Ανθολογία Σύγχρονης (Ελληνικής)
Κυπριακής Ποίησης, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα, 2011
5 ποιήματα
σταθμεύσεις στο ατέρμονο μιας
εβδομάδας
η σύγχυση της πεταλούδας εισχωρεί στην αγρυπνία μίας επαναλαμβανόμενης
καταιγίδας διατηρώντας τα χαρακτηριστικά μιας μελαχρινής μαυροφόρας κόρης ό,τι
δεν της έχει επιτραπεί γδύνεται το άβατο προσφέροντας νωπό πόνο στο χειρουργείο
της εμφάνισης του καινού κενού ήχος πλάγιος δεύτερος παρασημαντικά χαράζοντας
νέο στερέωμα ευφάνταστη συνεύρεση αδέσποτων φραξιονιστών αλυχτώντας το σύμπαν
ξημερώνει τον εγκέλαδο σηματωρό του είδους πάντα κυματίζοντας αποκαθηλώνει το
σώμα προσφέροντας προσκύνημα μ’ ελάχιστο παράβολο αυτό της ανθοφόρας νηστείας
ασχολίαστες ανθρώπινες συμπεριφορές προετοιμάζουν την κάθοδο στον Άδη σάβανο
επιστρέφει με τα χέρια σε τσέπες φαντασματικές αμήχανα κρυμμένα ο θάνατος έχει
κριθεί η ζωή υπακούει στον αντιθάλαμο μιας τέτοιας κατάστασης τα στοιχήματα
κληρώνουν την απόλυτη ανθρωποφαγική ιπποδρομία η αγάπη σουβλίζεται στα μέρη μας
έχετε κατακλυσμιαία στοιχειώσει
την ύπαρξή μου
έτσι όπως σηκώνεσαι αιχμηρή από τον ύπνο ενός έρωτα με πιάστρες
γραμματοσήμων πελασγικών δεικνύοντας την ιστορία ζωντανών στα χώματα αιμοσταγών
συγκρούσεων με το κεφάλι ενός άνδρα αντικρίζοντας το φύλο θηλυκού σε αίνιγμα με
συγκίνηση σε απόλυτη εκσπερμάτωση η πληρότητα των μαστών ακραιφνής διάθλαση
ουρανίων σωμάτων στο φαλλό των αμπελουργικών καταστάσεων του εκστασιασμένου
καθώς εύδρομος και ενάντιος συνάμα συγκεντρώνεται στην ίδρυση μίας πρωτογενούς
ψυχοστασίας η αρχέγονη επιστράτευση ορκισμένων γραφιάδων στον κύκλο της
αλαλάζουσας συνουσίας εικάζοντας συντροφιά λευκοφόρων κέλευθος πλαστικής
ευμορφίας ψαλιδικά ζητώντας η τέχνη του σώματος να μην εκλαμβάνεται ως
ματαιοπονία στο ζόφο κανιβαλικών πλοκαμιών γεννημένων φονιάδων
πότε θα εξημερωθεί ο άνθρωπος
με του κρότου τη δόνηση να κατοικεί μόνιμα στην εισβολή με τη φωνή του
άλλου να ενοχλεί όποια προσπάθεια με το καύμα ανύπαρκτης ψυχής να εφοδιάζω την
ιδέα της αυτοχειρίας όμως η παρουσία αγγέλων μ’ οδηγεί στην επόμενη μέρα κάτι
που θέλει να σηκωθεί ικανό ήχο π’ αφήνει μουγκρίζοντας τ’ αυτί προδικάζοντας
τρέλα ανυπεράσπιστο με το βλέμμα να καρφώνεται τ’ ατέρμονο πάθος της βροχής όχι
φωνάζει ο καιρός το ποίημα οδηγεί περιούσιες καταστροφές γράμματα σκαλίζουν
λέξεις ό,τι ελληνικό εξανεμίζεται δεν υπήρξε ποτέ τέτοιος θάνατος όμως ας είναι
ούτε που έρχεται ούτε που φεύγει
τα πρόσωπα μιας παρωδίας
αφιερωμένο του ποιητή Μιχάλη
Πιερή
βρόμικη πόλη περήφανη απ’ τα σπλάχνα της χαλασμένη γυναίκας αιδοίο που
στέρεψε ποιους χυμούς να ζητήσεις άγριο το αγόρι πισωγυρίζει μέσα του να
γνέφεις τ’ ανέμου νευρικά αφήνοντας γράμματα λέξεις ασυνάρτητα σχιζοφρενείς
δολοφόνοι συναντούν σχιζοφρενείς ποιητές στα άδυτα μπορντέλου χειρουργείου μιας
μεγάλης πουτάνας που είναι ξαφνικά η μάνα τους φορώντας παλιόρουχα μιας άλλης γιορτής
μυρίζοντας κραιπάλη αίμα σφαγμένου γουρουνιού σαπίλα φρονιμίτη στην κηδεία
γλυκού οδοντογιατρού θεραπευτή όσες κραυγές ακολουθούν φέρνουν το μανδραγόρα
που απομένει να γευτεί ένας νευρικός στιχοπλόκος λίγο πριν την αυτοκτονία της
ηλικίας του αίφνης θανατικό το καλοκαίρι σαλτάρει στο ποίημα κι αγκομαχώντας
αφυπνίζεται περαστικές γυναίκες σημαδεύουν σωστά ανατινάζοντας το στόχο στο
κέντρο κύκλος σε κύκλο με η ουρά του παραθεριστή
νυκτερωπός
αφιερωμένο του ποιητή Γιώργου
Καλοζώη
στο αρρωστημένο ηλεκτρικό φως της Λευκωσίας οδηγώ το νευρικό βηματισμό σ’
αέναους κύκλους και παραληρήματα υπερπραγματικά αφουγκράζομαι τις σφαγές που
προκαλώ στην έλευση της μπαλαφάρας μεθυσμένος ξημερώνω την κατανάλωση του
αλκοόλ αγκαλιάζοντας τις γάτες που ενεδρεύουν την έλλειψη ποντικών στην υγρή
πολυκατοικία και το ενοικιασμένο δωμάτιο την ημέρα κυματίζω τη νύχτα και τη
νύχτα αγρυπνώ την ημέρα τραυλίζω τα οράματα που συναντώ στις περιστρεφόμενες
διαδρομές της οδοφραγματικής πόλης αξύριστο το μάτι προσεγγίζει την προϊστορία
στο φαντασματικό κρανίο των διαταραχών που αχθοφέρνω ο τρόμος παραμονεύει τον
τρόμο με συναντώ στο στενό της αδέσποτης σφαίρας ή του ακροβολιστή
κοντοστέκομαι γαβγίζοντας στόνων κατακλυσμός αφιονισμένων με δεύτερη παρουσία
σε αγριεύοντας η εποχή εντός περιορίζω τις προμελετημένες συναντήσεις με τους
ανώνυμους τρελούς των πλακόστρωτων σπειροειδών περασμάτων ενώ μυθολογίες ήχων
ακονίζουν το σαρκοβόρο θόλο της μήτρας καθαρίζω τα νύχια των χεριών με το
καπάκι ενός πανάκριβου στυλογράφου μάρκας bic έχοντας την ιδιότητα της
αυτόματης μεταμόρφωσης σε διαδοχικά καλσόν αναπτήρα ξυραφάκι και αποσμητικό
είναι σκοτάδι και το αιλουροειδές μέσα ερωτοτροπεί με τα κατοχικά πεντάγραμμα
σιωπηλών μουσικών κλειδιών προορισμένα για κωφάλαλους και μανιτάρια ένα πριόνι
γιαταγάνι ως αντικείμενο υπαρκτό σκευάστηκε να συνοδεύει το ιώτα και την πάλαι ποτέ δασεία σ’ ένα πνεύμα ακατάληπτο απόδημου
εικαστικού αλλά χωρίς το μυστικό να μεταδίδω ένεκα η ματιά ενίοτε ή άλλοτε η
εχέμυθη προφορά συμφώνων σε φωνήεντα που άκουσε όταν υψώθηκε η αποκαθήλωση ενός
τεθλασμένου εργαλείου που ονομάστηκε σφυρί λοιπόν η αγωνία σεσημασμένη
λεξικολαγνική ανακατώστρα σπιουνάρει το κείμενο στην ανάγνωση γράμμα σε γράμμα
με ό,τι η γλώσσα γεννάει ανορθόγραφα στο σκάλισμά της γαζώνω το άυπνο είδωλο
ενός καθρέφτη καθώς ρυτίδες αίματος εφορμούν στην κατηγορούσα αρχή ενός
ανώνυμου εγκλήματος μπρούντζινα αυτιά μαγνητοφωνούν το κέρμα της εξαργύρωσης
μίας σωματικής συνείδησης truth has
bounds error none ή αι δε μιν φρένες
εκκεκωφέαται
«Ανθολογία σύγχρονης κυπριακής
ποίησης», η Κύπρος μετά το ’90, επιμέλεια Βάκης Λοϊζίδης, εκδόσεις Μανδραγόρας,
Αθήνα, 2011, σσ. 120-124. Ο Κώστας Ρεούσης ανθολογείται με πέντε ποιήματα από το βιβλίο του,
«Ο κρατήρας του γέλιου μου», εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα, 2009.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου