Πανίκος
Τεμπριώτης (Λευκωσία, 1963)
Πανίκος
Τεμπριώτης: «Ο αρτιμελής διαμελισμός της δυστοπίας»
[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος
Α. Ει. Παπαθανασίου]
Επιτέλους μια, αμιγώς, πολιτική
έκθεση μέσα από τη γλυπτική εγκατάσταση, «Remix of Charm & Politics», ενός συνειδητά μάχιμου εικαστικού
Μόλις τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία του έκθεση,
όπου πρωτοπαρουσίασε τα υβριδικά του όντα, ο Πανίκος Τεμπριώτης επανήλθε με 21
γλυπτά μεγάλων και μεσαίων διαστάσεων εκθέτοντάς τα σ’ έναν, πάλαι ποτέ,
ζωντανό έως ζωτικό χώρο. Ο χώρος της «Δημοτικής Αγοράς» στο κέντρο της παλιάς
Λευκωσίας -μιας αγοράς που, αλίμονο, φθίνει μια και ελάχιστα μαγαζιά λειτουργούν
πλέον- «αγκάλιασε» τη γλυπτική εγκατάσταση του εικαστικού με την αίσθηση της
αδυσώπητης φθοράς, της άγριας εγκατάλειψης και του απροκάλυπτα, βαθιά,
πολιτικού σχολιασμού έργων και ημερών ενός άτοπου τόπου περιβεβλημένου την
αέναη ανομία εμπορικών συναλλαγματικών πρακτικών.
Μακριά
από «ύποπτους» καθοδηγητές-επιμελητές, μακριά από «άκυρα»
διδακτορικά/δικτατορικά που αφορούν στην τέχνη και στην αισθητική, μακριά από
«εύπεπτα» έργα που χαϊδεύουν προσποιητά, στοχεύοντας σ’ αναίμακτες πωλήσεις,
ένα κοινό χωρίς ουσιαστική κρίση, τα άτιτλα γλυπτά του Τεμπριώτη… χλεύαζαν
μακάβρια το παρελθόν, το παρόν και το άδηλο μέλλον της -«ιεροδουλικά
εθελοτυφλούσας»- μακάριας τούτης νήσου.
Περιδιάβηκα στην και την έκθεση, από τα εγκαίνιά της έως και το τέλος της,
διαπιστώνοντας κάθε φορά την ανάγκη των τερατογονικών μορφών να σου ψιθυρίσουν
ή βροντοφωνάξουν την αλήθεια, ακόμη και τη νομιμοποίηση, της ύπαρξής τους. Από
κοντά κι οι γνωστές, «κακεντρεχείς», κρίσεις ομοτέχνων του Τεμπριώτη, ανθρώπων
που ασχολούνται (λέμε τώρα) με την τέχνη και πώς αυτή εκτίθεται στον τόπο μας,
μαϊντανών πολιτιστικών εκδηλώσεων κι άλλων τυχάρπαστων καλοβαλμένων και παραμορφωτικά
καλλιεργημένων αστών.
Δεν με
απασχολεί τόσο η «πάλη» του καλλιτέχνη με τα υλικά του και πώς καταφέρνει να τα
τιθασεύσει, δεν με απασχολεί τόσο η όποια φιλοσοφική θεώρηση βρίσκει αντίκρισμα
στην πλαστικότητα του δημιουργού και πώς αυτή μπορεί να ερμηνευτεί, δεν με
απασχολεί τόσο η «αισθητική» και πώς μπορεί, τις πλείστες των περιπτώσεων, να
καταδυναστεύσει -έως απορρίψει αβρόχοις ποσίν- ένα έργο τέχνης. Με απασχολεί,
όμως, όσο… αυτό που αντικατοπτρίζεται στον αμφιβληστροειδή μου και σφηνώνει το
«άλεκτο» στην επικράτεια των «ομιλούντων υβριδίων» του Πανίκου Τεμπριώτη.
Κόσμος του βένθους
«Πρέπει να κονιορτοποιηθεί ο άνθρωπος για ν’
αντέξει τον θάνατο», ακούγεται από τα βάθη μιας αόριστης αβύσσου, η φωνή του
Ν.Γ. Πεντζίκη. Κάτι ανάλογο, εάν όχι ακριβώς το ίδιο, είναι που «ψιθυρίζουν ή
βροντοφωνάζουν» κατά μόνας και εν χορώ οι φιγούρες του Τεμπριώτη. Με την
ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του χώρου (της «Δημοτικής Αγοράς») και πώς σ’ αυτόν
εισέρχεται το φως (είτε στην ανατολή του είτε στη δύση του), η ευφυώς
γεωμετρημένη τοποθέτηση των γλυπτών πάνω σε μετακινούμενα σιδερένια βάθρα,
καθώς και η είσοδος από διαφορετικά σημεία του ορίζοντα, μετέδιδε την αίσθηση
της εισχώρησης σ’ έναν υποθαλάσσιο, βενθώδη κόσμο. Ο Τεμπριώτης κατάφερε να
ακινητίσει τη ροή του υγρού στοιχείου, να παγώσει ή απολιθώσει τα πλάσματα που
κατοικούν στην πραγματικότητα της φαντασίας του. Κάθε ένα από τα είκοσι ένα
γλυπτά του, κι ένα κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου. Αναμειγνύοντας
το συλλογικό με το ατομικό, το παγκόσμιο με το τοπικό, το ρεαλισμό με τον
υπερρεαλισμό ένα κραταιό, μάχιμο, συντριπτικό αντικαθρέφτισμα γεγονότων,
διαστρεβλώσεων, ματαιοτήτων εικάζει την παραχάραξη των σημείων των καιρών. Το
ζωικό και το ανθρώπινο βασίλειο μεταπλάθονται, «χειρουργικά», διασταυρώνοντας
το όποιο γενετικό υλικό τους, σε πρωτογενείς δυσπλασίες ενός νεκρού βυθού, που
είναι η ψυχή μας! Νέες μορφές έρχονται πριν από τα αισθήματα, πριν από το
λυρισμό, πριν από την προαιώνια παραδοξότητα της αβίωτης βιωτής.
Ξέβρασμα όχι ανάδυση
Όταν το πέλμα είναι το κεφάλι ενός αφρικανικού ή
άλλου ελέφαντα, όταν ο λάρυγγας μιας καμηλοπάρδαλης παραπέμπει σ’ αυτόν μίας
σφαγμένης κότας, όταν η γυναίκα καρχαρίας-γοργόνα φοράει φερετζέ κι η ρόγα του
στήθους της καρφί στο παγωμένο ηφαίστειο μιας στατικής λάβας, όταν τα μπιτόνια
ανεφοδιάζουν με πετρέλαιο ή νερό τις ποτίστρες στρατιωτικού υλικού ή ανοιχτού
διαλόγου ενός παπαγάλου κι ενός ταχυδρομικού περιστεριού που έγειρε
ξεκαρδισμένο -από τα μαύρα γέλια της φάρσας που λέμε ιστορία- στο σπασμένο ιστό
μιας αόρατης κουρελιασμένης σημαίας, όταν το ψάρι στρουθοκαμηλίζει, όταν το
σκυλί αδέσποτο αλυχτά ανάμεσα σ’ ελαστικά, γατοκέφαλα και καροτσάκια
κηπουρικής… όταν η σμπαραλιασμένη κεφαλή μίας γυναίκας, π’ αποκαλέσαμε Αφροδίτη,
εκλιπαρεί τον οίκτο μας.
Αντιστρέφοντας το μύθο της αναδύσεως του νησιού, αντιπαλεύοντας το μύθο
της αναδύσεως της θεάς του έρωτα ή της ιεροδουλίας (τρομάρα μας!), ο Τεμπριώτης
ξεβράζει τη συναρμολογημένη αποσυναρμολόγηση της ζοφερής πραγματικότητάς μας. Η
ακτή που εποικεί, λοιπόν, ο βενθώδης αυτός κόσμος δεν είναι ούτε των Αχαιών
ούτε κι εγώ δεν ξέρω ποιων άλλων. Η «ωραία Κύπρος μας» δεν υπάρχει, δεν υπήρξε
ποτέ. Περισσότερο ανθρώπινα τα απόνερα όντα του Τεμπριώτη, αρθρώνουν έναν
ομιλούντα λίβελλο, εμφανίζουν μία γκροτέσκα έκφανση αιτίων και αιτιατών,
αυθαδιάζουν έναντι της επικράτειας του συρμού μίας αδιάφορης -κι επιβεβλημένης
από επιφανειακούς ειδήμονες- προκαθορισμένης, ήπιας, ευπροσήγορης, ακίνδυνης κι
εν τέλει άχρηστης τέχνης.
Χωρίς ναυαγοσωστικά
Ο αρτιμελής διαμελισμός της δυστοπίας του
σύγχρονου ατομικού και συλλογικού βιώματος -πραγματικού, υπερπραγματικού,
φαντασιακού-, μέσω σκληρών και δολοφονικά αιχμηρών, εμβριθώς,
περιγραφικών/αφηγηματικών καταστάσεων. Η εφαπτόμενη «ταφόπλακα» του υπερμεγέθους
αναλυτικού τρόπου ερμηνείας ή, ακόμη, και παρερμηνείας συγκεκριμένων ή όχι
πολιτικών/πολεμικών αδιάψευστων γεγονότων. Μια, το λοιπόν, «Μίξη Γητειάς &
Πολιτικής» αναφορικά με τη νήσο Κύπρο, την Ελλάδα, τη Μεσόγειο Θάλασσα, τους
πέριξ λαούς, την Ευρώπη και το παγκόσμιο, αλίμονο, άσθμα ψυχής… χωρίς
ναυαγοσωστικά!
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη
στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η
Σημερινή», την Κυριακή 12 Ιουνίου 2016, σελ. 5.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου