Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Car je est un autre: Οδυσσέας Ελύτης 2


Ο Οδυσσέας Ελύτης, Άνδρος, 1955 (φωτ. Ανδρέας Εμπειρίκος) © Αρχείο Λεωνίδα Εμπειρίκου & Εκδόσεις Άγρα


Δήλωση του ’51

[Τα Μικρά Έψιλον]

Περιέχεται στο δεύτερο τόμο των πεζών κειμένων, του Ποιητή, των ετών 1972-1992, με τον τίτλο Εν λευκώ, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Δεκέμβριος 1992, σσ. 205-206, κι έως την προαναφερθείσα πρώτη έκδοση, ανέκδοτο


Συμβαίνει να είμαι όχι συμπτωματικά μόνον αλλά και οργανικά Έλληνας· από την άποψη ότι κατοικώ το ίδιο ανάλλαχτον ομηρικό τοπίο και ότι έχω στο αίμα μου τον Πλάτωνα. Αυτός είναι ο λόγος που μ’ έκανε από μιας αρχής να καταδικάζω μέσα μου ολόκληρο το συγκρότημα των εκφραστικών τρόπων που η Αναγέννηση κληροδότησε στον δυτικό μας πολιτισμό.
    Ξεκινώ απ’ αυτό που οι πρώτοι Έλληνες είχαν συλλάβει, πιστεύω, σωστά· που οι λοιποί μεσογειακοί λαοί το διατηρήσανε σε λανθάνουσα κατάσταση· και που ζήτησαν πάλι στις μέρες μας να το ζωντανέψουν μερικά επαναστατημένα πνεύματα στη μεταπολεμική Ευρώπη. Στο πλάι τους εργάζομαι, για να θεμελιώσω μερικές αρχές, όπως είναι η αντικειμενικότητα, η μυθοποίηση, η σύνθεση.

Πιο ειδικά, στην ποίηση, προσπαθώ να περάσω από την ψυχολογική παρατήρηση και την ιδιοτυπία της προσωπικής περίπτωσης προς την απρόσωπη κατάσταση ενός άλλου είδους Ομορφιάς, που θέλω να φαντάζομαι ότι είναι και η Ομορφιά της εποχής μας.
   Δε στηρίζομαι στα σύμβολα των αρχαίων μύθων αλλά στην εσωτερική λειτουργία που οδήγησε στη γέννηση των μύθων αυτών. Και ζητώ, με τη σειρά μου, να την εφαρμόσω στα σημερινά δεδομένα, υποκαθιστώντας στην ομάδα το άτομο και στην «άνωθεν εντολή» τη συνείδηση.
    Η διάρκεια της ζωντανής ελληνικής λαλιάς επάνω στα χείλη ενός λαού που εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, με τη μεγαλύτερη ευκολία ν’ αφομοιώνει και να ταυτίζει μέσα του τα φυσικά φαινόμενα και τα φαινόμενα του πνεύματος με βοήθησε στην προσπάθεια αυτή. Η ελληνική παιδεία από το ένα μέρος και ο υπερρεαλισμός από το άλλο στάθηκαν η «άνω» και η «κάτω» οδός που μ’ έβγαλαν στο ίδιο σημείο.

«Γιατί γράφετε;» ρωτάνε συχνά τον ποιητή στις συνεντεύξεις. Κι εκείνος βιάζεται ν’ απαντήσει: «δεν ξέρω». Είναι αλήθεια ότι, από μιαν άποψη, κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω. Από μιαν άλλη όμως αισθάνομαι ότι το απολύτως ατομικό μέρος του εαυτού μου τότε μόνον θα το δω να επαληθεύεται, όταν το αποστερήσω από την ιδιότητα της προσωπικής περίπτωσης· όταν, με άλλα λόγια, το καταστήσω κοινόν.
    Από τον βασιλικό δρόμο των αισθήσεων (που τον πήρα αφού πρώτα πέταξα από πάνω μου όλα τα παραδομένα σχήματα) μου έτυχε να βγω πάλι στο σημείον όπου η «μεταφυσική» μου ελέγχεται να είναι «φυσική».
   Πιστεύω στην επαναστροφή της Δικαιοσύνης, που την ταυτίζω με το φως, επάνω σ’ αυτόν τον κόσμο. Και μαζί μ’ έναν ένδοξο πρόγονό μου υπερηφανεύομαι να φωνάζω καταπρόσωπο της εποχής μου: όχι, δεν αγαπώ τους θεούς που η λατρεία τους τελείται στο σκοτάδι.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 31


Ο ποιητής Frank OHara (1926-1966) απαγγέλει, διακρίνονται οι Le Roi Jones (Imanu Amiri Baraka) και Allen Ginsberg


Frank OHara

[Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

«Το ποίημα βρίσκεται επιτέλους ανάμεσα σε δύο πρόσωπα αντί ανάμεσα σε δύο σελίδες»


Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα, ο Frank OHara γεννήθηκε  στη Βαλτιμόρη του Maryland στις 27 Ιουνίου του 1926. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο της Νέας Αγγλίας (1941-1944) και φιλολογία στα πανεπιστήμια του Harvard και του Michigan (1946-1951). Από το 1951 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε  ως υπάλληλος και αργότερα ως διοργανωτής εκθέσεων στο διεθνές πρόγραμμα του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης, ενώ από το 1960 ήταν βοηθός εφόρου στο τμήμα εκθέσεων ζωγραφικής και γλυπτικής του Μουσείου.
   Λάτρης της μοντέρνας τέχνης και φίλος πολλών ζωγράφων του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, συνέταξε πολλούς καταλόγους εκθέσεων που διοργάνωσε, εξέδωσε αρκετές μονογραφίες για ζωγράφους που του άρεσαν και έγραψε πλήθος τεχνοκριτικά άρθρα που δημοσίευσε σε πολλά περιοδικά. Συγγραφέας επίσης και αρκετών θεατρικών μονόπρακτων, που παίχτηκαν από μικρούς πρωτοποριακούς θιάσους. Με το πλούσιο ποιητικό του έργο αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους εκπροσώπους της λεγόμενης «Σχολής της Νέας Υόρκης» (New York School), με τους φίλους του ποιητές John Ashbery (1927), Kenneth Koch (1925-2002) και James Schuyler (1923-1991).

Στοιχεία του έργου του
Η ποίησή του αποτελεί έναν φόρο τιμής στους πολυάριθμους φίλους του και στην πόλη που κυριολεκτικά αγάπησε, τη Νέα Υόρκη, αυτήν τη μεγαλούπολη «της τζαζ, της καλής ζωγραφικής και των ασπρόμαυρων ταινιών».
   Επηρεασμένος από τους Γάλλους ποιητές Guillaume Apollinaire και Pierre Reverdy, τους Γάλλους υπερρεαλιστές, τον Vladimir Mayakovsky, τον Federico García Lorca και τους καινοτόμους ιδιωματικούς συγγραφείς που εκφράζονταν ποιητικά μέσω της καθομιλουμένης αμερικανικής γλώσσας (W.C. Williams, Gertrude Stein, Marianne Moore, την αμερικάνικη περίοδο του W.H. Auden), διαμόρφωσε μια εντελώς ιδιότυπη και υποκειμενική ποίηση έντονου αυθορμητισμού, επιδεικνύοντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και πηγών έμπνευσης (ζωγραφική, μουσική, κινηματογράφος, περιοχές, χώροι, δρόμοι και κτίρια της Νέας Υόρκης), μέσα από μια εντελώς προσωπική ποίηση ατομικής ελευθερίας και εκφραστικής αμεσότητας.
   Ο έρωτας και η φιλία αποτελούν συχνά τις γενεσιουργές αφορμές των ποιημάτων του, τα οποία είναι γραμμένα συνήθως τυχαία και ευκαιριακά, συχνά με χιούμορ και ειρωνεία, χρησιμοποιώντας εύκαμπτες συντακτικές δομές και μια τολμηρή φαντασία με αυτοαναφορικές εικόνες, που φανερώνουν μια απολύτως εμπνευσμένη και ανήσυχη προσωπικότητα. Το έργο του αναδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία που ο ποιητής απέδιδε στο να μπορέσει να εκφράσει την ένταση της στιγμιαίας εμπειρίας και την άρνησή του να την αντιμετωπίσει ως απλός θεατής, επιμένοντας στην έκφραση της προσωπικής, ψυχικής του σύνδεσης με το κάθε γεγονός.

Το αδόκητο τέλος
Σε ηλικία μόλις 40 ετών, τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1966, τραυματίστηκε θανάσιμα από ένα τουριστικό όχημα στην παραλία της νήσου Fire της Νέας Υόρκης και πέθανε στο νοσοκομείο Bayview στο Mastic Beach του Long Island το πρωί της επομένης, 25ης Ιουλίου 1966.
   Στον τάφο του, στο κοιμητήριο Springs στο East Hampton γράφτηκε το παρακάτω απόσπασμα από το ποίημά του «Εις μνήμην των αισθημάτων μου» (In Memory of my Feelings): «Χάρη το να γεννιέσαι και να ζεις όσο πιο ποικιλότροπα γίνεται».  

Προσωπισμός: Ένα Μανιφέστο       
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1959, ο Frank OHara, γράφει και δημοσιεύει το περίφημο «Μανιφέστο του Προσωπισμού» (Personism). Ουσιαστικά πρόκειται για την ατομική κοσμοθεωρία του Frank OHara, σε ό,τι αφορά στην ποίηση, όπου «ανοίγει» ή «κλείνει» τους λογαριασμούς του με παλαιότερους όσο και σύγχρονούς του ποιητές. «Ο Προσωπισμός, ένα κίνημα το οποίο πρόσφατα ίδρυσα και για το οποίο κανείς δεν γνωρίζει τίποτα, με ενδιαφέρει πολύ, μια που είναι απολύτως αντίθετος προς αυτό το είδος της αφηρημένης απομάκρυνσης που αγγίζει τα όρια της αληθινής αφαίρεσης για πρώτη φορά, πραγματικά, στην ιστορία της ποίησης», αναφέρει ο ποιητής στο μανιφέστο του. Και συνεχίζει: «Ιδρύθηκε από εμένα ύστερα από ένα γεύμα με τον Le Roi Jones (Imanu Amiri Baraka) στις 27 Αυγούστου του 1959, μέρα κατά την οποία ήμουν ερωτευμένος με κάποιον (με την ευκαιρία, όχι με τον Le Roi αλλά με κάποιον ξανθό). Επέστρεψα στη δουλειά κι έγραψα ένα ποίημα για το πρόσωπο αυτό. Καθώς το έγραφα, συνειδητοποίησα πως αν ήθελα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο αντί να γράψω το ποίημα κι έτσι γεννήθηκε ο Προσωπισμός». «Με όλη τη σεμνότητα, ομολογώ πως μπορεί να αποτελέσει το τέλος της λογοτεχνίας όπως τη γνωρίζουμε», συμπληρώνει ενώ δεν διστάζει να αναφέρει πως «η ποίηση, με το να είναι πιο γρήγορη και πιο αξιόπιστη από τον πεζό λόγο, είναι και η μόνη που δικαιολογείται, εκείνη η ποίηση, να ξεκάνει τη λογοτεχνία». Και καταλήγει, αναφέροντας: «Τι μπορούμε να προσδοκούμε από τον Προσωπισμό (αυτό γίνεται καλό, έτσι;); Τα πάντα, όμως δεν θα τα αποκτήσουμε. Είναι πολύ καινούργιος, πολύ ζωτικός ως κίνημα για να υποσχεθεί οτιδήποτε. Όμως βρίσκεται, όπως η Αφρική, καθ’ οδόν. Οι πρόσφατοι προπαγανδιστές της τεχνικής από τη μια μεριά και του περιεχομένου από την άλλη, καλύτερα να προσέχουν». Τα αποσπάσματα που χρησιμοποιήθηκαν παραπάνω είναι σε μετάφραση του Σωτήρη Λιόντου, και δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Δυτικές Ινδίες», τεύχος 4, Αθήνα, Ιούνιος 2001.

Εργογραφία
Παρά το σύντομο του βίου του, ο Frank OHara, υπήρξε πολυγραφότατος, ενώ εκτός από την ποίηση ασχολήθηκε και με τη θεατρική γραφή όσο και με την τεχνοκριτική. Έργα του: «Ένας χειμώνας στην πόλη και άλλα ποιήματα» (A City Winter and Other Poems, 1952), «Πορτοκάλια: 12 ποιμενικά» (Oranges: 12 pastorals, 1953), «Στοχασμοί σε έκτακτη ανάγκη» (Meditations in an Emergency, 1957), «Δεύτερη Λεωφόρος» (Second Avenue, 1960), «Ωδές» (Odes, 1960), «Ποιήματα γεύματος» (Lunch Poems, 1964), «Εις μνήμην των αισθημάτων μου» (In Memory of my Feelings, 1967), «Συγκεντρωμένα ποιήματα» (Collected Poems, 1971), «Επιλεγμένα ποιήματα» (Selected Poems, 1974), «Χρονικά τέχνης, 1954-1966» (Art Chronicles, 1954-1966, 1975), «Στεκόμενος ακίνητος και περπατώντας στη Νέα Υόρκη» (Standing Still and Walking in New York, 1975), «Πρώιμη γραφή» (Early Writing, 1977), «Αποκατεστημένα ποιήματα» (Poems Retrieved, 1977) και «Επιλεγμένα Θεατρικά» (Selected Plays, 1978).


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 28 Ιουνίου 2015, σ. 4.    

Περιθωριακά 31

Arthur Cravan (1887-1918;)


Arthur Cravan
«Είμαι όλα τα πράγματα, όλοι οι άνθρωποι κι όλα τα ζώα!»

[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

Ένας αερόλιθος, ένα άσβεστο αστέρι, ένας ανεμοστρόβιλος των αρχών του 20ού αιώνα. Θεωρήθηκε πρόδρομος του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού, αν και η στάση κι η συμπεριφορά του ξεπερνάει ακόμη κι αυτή την ελευθεριακή δυναμική των προαναφερθέντων κινημάτων τα οποία «τρέφουν» μέχρι και στις ημέρες μας τις πολλαπλές όψεις της τέχνης.


Ο Arthur Cravan γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1887 στη Λοζάνη και ονομαζόταν Fabian Avenarius Lloyd, δεύτερος γιος του Otho Holland Lloyd και της Clara Nelly. Η αδελφή του πατέρα του ήταν, την περίοδο που γεννήθηκε, γυναίκα του Oscar Wilde, κι απ’ εκεί έλκει και τη «συγγένεια» με τον περίφημο Ιρλανδό συγγραφέα, την οποία φρόντιζε να διαφημίζει σε κάθε παρουσία του, συστήνοντας συνεχώς τον εαυτό του ως ανιψιό του. Η παιδική κι εφηβική του ηλικία στην Ελβετία και την Αγγλία υπήρξε ατίθαση και παραβατική, συνοδευμένη με αποβολές απ’ τα σχολεία που φοίτησε εξαιτίας της κακής συμπεριφοράς του. Στα 17 του αλητεύει στις κακόφημες συνοικίες του Βερολίνου, αν κι αυτό δεν κρατά πολύ μια κι επιστρέφει στη Λοζάνη και στη συνέχεια στο Μπέρμιγχαμ όπου και μπαρκάρει το 1906 ως θερμαστής σε φορτηγό πλοίο με προορισμό την Αυστραλία. Φθάνοντας εκεί εγκαταλείπει το πλοίο, και μ’ έναν Γάλλο φίλο του θα δουλέψουν ως υλοτόμοι στη μακρινή αυτή ήπειρο. Το 1909 εγκαθίσταται στο Παρίσι, και υπογράφει ένα αθλητικό άρθρο στην εφημερίδα «LEcho des Sports», με το πραγματικό του όνομα, Fabian Lloyd.

Το περιοδικό «Maintenant», η πυγμαχία κι η εξαφάνιση
Μεταξύ 1912-1915, ο Cravan, εκδίδει το περιοδικό «Maintenant (Τώρα)», τυπωμένο σε χασαπόχαρτο και το πουλά αυτοπροσώπως, κουβαλώντας τα τεύχη σε καροτσάκι ωσάν πλανόδιος πωλητής οπωροκηπευτικών, διαλαλώντας εμπρηστικά την ύλη του. Το γράφει εξ ολοκλήρου ο ίδιος, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα ανάμεσά τους και το Arthur Cravan, όπου και υιοθετεί μόνιμα για να επισημαίνει την ύπαρξή του και ως ανερχόμενος ερασιτέχνης πυγμάχος (αρχή μίας ακόμα νέας σταδιοδρομίας). Οι δημόσιες παρεμβάσεις του συγκρίνονται μ’ αυτές του Alfred Jarry (1873-1907). Μέσα από τις σελίδες τού περιοδικού του διασύρει κάθε τι «ιερό και όσιο». Ανατέμνει τους αστούς εις τα εξ ων συνετέθησαν. Καταφέρνει να πραγματοποιεί κατά γράμμα όλους τους αναρχικούς άθλους που υποσχόταν στα γραπτά του. Υποστήριζε πως είχε διαπράξει την τέλεια ληστεία σ’ ένα ελβετικό κοσμηματοπωλείο κι ενώ ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν, ταξίδεψε με πλαστά διαβατήρια από τη μία άκρη της Ευρώπης στην άλλη, όπως επίσης και στις Η.Π.Α., τον Καναδά και το Μεξικό. Στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού του, το 1914, δημοσιεύει ένα άκρως προσβλητικό και σκανδαλώδες κείμενο «κριτικής τέχνης», που αφορούσε στην έκθεση των «Ανεξάρτητων» στο Παρίσι, προκαλώντας τη μήνι του Guillaume Apollinaire (1880-1918) που τον καλεί σε μονομαχία. Περνάει κάποιες ώρες στη φυλακή κι ύστερα, για λίγο, τα ίχνη του εξαφανίζονται για να τον συναντήσουμε και πάλι στις 16 Αυγούστου 1914, στην Αθήνα, όπου και αντιμετωπίζει τον ολυμπιονίκη πυγμάχο Γιώργο Καλαφάτη, διαφημίζοντας τον εαυτό του ως Καναδό πρωταθλητή! Προκάλεσε επίσης και τον παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών Jack Johnson, σε αγώνα στη Βαρκελώνη στις 23 Απριλίου 1916, απ’ όπου βγήκε νοκ-άουτ στον πρώτο γύρο. Το 1917 βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και γνωρίζεται με τους Marcel Duchamp και Francis Picabia. Τον καλούν να δώσει μία διάλεξη στο Grand Central Palace, όπου εμφανίζεται μεθυσμένος, αρχίζει να παραπαίει και να γδύνεται με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για το σκάνδαλο που προκάλεσε. Γνωρίζει την ποιήτρια Mina Loy και παντρεύονται το 1918 στο Μεξικό. Την ίδια χρονιά, ταξιδεύουν στη Βραζιλία και το Περού κι επιστρέφουν πάλι στο Μεξικό μόνιμα. Ζουν σε άθλιες συνθήκες κι αποφασίζουν να χωρίσουν προσωρινά, με τη γυναίκα του να κατευθύνεται στο Μπουένος Άιρες αναμένοντας την άφιξή του. Ο Arthur Cravan εγκαταλείπει την ακτή του Μεξικού μ’ ένα μικρό ιστιοφόρο, προσπαθώντας να διασχίσει την Καραϊβική Θάλασσα κι εξαφανίζεται οριστικά. Η Mina Loy φεύγει για την Αγγλία, και τον Απρίλιο του 1918 γεννιέται η κόρη τους, Fabienne.

Ποιος ήταν τελικά;         
Οι Γάλλοι ντανταϊστές θα αναγνωρίσουν τον Cravan ως άμεσο πρόδρομό τους, ενώ ο André Breton θα τον μνημονεύει πάντα και θα τον συμπεριλάβει στο περίφημο βιβλίο του «Ανθολογία του μαύρου χιούμορ». Ακόμα κι έτσι να είναι, σίγουρα ο ποιητής, κριτικός, πυγμάχος και πολλά άλλα απίθανα που διατεινόταν πως ήταν, ο Cravan δεν είναι δυνατό να πιστωθεί σε οποιοδήποτε συλλογικό ρεύμα. Η θέση του ήταν πως η τέχνη ήταν άχρηστη και νεκρή, η αυτοέκφραση μιας παρακμασμένης κοινωνίας, και πως τη θέση της πρέπει να πάρει η προσωπική δράση. Η ίδια η ζωή σαν μια καλλιτεχνική περιπέτεια. Φυσικά, αυτό, δεν είναι κάποια καινούργια ιδέα. Όμως η αναρχική σταδιοδρομία του Cravan είχε κάνει πολλούς να τον λατρεύουν σαν ήρωα και οδήγησε μια ορισμένη πνευματική ελίτ στο να τον θεωρήσει πρότυπό της. Καθώς έζησε ακολουθώντας απόλυτα τη φύση του, χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό, έγινε ένας μηδενιστής ήρωας σε μια εποχή που ο μηδενισμός κάθε άλλο παρά την άφηνε αδιάφορη.    


«Η τέχνη υπάρχει μονάχα μέσα από την κλεψιά, την απάτη και τη μηχανορραφία, εκεί όπου η ζέση και το πάθος γίνονται αντικείμενα υπολογισμού, η τρυφερότητα αντικαθίσταται από το συντακτικό και η καρδιά από τον ορθολογισμό, όπου μήτε ένας ευγενής καλλιτέχνης δεν μπορεί να ανασάνει, ενώ εκατό άνθρωποι βγάζουν το ψωμί τους εμπορευόμενοι καινοτομίες»

Απόσπασμα επιστολής του Cravan, Ιανουάριος 1916



Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 5 Απριλίου 2015, σ. 5.