατσόχαρτο» ούτε χώνεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ούτε κουλουριάζεται στ’
αχαμνά του, κι αυτό γιατί είναι απ’ τους λίγους που γνωρίζουν πως έτσι και
πιάσεις το μολύβι κι αρχίσεις τ’ αλισβερίσι με το χαρτί… «μαύρο φίδι που σ’
έφαγε». Ιδιοσυγκρασιακός και χειρονομιακός, ταυτόχρονα, αποφεύγει την
ωραιοποίηση ή τα ψιμύθια της πραγματικότητας. Δεν είναι ο λόγος του σκληρός ή
οι λέξεις του αντιποιητικές (εάν, τελικά, υπάρχουν τέτοιες λέξεις και
ειδικότερα στην ελληνική γλώσσα που δικαίως επαίρεται για τις δυνατότητες που
της πρόσφεραν οι ιαμβογράφοι, αρχής γενομένης από τον Αρχίλοχο και φτάνοντας
στο σήμερα), μάλλον εκείνο που προϋπάρχει της γραφής ορίζει το ποίημα, και
καταυγάζει τις λέξεις που χειρίζεται ο ποιητής για ν’ απεικάσει τον οδοιπορικό
ορίζοντα του βλέμματός του.
«Μια μπουγάδα για το νέο χρόνο»
Η ώρα είναι έξι το απόγευμα.
Μια μύγα παλεύει να βγει έξω απ’ το δωμάτιο
και το τηλέφωνο χτυπάει για κανένα σκοπό.
Μια ακρίδα πεθαίνει απ’ το κρύο σ’ ένα άγουρο χωράφι
ένα κορίτσι καπνίζει το πρώτο του τσιγάρο με μανία
ένας γέρος καταπίνει μια χούφτα χάπια
ένας οικοδόμος πετάει τα ζάρια
μια μεσήλιξ απλώνει τα ρούχα
ένα παιδί τραβάει μαλακία
ένας ποιητής γράφει μια λέξη
μια πουτάνα κάνει μπάνιο
μια μάνα παίζει με το παιδί της
μια κόρη παίρνει τηλέφωνο τη φίλη της
κάποιος αποφασίζει να χέσει
κι ένας άλλος λέει να ποτίσει τη γλάστρα του.
Ένα σκυλί γλείφει τη μουσούδα του
μια σερβιτόρα φυσάει τη μύτη της
ένας ταμίας πιάνει τ’ αχαμνά του
ένα αυτοκίνητο θέλει βενζίνη
κι ένας μπόμπιρας ανάβει τα λαμπάκια στο δέντρο.
Μια μπριζόλα σιγοκαίει στο τηγάνι
ένα μωρό αφήνει την πορδή του μέσα στις πάνες
μια τηλεόραση κρατάει ακόμα τα γκέμια μιας οικογένειας
μια σόμπα ζεσταίνει ακόμα τον κώλο μιας γριάς
ένας κουτσός με άπλυτα ρούχα εδώ και μέρες
τρίβει το δεξί του αυτί.
Σ’ ένα μαγειρειό κάποια καθαρίζει πατάτες
και σ’ ένα λεωφορείο ο οδηγός μιλάει με την γκόμενα
που δεν έχει εισιτήριο στο πρώτο κάθισμα
ένας ηθοποιός πιάνει στο δεξί το οδοντικό του νήμα
ένας μουσικός μυρίζει τα δάχτυλά του
μια τραβεστί γελάει στον καθρέφτη
ένας gay αγκαλιάζει το σύντροφό του
ένας straight
ρεύεται όταν σηκώνεται απ’ το τραπέζι
ένας αλβανός πίνει μια κρύα μπύρα
ένας πακιστανός φοράει τα καλά του
ένας ρώσος πίνει άλλη μια βότκα
ένας αλλοδαπός φιλάει το παιδί του
ένας παιδεραστής κοιτάει την ανιψιά του
ένας πολιτικός κοιτάει την ατζέντα του
ένας βενζινάς κλοτσάει το σκυλί του
μια λεσβία βγάζει την τρίχα απ’ το πηγούνι της
ένας αλκοολικός αποφασίζει να πιει κι άλλο
ένας πρεζάκιας αποφασίζει να πιει κι άλλο
ένας εφοριακός αποφασίζει να γλείψει το μουνί της
γυναίκας του
και η γυναίκα του αποφασίζει πως θέλει να γαμήσει το
γιο της
φίλης της
ένας παπάς μετράει λεφτά
και μια χοντρή διαβάζει τα ζώδια.
Ένα κορίτσι μικρό
έχει περίοδο,
ένα αγόρι και πάλι μικρό
έχει στύση
το φεγγάρι
χωρίς σφαίρα στ’ άντερα
φτύνει τον κόρφο του
η νύχτα
χωρίς σάκο στο σβέρκο
μοιράζει καινούργια τύχη.
Ένα κουρέλι
υψωμένο στην μπουγάδα της διπλανής
στέκει παντιέρα στην πρώτη μέρα του χρόνου.
Η ώρα είναι εφτά και δεκαεφτά
ο χρόνος
δεκατέσσερα χρόνια μετά τη δεύτερη χιλιετία.
Λέω να κάνω ό,τι έκανα και χθες.
Ας το να πάει κι αυτό.
(Μακάριοι οι σκύλοι του
οινοπνεύματος, εκδ. Straw Dogs, Λευκωσία, 2015, σσ. 15-17)
Συμβουλή προς υποψήφιους
αναγνώστες
Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ζελιαναίου, «Μακάριοι οι σκύλοι του
οινοπνεύματος», δεν ενδείκνυται για οστεοπορωμένους φιλολόγους που διασκεδάζουν
την πλήξη τους εφαρμόζοντας ό,τι η λογική (και τα εργαλεία της επιστήμης τους)
προστάζει.
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 27
Σεπτεμβρίου 2015, σελ. 4.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου