Η αφίσα της ταινίας
Η αόρατη πιστολιά της Πρέβεζας
[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει.
Παπαθανασίου]
Tο βλέμμα του πνεύματος στην ταινία «Οι εντυπώσεις ενός
πνιγμένου» του Κύρου Παπαβασιλείου
Δεν προτίθεμαι να μιλήσω/γράψω για τον φίλο ποιητή και σκηνοθέτη, κύριο
Κύρο Παπαβασιλείου. Δεν δύναμαι να καταθέσω μία κινηματογραφική κριτική, ως
ειδικός αυτού του είδους της γραφής. Δεν ενδιαφέρει, ούτε τον Κύρο, το πρώτο,
εικάζω, ούτε εμένα, το δεύτερο, σίγουρα.
Κάποια στοιχεία σας μεταφέρω
παρακάτω, αρχινώντας από μια πίκρα, με σκοπό να προκαλέσω στον αναγνώστη την
όποια συνδυαστική σκέψη πιστεύει πως έχει, να τον προτρέψω να αναζητήσει την
ταινία και να τη δει όσες φορές αντέξει-αντέχει, να τον καταφέρω (κι ας μην τον
πείθω-πείσω) ν’ αντιληφθεί πως ο Κύρος Παπαβασιλείου, τωόντι, έγραψε και μας
δείχνει -ποιητικό και κινηματογραφικό τον τρόπο- «τις εντυπώσεις ενός
πνιγμένου», που το βλέμμα του πνεύματος του Καρυωτάκη τού μετέφερε, φαντασιακά
εμπνευσμένα, μέσα από τις δεκαετίες του περασμένου αιώνα, στο ήμισυ της
δεύτερης του τωρινού.
Η πίκρα που εισπράττω
Η ταινία επικράτησε στα βραβεία στο περσινό και σημαντικότερο φεστιβάλ
του νησιού, «Κινηματογραφικές Ημέρες Κύπρου 2015», επιλέχτηκε και
επιλέγεται-ταξίδευσε και ταξιδεύει από και τα σοβαρότερα, αντίστοιχα, φεστιβάλ
του πλανήτη.
Στις πρόσφατες προβολές της
στη Λευκωσία, η πίκρα που εισέπραξα κι εισπράττω… περιγράφεται. Λίγος έως
ελάχιστος ο κόσμος που την παρακολούθησε, και σε μία από τις τελευταίες -εάν
όχι η τελευταία- αξιοπρεπείς (απ’ όλες τις απόψεις και κυρίως των τεχνικών
προδιαγραφών) κι ανεξάρτητες κινηματογραφικές αίθουσες της Χώρας της νήσου,
αυτής του σινεμά «Πάνθεον».
Θα μου αντιθέσετε το γεγονός
της προβολής της στο προαναφερθέν φεστιβάλ του νησιού και της συρροής του
κόσμου εκεί, και δεν θα διαφωνήσω. Διατηρώ όμως βάσιμες τις επιφυλάξεις μου,
για το κατά πόσο «βλέπουμε» κινηματογράφο, κι όχι «κοιτάμε», σ’ αυτόν τον τόπο
της επέλασης των αισχρά επονομαζόμενων εμπορικών ταινιών.
Το σημείωμα του Ηλία Μέλιου:
«Γιατί Καρυωτάκης»
Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Δυτικές Ινδίες», που κυκλοφόρησε στις
21 Ιουνίου 2000, γίνεται ένα μη συμβατό, με την επικρατούσα γραμματολογική
πρακτική, αφιέρωμα στον Καρυωτάκη. Ο εκδότης του σημειώνει (κι αλήθεια, όποιος
είδε την ταινία του Παπαβασιλείου μπορεί, έστω κι αυθαίρετα, να επιχειρήσει
κάποιες συνδέσεις):
«Στον προηγούμενο μεσοπόλεμο,
στο σύντομο εδώ ταξείδι του, ο Κ.Γ. Καρυωτάκης προσπάθησε να δείξει με την
τέχνη, την τεχνική και τον [αριστο] τεχνικό και τεχνητό του τέλος την κυριαρχία
του βίου από ένα διαρκές παράλογο, την επερχόμενη νέα τάξη πραγμάτων των
ψυχο-ολοκληρωτισμών στην καθημερινή ζωή. Διότι σαρκαστής και είρων ήτο. Κακό
του κεφαλιού του, και… καλώς(!;) έπραξε.
Στον νέο μεσοπόλεμο, στον
οποίο φαίνεται πως ζούμε, ο Κ.Γ. Καρυωτάκης επιστρέφει από το μέλλον, με το
προσωπικό του αρχείο -ανοικτό σαν μούντζα- στα χέρια του, κύριε Μαλακάση,
προτείνοντάς μας: να διαβάσουμε, να διαβάζουμε, να γράψουμε, να γράφουμε. Ο
σύγχρονος μεγάλος τρίτος παγκόσμιος πόλεμος -το βλέπουμε άλλωστε- θα διεξαχθεί,
ολοκληρωτικώς, ως ψηφιακός και καταναλωτικός, διαδικτυακός τοιούτος. Το αίμα
(όσο δεν μεταλλαχθεί) θα ρεύσει υπό μορφή bytes.
Στο ζωτικό (sic) «επαγγελματικό» δίλημμα του Ρεμπώ «εμπόριο
χρυσού και δούλων ή στιχάκια;», ο Κ.Γ. Καρυωτάκης επέλεξε την ποίηση, ως
επιτήδευμα πλέον (δίχως Α.Φ.Μ. και Δ.Ο.Υ.), πουλώντας την με αντίτιμο το ίδιο
του το κορμί ·σωματικώς! Εμείς;».
Το σημείωμα του Κ.Γ. Καρυωτάκη
(Τρίπολη, 1896-Πρέβεζα, 1928)
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα
στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να
πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις
αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την
ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για
το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε
πραγματικότης μού είναι αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου.
Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους,
καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των
δισταγμών τους, κ’ εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω
να έρχονται ολοένα περσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις
χαρές!!, είμαι έτοιμος τώρα για ένα ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους
δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο
ψηλά. Ήμουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε,
για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός
Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Και για ν’ αλλάξουμε τόνο.
Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν διά
θαλάσσης. Όλη τη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο
νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην
επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις
ενός πνιγμένου.»
Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928, 2-5
μ.μ.
Αστερίσκος
Το παραπάνω σημείωμα (υπό μορφή αποχαιρετιστήριας επιστολής) βρέθηκε
στην τσέπη του νεκρού Κ.Γ. Καρυωτάκη. Αποτελεί την τελευταία γραφή, λίγο πριν
από την τελευταία πράξη.
«Κυριακή»
Ο ήλιος ψηλότερα θ’ ανέβει
σήμερα που ’ναι Κυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.
Τα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα ’χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ’ άνθη στο περβόλι.
Τώρα καμπάνες που χτυπάνε,
είναι ο Θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.
Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου.
Απ’ τα
«Παραλειπόμενα» (1919-1927)
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 28
Φεβρουαρίου 2016, σελ. 5.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου