Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Κριτικές 5


Κώστας Ρεούσης, Ένα τσεκούρι κάθεται, Εκδ. Φαρφουλάς, 2015, σελ. 112

Στέφανος Σταυρίδης: «Αδίστακτη πυροβολαρχία»

   Δεν θα έλεγα ότι το να μιλήσει κανείς για τον Κώστα Ρεούση και την ποίησή του είναι το πιο εύκολο πράγμα (για λόγους που θα διαφανούν αργότερα). Όμως με χαρά δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη την πρότασή του να παρουσιάσω τη νέα του ποιητική συλλογή «Ένα τσεκούρι κάθεται», όχι τόσο επειδή μας συνδέει προσωπική φιλία με τον Κώστα, αλλά πολύ περισσότερο επειδή εδώ και καιρό νιώθω την ανάγκη, καλώς ή κακώς, χρήσιμα ή αχρείαστα, να εκφράσω δημόσια κάποιες σκέψεις για την περίπτωσή του.
   Απόψε θα μπορούσα να περιοριστώ σε μια κάπως απλή παρουσίαση του νέου του βιβλίου, το οποίο ήταν άλλωστε και το ζητούμενο, αλλά – μάλλον ετσιθελικά – δεν θα χάσω την ευκαιρία να μιλήσω επίσης για τον ίδιο και την ποίησή του γενικότερα.
   Αν δεν με απατά η μνήμη μου, γνώρισα τον Κώστα Ρεούση (κατά κόσμον τέως Κώστας Παπαθανασίου και νυν Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου) μέσω του Γιώργου Τριλλίδη – για το πού και πότε ακριβώς  η μνήμη μου δεν μπαίνει καν στον κόπο να με απατήσει. Λίγες μέρες αργότερα, ένα απόγευμα τον Ιανουάριο του 2012, κατεβήκαμε με τον Κώστα στην παλιά Λευκωσία, μαζέψαμε και τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο που συναντήσαμε τυχαία στο δρόμο, και καταλήξαμε στα «Τρία Φανάρια». Κατά τη φιλικότατη συνάντηση κάναμε, ως φιλόφρονες λογοτέχνες, κάποιες ανταλλαγές και ο Κώστας μού χάρισε «Τον κρατήρα του γέλιου του». Όταν γύρισα σπίτι έριξα μια ματιά στα ποιήματά του, αλλά τα βρήκα δύσπεπτα και ασυνάρτητα, κι έβαλα το βιβλίο στο ράφι. Τα ξανακοίταξα λίγες μέρες αργότερα, επιβεβαίωσα την εντύπωσή μου, κι αυτή ήταν η πρώτη μου γνωριμία με την ποίηση του Ρεούση.
   Ένα χρόνο και κάτι αργότερα, τον Μάρτιο του 2013, ήρθε στην Κύπρο ο Διαμαντής Καράβολας (εκδόσεις, περιοδικό και βιβλιοπωλείο «Ο Φαρφουλάς») για να παρουσιάσει «Στα καλά καθούμενα» την τότε σχετικά πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή του Κώστα «Καρίνα [ποιήματα 1993-1997]»  – πολύ καλή η παρουσίαση. Σηκώθηκε μετά ο Ρεούσης, ρίχνει με στόμφο μια απειλή, «Θα σας το διαβάσω όλο», κι αρχίζει να διαβάζει. Cut. Τέσσερις μέρες αργότερα, δημοσιεύονται στον ιστότοπο «Ποιείν» κάποια άλλα, εκδομένα κι ανέκδοτα ποιήματα του Κώστα και μια αναγνώστρια (χωρίς να θέλω ατεκμηρίωτα να βάζω  λόγια σε στόμα άλλων, λογικά, η ποιήτρια Ρωξάνη Νικολάου) γράφει ένα πολύ σύντομο κι επαινετικό σχόλιο συγκεκριμένα για την ανάγνωση της «Καρίνας» από τον Ρεούση  που είχε γίνει «Στα καλά καθούμενα». Βρήκα την ευκαιρία να γράψω το μοναδικό σχόλιο που έκανα ποτέ στο «Ποιείν» και να τα πω…
   Απάντηση στο σχόλιο #2: «Είχα την τύχη να είμαι παρών στην παρουσίαση του βιβλίου ‘Καρίνα’ του Κώστα Ρεούση που έγινε στη Λευκωσία την περασμένη Κυριακή. Πέραν του ότι η ανάγνωση ήταν εξαιρετική – συναρπαστική εμπειρία –, η ακρόαση των ποιημάτων από τον ίδιο τον (συγκεκριμένο) ποιητή μου έδωσε τη δυνατότητα να εισχωρήσω στα ποιήματά του (ή να εισχωρήσουν αυτά σε μένα), ενώ προηγουμένως έβρισκα την ποίησή του, ενδιαφέρουσα μεν, αλλά ιδιαίτερα δύσβατη. Η απουσία στίξης, διαχωρισμού στίχων, κ.τ.λ. που συνάντησα στη συλλογή του ‘Ο κρατήρας του γέλιου μου’ δεν με βοήθησαν να διαβώ την ήδη ιδιόμορφη γραφή.. Παρόλο που γενικά δεν είμαι καθόλου φαν της ακρόασης της ποίησης, πιστεύω ότι όποιος θεωρεί ότι η ποίηση του Ρεούση δεν έχει και πολλά να πει, δεν έχει παρά να τον ακούσει. Έχει εξαιρετικά ποιήματα.».
   Η άποψή μου για την ποίηση του Ρεούση άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν ξέρω πώς διαβάζει – μεγαλοφώνως – ο Κώστας κείμενα άλλων λογοτεχνών. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να παρευρεθώ σε εκδηλώσεις στη Λευκωσία όπου αυτό έγινε, όπως τον Μάιο του 2013, όταν ο Κώστας διάβασε στο «Φυτώριο Εικαστικής Δημιουργίας», «Τα δημόσια και ιδιωτικά» του Οδυσσέα Ελύτη, και τον Δεκέμβριο του 2014, όταν παρουσίασε «Στα καλά καθούμενα» τον υπερρεαλιστή ποιητή Γιώργο Λίκο. Το βέβαιο είναι ότι όταν ο Ρεούσης διαβάζει τα ποιήματά του, είναι σαν να ανεβαίνει ο διακόπτης και ξάφνου ηλεκτροδοτείται ένα αστικό τοπίο που μέχρι πρότινος ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Τα ποιήματά του δεν χρειάζονται την ανάγνωση από τον ίδιο για να αποκτήσουν ψυχή και σώμα, όμως η ανάγνωση αυτή βοηθά, πιστεύω, κάποιους – βοήθησε τουλάχιστον εμένα – να τραβήξουν την κουρτίνα της φαινομενικής ασυναρτησίας και  να μπούνε μέσα στην ψυχή του ποιητή. Αρκετά, όμως, για τον Ρεούση ως αναγνώστη των ποιημάτων του.
   Ο Ρεούσης ως αναγνώστης (γενικά). Πρόκειται για τον πιο διαβασμένο ποιητή που έχω γνωρίσει. Είναι άριστος γνώστης της ελληνικής ποίησης (χωρίς ποτέ να κάνει επίδειξη των γνώσεών του) και συχνά μέσα από την κουβέντα που κάνουμε μαθαίνω από τον Κώστα για ποιητές που ούτε εξ ονόματος δεν γνωρίζω (αν και οι πληροφορίες δίνονται κατά βούληση και ενίοτε με φειδώ – όχι λόγω οποιασδήποτε σκοπιμότητας, αλλά λόγω της ιδιοσυγκρασίας του ποιητή). Δεν περιορίζεται, όμως, στην ελληνική ποίηση, καθώς καθόλου δεν αμελεί την παγκόσμια ποίηση, δείχνοντας ιδιαίτερη αγάπη για την ισπανόφωνη. Τα πολλά του διαβάσματα υποστηρίζονται από την εντυπωσιακή του μνήμη, η οποία είναι παροιμιώδης. Ο Κώστας συχνά τσαντίζεται μαζί μου που δεν θυμάμαι πράγματα που έχουμε πει, καθώς προφανώς θεωρεί πως ό,τι λέγεται, ταυτόχρονα καταγράφεται. Τον ζηλεύω γι’ αυτό και μακάρι να μπορούσα να συμφωνήσω.
   Δεν θα κάνω εκτενή αναφορά στα εργοβιογραφικά του Κώστα. Θα πω μόνο εν συντομία ότι εκδίδει και δημοσιεύει ποίηση από το 1995. Έχει συνεργαστεί με τα έντυπα περιοδικά «Κλήδονας», «Ο Φαρφουλάς», «Θράκα» και «Straw Dogs», έχει δημοσιεύσει πληθώρα ποιημάτων και άλλων κειμένων στον ιστότοπο για την ποίηση «Ποιείν» και στον ιστότοπο για τη λογοτεχνία «Φτερά χήνας», ενώ διατηρεί δύο ολοσέλιδες στήλες στο πολιτιστικό ένθετο «Ηδύφωνο» της εφημερίδας «Η Σημερινή», τις οποίες υπογράφει με το πατρώνυμό του. Τον περασμένο Οκτώβριο έγινε ο πρώτος Κύπριος ποιητής, και μόλις ο τέταρτος από τον ευρύτερο ελληνικό χώρο, που συμμετείχε στο «Cosmopoética», το διεθνούς φήμης λογοτεχνικό φεστιβάλ που διεξάγεται από το 2004 στην Κόρδοβα και στο οποίο έχουν συμμετάσχει μεταξύ άλλων οι νομπελίστες Seamus Heany, Derek Walcott και Dario Fo.
   Όσον αφορά στα «άλλα κείμενα» του Ρεούση στα οποία αναφέρθηκα πριν από λίγο, κάποια από αυτά είναι κατ’ ουσίαν καθαρά ποιητικά, αφού πρόκειται για πεζά ποιήματα (ή «ποιήματα σε πρόζα», όπως είπε ο Μπωντλαίρ, ο πρώτος που συνέλαβε την έννοια αυτή σε όρο), κάποια ρέπουν σαφώς προς το δοκίμιο, ενώ κάποια είναι ασυγκράτητα αφοριστικά. Σχετικά με τα τελευταία (αν μπορούμε να κατατάξουμε σε κατηγορίες τα κείμενα αυτά), για όσους δεν τον γνωρίζουν, ο Κώστας Ρεούσης είναι φανατικός πολέμιος οποιουδήποτε κατεστημένου, ιδιαίτερα του λογοτεχνικού και πολιτιστικού (με ή χωρίς εισαγωγικά) κατεστημένου. Όταν βγάλει το σπαθί του, πράγμα που κάνει συχνά, δεν χαρίζεται κανενός. Απέχοντας πλήρως από οποιεσδήποτε φιλοφρονήσεις, επιδιώκει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Η άποψή μου είναι ότι καμιά φορά βάλλει ως αδίστακτη πυροβολαρχία και καμιά φορά ισοπεδώνει – και βέβαια σε κάθε ισοπέδωση κάποιοι αδικούνται –, ωστόσο λέει συχνά αλήθειες τις οποίες οι περισσότεροι από μας θάβουμε κάτω από το διάφανο χαλάκι του καθωσπρεπισμού μας.
   Αφήνω, επιτέλους, ήσυχο τον Ρεούση και περνώ στην ποίησή του. Δεν γνωρίζω τις συλλογές του Κώστα Ρεούση που εκδόθηκαν πριν από το 2009, δεν τις έχω δει. Γνωρίζω την τυπωμένη ποίησή του από την έναρξη της εκδοτικής συνεργασίας του με τον Διαμαντή Καράβολα και μετά. Παρενθετικά, να πω ότι με τη συλλογή «Ο κρατήρας του γέλιου μου» το 2009 ο Κώστας ήταν ο πρώτος Κύπριος που έβγαλε βιβλίο στις εκδόσεις «Φαρφουλάς». Μέσα σε έξι χρόνια ακολούθησαν άλλοι εννέα, καθιστώντας τον «Φαρφουλά» ένα είδος κυπριακής αποικίας. Τρία χρόνια μετά τον «Κρατήρα» εξέδωσε την «Καρίνα [ποιήματα 1993-1997]», το 2013 την περιορισμένης έκτασης ποιητική σύνθεση «Ναρικατέ», τον επόμενο χρόνο την «Ωδή του αλεξικέραυνου κατακεραυνωμένου ανθρώπου» (φωτοτυπημένη πλακέτα εκτός εμπορίου, κατ’ εξαίρεση όχι εκδομένη από τον Φαρφουλά), και τη συλλογή «Ένα τσεκούρι κάθεται» τον περασμένο Νοέμβριο.
   Δεν θα μιλήσω για συγγένειες κ.λπ., όχι μόνο επειδή δεν νιώθω ότι έχω μια έστω κάπως πλήρη εικόνα του ποιητικού τοπίου στην ελληνική ποίηση (πόσω μάλλον στην παγκόσμια), αλλά κι επειδή πιστεύω ότι ο Κώστας, τουλάχιστον μέσα στο κυπριακό πλαίσιο, είναι ανάδελφος ποιητής. Η ποίηση του Ρεούση πορεύεται μέσα σε κάποια παρακλάδια και διασχίζει κάποια επιστρώματα του υπερρεαλισμού. Μάλλον ανήκει σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «υπερπραγματισμό», μια και ίδρυσε το 2005 την «Υπερπραγματική Φράξια Λευκωσίας», με «αυστηρά μοναδικό μέλος τον ίδιο» (όπως λέμε «μονομελής επιτροπή» – αλλά αυτόβουλα ορισθείσα). Προσπάθησα κάποτε να εκμαιεύσω τη διαφορά ανάμεσα στο υπερπραγματικό και το υπερρεαλιστικό, αλλά δεν κατάφερα να αποκωδικοποιήσω τις λιγοστές πληροφορίες που έλαβα και παραμένω με την απορία κατά πόσο πρόκειται για ταυτόσημες έννοιες ή παραπλήσιες.
   Ο «Κρατήρας του γέλιου μου» περιέχει πολύ όμορφα ποιήματα που βρίθουν υπερρεαλιστικών εικόνων. Τα ποιήματα είναι σχετικά μακρά (για τα δικά μου κριτήρια – κατ’ άλλους ενδεχομένως να είναι πολύ σύντομα) και χαρακτηρίζονται από την παντελή απουσία στίξης, κεφαλαίων γραμμάτων και διαχωρισμού στίχων. Όλα αυτά δίνουν μια οπτική εικόνα που, από τη μια, αντανακλά την ασταμάτητη ροή του λόγου ως αντανάκλαση της ασταμάτητης ροής εικόνων, όπως αντανακλά και το δαιδαλώδη και χαοτικό μας κόσμο  – κι αυτό είναι, ως παραλληλισμός, πολύ πετυχημένο· από την άλλη, στην πράξη δυσκολεύει τον αναγνώστη στο να βάλει κάποια πράγματα σε τάξη και να απορροφήσει τις εικόνες. Ο αναγνώστης χρειάζεται κάποιου είδους τάξη. Σε φωτογραφική συνέντευξή του, ο Σαλβαδόρ Νταλί ερωτηθείς για το «τι είναι η τέχνη;» απάντησε μονολεκτικά: «Τάξη», απάντηση την οποία δεν παίρνω τοις μετρητοίς, αλλά που σίγουρα δηλώνει μια ενδιαφέρουσα θεώρηση.
Για τα ποιήματα του «Κρατήρα», θα καταφύγω σε σχόλιο του ποιητή Γιώργου Καλοζώη που εντόπισα στο «Ποιείν», το οποίο θεωρώ ότι αφορά γενικότερα το έργο του Ρεούση: «Είναι άγρια η ποίηση του Κώστα Ρεούση. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το γατάκι του μεταμοντερνισμού που μας αφήνει να το χαϊδεύουμε. Έχουμε να κάνουμε με ποιήματα-λεοπαρδάλεις που ανεβάζουν τα σφάγιά τους επάνω στις θεόρατες ακακίες της σαβάνας. Όταν τα αίματα της μικρής αντιλόπης ρυτιδώνουν το χοντρό κορμό συνετό είναι να τρέχουμε μακριά για να σωθούμε. Οι κομφορμιστές τουρίστες μέσα στα τζιπ την ώρα που φωτογραφίζουν τη σκηνή συνεπαρμένοι ας έχουν υπόψη ότι το θηρίο κάθεται και αναπνέει βαριά πίσω από το σβέρκο τους. Πώς βρέθηκε εκεί, γιατί καταστρατηγήθηκε η έννοια της ασφάλειας αυτό εξηγείται λόγω της θαυματουργής ιδιότητας της ποίησης.», [σημ. του γράφοντος: της ποίησης του Ρεούση].
   Στην «Καρίνα», όπου έχουμε παλαιότερα ποιήματά του, περιλαμβανομένων των ποιημάτων του «Χαμαιλέοντα» (1995), ο Ρεούσης δεν χρησιμοποιεί τον ίδιο τρόπο γραφής. Παρόλο που κι εδώ απουσιάζει η στίξη (προσωπικά, απολύτως κανένα πρόβλημα με αυτό, τουναντίον, θεωρώ ότι κατά κανόνα απογυμνώνεται το ποίημα από περιττά στοιχεία), οι στίχοι διαχωρίζονται και στοιχίζονται αριστερά. Τα ποιήματα, τα οποία στην πλειονότητά τους περιέχουν ακριβώς εφτά ή ακριβώς πέντε στίχους, είναι επιγραμματικά και τολμηρά – ας μην ξεχνάμε ότι ήταν τα πρώτα του, τα οποία έγραψε στα είκοσι-κάτι του – και, βέβαια, πάντοτε υπερπραγματικά. Αγαπώ ιδιαίτερα την «Καρίνα», καθώς τη συνδέω με τη γνωριμία μου με τον Κώστα ως ποιητή.
   Η σύνθεση «Ναρικατέ – μία γυναίκα που δεν υπήρξε» είναι το πλέον προσωπικό έργο του Ρεούση και δεν θα κάνω οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτό, όπως δεν θα κάνω και στην «Ωδή του αλεξικέραυνου κατακεραυνωμένου ανθρώπου», ένα ποίημα αφιερωμένο στον ποιητή και φίλο του Κώστα, Σωτήρη Παστάκα, μια και είναι μικρής έκτασης έργα και μακρηγορώ κι ακόμα δεν έχω μιλήσει για το «Τσεκούρι». Όπως δεν έχω μιλήσει ακόμα για το για ποια πράγματα μιλά ο Ρεούσης.
   «Ένα τσεκούρι κάθεται». Μου δώρισε το νέο του βιβλίο ο Κώστας στις 28 Ιανουαρίου. Δύο μέρες αργότερα του έστειλα το εξής μήνυμα: «Καλημέρα, Κώστα. Δεν έχω διαβάσει ακόμα τα ποιήματά σου. Ο λόγος: ακόμα με βασανίζει (με την καλή έννοια) ο τίτλος. Από μόνος του είναι καταπληκτικός. Πλάθω εικόνες μ’ αυτόν κάθε μέρα. Και θέλω να τις πλάσω τις δικές μου εικόνες χωρίς να με προκαταλάβουν τα ποιήματα». Πράγματι, ο τίτλος που έδωσε ο Ρεούσης στο βιβλίο είναι από μόνος του ένα όμορφο ποίημα. Και εξηγούμαι: «Ένα τσεκούρι κάθεται» -ας αφήσουμε για λίγο τον υπότιτλο. Μέσα σε αυτές τις τρεις μόνο λέξεις, ο ποιητής συμπυκνώνει το νόημα, την ομορφιά, τον τρόμο ή ό,τι άλλο ξυπνήσει στον καθένα μας αυτού που η φυσική αποκαλεί «δυναμική ενέργεια» και το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση θα απέδιδα ως «δυνάμει ενέργεια». Το τσεκούρι, εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βελτιώσει τη ζωή του ανθρώπου (αν και όχι και του δέντρου), ακόμα και για να τη σώσει, ή για να αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή, και μάλιστα με φριχτό τρόπο, κάθεται. Κανείς δεν ξέρει ποιος το άφησε εκεί, κανείς δεν ξέρει τις προθέσεις του ιδιοκτήτη του ή τι έχει ήδη κάνει μ’ αυτό, αν έχει εργαστεί ή αν έχει σκοτώσει. Το τσεκούρι είναι εκεί και περιμένει με ιώβεια υπομονή ταις βουλαίς των ανθρώπων, ή παραμένει σιωπηλό, χωρίς να κρίνει τις πράξεις τους. Βρίσκω ότι αυτές οι τρεις λέξεις μαζί εμπεριέχουν ή δίνουν δυσανάλογα με τον αριθμό τους μεγάλη ενέργεια και πλούτο εικόνων. Και ο τίτλος «εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ» (Ανδρέα Εμπειρίκου, Ο δρόμος): «Ένα τσεκούρι κάθεται – στο λαιμό χαρτοκόπτη γυναίκας». Ομολογουμένως, λύνονται κάποιες απορίες. Ο πλήρης τίτλος του βιβλίου αγγίζει (ή χτυπά) τα δύο βασικότερα ζητήματα που ανέκαθεν απασχολούν φιλοσοφικά τη συνειδητοποιημένη ανθρωπότητα: τον έρωτα και τον θάνατο. Στη περίπτωση αυτού του τίτλου, τον έρωτα ως πάθος και τον θάνατο ως λύτρωση (για την ακρίβεια, η αυταπάτη του θανάτου ως λύτρωση). Τα επιμέρους στοιχεία του τίτλου: η γυναίκα ως υποκείμενο πόθου του ετεροφυλόφιλου ποιητή, ίσως και ως προσωποποίηση της ποίησης· ο λαιμός ως ερωτικό σημείο του ανθρώπινου σώματος. Ο δε χαρτοκόπτης, με διπλή αναφορά: αφενός στη βιβλιοφιλία του ποιητή, αφετέρου στην αιχμηρότητα των ανθρώπινων – και δη ερωτικών – σχέσεων.
   Τα ποιήματα προλογίζει, τρόπον τινά, ένα απόφθεγμα του Γάλλου ποιητή René Char: «Στον ασυμφιλίωτο τομέα της υπερπραγματικότητας, ο προνομιούχος άνθρωπος δεν μπορούσε παρά να είναι η χαριτωμένη λεία της αδηφάγου αιτίας υπάρξεώς του: του έρωτα.». Το απόφθεγμα αυτό δεν προϊδεάζει τόσο για τη θεματική της συλλογής (αν και ο έρωτας είναι από τα θέματα που απασχολούν το «Τσεκούρι»), όσο για τη θεώρηση του ποιητή για τον άνθρωπο ως λεία γενικότερα.
   Η συλλογή αποτελείται από 90 πολύ μικρά ποιήματα, χωρισμένα σε τρεις ενότητες, που καταλαμβάνουν τα εφτά δεκαεξασέλιδα του βιβλίου: 73 στο «Κύριο σώμα», δεκατέσσερα στο «Επίμετρο» και τρία κάτω από τον τίτλο ενότητας «Τρία τρίστιχα». Τα ποιήματα στο «Τσεκούρι», όπως και στα προηγούμενα έργα του Ρεούση, όπως ισχύει γενικά με τις εκφάνσεις του υπερρεαλισμού, είναι δύσκολο να ερμηνευθούν και να αποκρυπτογραφηθούν, τουλάχιστον από έναν μη φιλόλογο (όπως ο υποφαινόμενος). Όπως πολύ κόσμος, δεν θεωρώ προτεραιότητα την αποκωδικοποίηση της τέχνης και τη χειρουργική ανάλυση ενός έργου. Παρόλο που, νομίζω, όλοι μας συνήθως εντοπίζουμε ή προσπαθούμε να εντοπίζουμε αναφορές, ή βλέπουμε ή φανταζόμαστε ή φαντασιωνόμαστε μεταφορές και μετωνυμίες όταν διαβάζουμε ένα ποίημα (το έκανα κι εγώ πριν από λίγο που μιλούσα για τον τίτλο της συλλογής). Αυτό μπορεί να γίνει – γιατί όχι; – και με την ποίηση του Ρεούση, όμως θα ήταν λάθος ο αναγνώστης να περιοριστεί σε αυτή την ντετεκτιβική διεργασία και να μην αφεθεί πρωτίστως να κυριαρχηθεί από τις εικόνες, που είναι και η μεγαλύτερη δύναμη της τέχνης και, συγκεκριμένα, της τέχνης του Ρεούση. Να αφεθεί όχι τόσο στις εικόνες που ζωγραφίζει ο ποιητής με τις λέξεις, όσο στις εικόνες που με τις λέξεις του ποιητή καταφέρνει ο αναγνώστης να ζωγραφίσει. Χωρίς να επεκταθώ περισσότερο στο συγκεκριμένο σημείο και χωρίς να δώσω κρίκους σύνδεσης, διαβάζω το ποίημα «Οι ζωγράφοι και το πορτοκαλί μυστικό» το οποίο νιώθω ότι σχετίζεται με αυτά που έχω μόλις πει: «Το άξεστο πρωτόλειο μιας / Αδιάφορης άνοιξης λέξεις / Που διαβάζονται κυρίως / Με λεξικά γράμματα που / Χοροπηδούν δολοφονικά / Φιέστα αφηρημένης ανθρωπότητας.».
   Ο έρωτας είναι ένα από τα θέματα που απασχολούν «Το τσεκούρι που κάθεται», κι αυτό είναι εμφανές σε διάφορα ποιήματα της συλλογής. Ο ποιητής δεν προσεγγίζει, όμως, τον έρωτα με εκείνο το συναισθηματικό ξεχείλισμα ή το λυρισμό ή το κλάψιμο που χαρακτηρίζει συχνά τα ερωτικά ποιήματα, αλλά τις περισσότερες φορές με στίχους που έχουν τη δυναμική ενέργεια στην οποία αναφέρθηκα νωρίτερα. Ενδεικτικά: «Της Πάφου κοχύλια / Στεγνά / Το ξύλο θωπεύουν / Συχνά.», (ποίημα με τίτλο «Όστρακο»). Το κοχύλι και το ξύλο, ως θήλυ και άρρεν, επιδίδονται σε χάδια. Το κοχύλι στεγνό, αφού το ξέβρασε η θάλασσα «της Πάφου»: αναφορά στη θεά του έρωτα, την Αφροδίτη, αλλά και στη μυθολογία και την ιστορία και ιστορικότητα του τόπου. Το έτερον ήμισυ – από μια άποψη – του έρωτα, ο θάνατος, είναι επίσης παρών στο «Τσεκούρι». Διαβάζουμε στο ποίημα «Ερεβόσδε»: «Το βλέμμα άδραξε το σύθαμπο / Στο νεκρικό του χρώμα / Ο ουρανός της Λευκωσίας / Ψυχομαχεί και μαίνεται / Τον θάνατό μου / Που γνωρίζω.». Η ίδια η ποίηση κατέχει σημαντική θέση, ως θέμα, στη συλλογή (ποίημα «Divine»), όπως και η μοναξιά, η αυτοσκόπηση (ως κατάθεση, βέβαια, και όχι ως ομφαλοσκόπηση – ποίημα «Κανείς»), ο υπερρεαλισμός (ποίημα «Το γυάλινο σπίτι», αφιερωμένο στη μνήμη του Αντρέ Μπρετόν), η Κύπρος ως τοπίο (ποιήματα «Τριτοκοσμικά» και «Τον Αύγουστο η μπανάνα»). Θα μπορούσα και θα ήθελα να μιλήσω περισσότερο για τα παραδείγματα που ανέφερα, αλλά έχω ήδη μιλήσει πολύ και κάπου πρέπει σιγά σιγά να αρχίσω να τα μαζεύω.
   Πού στέκεται η νέα συλλογή του Κώστα Ρεούση σε σχέση με τα προηγούμενά του έργα. Ο ποιητής εγκαταλείπει την παραληρηματική αφήγηση του «Κρατήρα», επιστρέφει στη μικρή φόρμα της «Καρίνας», αλλά σε σύγκριση με αυτή στο «Τσεκούρι» συχνά συμπυκνώνει κι άλλο τον στίχο, γίνεται ακόμα πιο ακριβής με τις λέξεις, φτιάχνοντας εξίσου όμορφες, αιχμηρές εικόνες. Σε κάποια ποιήματα στο «Τσεκούρι» ο Ρεούσης απομακρύνεται λίγο από τα υπερρεαλιστικά μονοπάτια – ίσως να εδραιώνει το δικό του υπερπραγματικό μονοπάτι (ή λεωφόρο, ή δίαυλο). Μιλάμε, βέβαια, για την πορεία και όχι για την ποιότητα. Ο Ρεούσης δεν βελτιώνεται με τα χρόνια ως ποιητής. Όπως είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ (σε ένα απόφθεγμα το οποίο θυμάμαι στο περίπου, αλλά δεν κατάφερα πρόσφατα να εντοπίσω), «Οι κακοί/μέτριοι καλλιτέχνες βελτιώνονται, ενώ το έργο του πραγματικού καλλιτέχνη είναι σταθερό: είναι όλα αξιόλογα, από το πρώτο μέχρι τελευταίο.» – κάτι τέτοιο είπε. Κατ’ επέκταση αυτού του συλλογισμού, δεν θα ξεχωρίσω το «Τσεκούρι» ως τάχα το πιο ώριμο έργο του ποιητή, το πιο καλοδουλεμένο, κ.τ.λ.. Έχω την πεποίθηση ότι οι βασικές εκδοτικές παρουσίες του Κώστα είναι όλες τους αξιόλογες και σημαντικές – το ίδιο και το «Ένα τσεκούρι κάθεται». Η αντίδραση στην ποίηση του Ρεούση ποικίλλει πολύ. Κυμαίνεται από αναγνώριση της αξίας του έργου του, σε πλήρη αδιαφορία, μέχρι και σε κακεντρεχή σχόλια αναγνωστών (που έχω διαβάσει στο «Ποιείν»), τα οποία ευτυχώς ουδόλως πτοούν τον ποιητή. Στο ποίημα «Στο εργαστήρι δε θα μπείτε ποτέ» γράφει: «Τα χειρότερά σας λόγια / Ζητώ / Να με στολίζουν / Την ώρα / Που μιλώ.». Το ποίημα «Πλάσμα σπασμένο» θα μπορούσε, ίσως, να διαβαστεί και ως ανταπόδοση των πυρών: «Των αφελών η αφέλεια / Μετατρέπεται / Σε / Παρωδία αισθημάτων / Ανθρώπων ανισόρροπων.»
   Είναι πολύ λίγοι οι συντοπίτες μας ποιητές για των οποίων την ποίηση θα μπορούσα να μιλήσω τόσο εγκάρδια. Σίγουρα ο Κώστας Ρεούσης δεν είναι αντιπροσωπευτικός ποιητής της γενιάς του ή κάτι τέτοιο, και δεν θα μπορούσε να ήταν, καθώς η ποίησή του είναι ιδιόμορφη και ο ίδιος ακολουθεί μάλλον μοναχική ποιητική πορεία σε σχέση με το γεωγραφικό του ποιητικό περιβάλλον. Θα πω μεγάλη κουβέντα, όμως θεωρώ ότι είναι από τους σημαντικότερους ζώντες Κύπριους ποιητές· αν μη τι άλλο, από τους πλέον ενδιαφέροντες εν ζωή Κύπριους ποιητές.
   Η ποίησή του είναι όντως συχνότατα δύσβατη. Τον δρόμο που χαράζει – ή έστω που διαβαίνει – δεν τον στρώνει ούτε με ροδοπέταλα, ούτε με πούπουλα. Ο Κώστας Ρεούσης δεν προσπαθεί, όπως οι περισσότεροι ποιητές, να αποθέσει με λεπτότητα τα αισθήματα και τους προβληματισμούς του σε μαλακό στρώμα, ούτε να φωτίσει τις απαλές εκφάνσεις του κόσμου. Ούτε σφάζει με βαμβάκι, αλλά χαϊδεύει με λεπίδες, αντανακλώντας την αιχμηρότητα της ζωής. Δεν είναι η ποίησή του χαώδης, αλλά χαώδης είναι ο κόσμος στον οποίο όλοι ζούμε και τον οποίο ο ποιητής απεικονίζει, όπως χαώδης είναι και ο κόσμος του καθενός μας. Γι’ αυτό, μην πυροβολείτε τον πιανίστα. Όπως σχολίασε για την ποίηση του Ρεούση ο ποιητής Μιχάλης Παπαδόπουλος, «Η ποίηση αυτή είναι το βάναυσο ξύσιμο όλων των σοβάδων της γλωσσικής ευπρέπειας – η αγριότητα μιας ευγένειας που δεν έχει όνομα ή τόπο σ’ αυτό τον κόσμο…». Κατ’ ουσίαν, ο Κώστας Ρεούσης, ο κυριότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού σήμερα στην Κύπρο και – θα τολμήσω να το πω κι αυτό – εξ όσων γνωρίζω, ο μόνος ανανεωτής του υπερρεαλισμού στο σύγχρονο κυπριακό ποιητικό τοπίο, ο Κώστας Ρεούσης, λοιπόν, αυτό που στη ουσία κάνει είναι με τη σκληρή (και σκληροτράχηλη) ποίησή του να αναδεικνύει, πέρα από την ποιητική του τέχνη, και τη βαθιά κρυμμένη ευγένεια και ομορφιά του κόσμου τούτου.
   Εύχομαι το «τσεκούρι» να μην κάτσει στο λαιμό κανενός αναγνώστη (ούτε κυριολεκτικά ούτε μεταφορικά), αλλά να λειτουργήσει ως διανοητική και συναισθηματική αδρεναλίνη, επιτελώντας το ρόλο του ως αξιόλογη τέχνη.

Διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Ρεούση, «Ένα τσεκούρι κάθεται», εκδ. Φαρφουλάς, 2015, στις 2 Μαρτίου του 2016, στη «Φωτοδό», στην παλιά Λευκωσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου