Κώστας Ρεούσης, Ο
κρατήρας του γέλιου μου, Εκδ. Φαρφουλάς, 2009, σελ. 80
Μιχάλης
Παπαντωνόπουλος:
Ο
«έτερος», το σφυρί και η ανθρώπινη κωμωδία
Όσο εμφανής
είναι η συνάφεια της ποίησης του Κ. Ρεούση με τα πιο σκληρά και άναρχα υλικά
του υπερρεαλισμού, τόσο μεγαλύνεται η ανάγκη να διαβάσει κάποιος τα πεζά
ποιήματα της ανά χείρας συλλογής κομμένα από το κάτεργο των –ισμών· κατ’
ουσίαν, σαν τομές στην μικροαστική αντίληψη που λυμαίνεται το δημόσιο βίο και
λόγο της κοινότητας είτε ως σώμα είτε ως πνεύμα.
Ακολούθως, θα
μπορούσε κάποιος να ανακαλέσει στη μνήμη του ένα απόσπασμα από την «Εξέγερση
εναντίον της ποίησης» του Αντονέν Αρτώ: «Δεν θέλω να είμαι ο ποιητής του ποιητή
μου, εκείνου του εγώ που θέλησε να με χρίσει ποιητή, αλλά ποιητής δημιουργός,
σε διαρκή εξέγερση εναντίον του “εγώ” και του “εκείνου”».
Κι αν το
«εγώ» ξεδιπλώνεται ενστικτωδώς πικραμένο κι επίκτητα πικρό, τραχύ και ενίοτε
προκλητικό, στον «Κρατήρα του γέλιου μου» δεν κάνει τίποτε άλλο από το να
δοκιμάζει τα όρια της ψευδαίσθησης και της δειλίας που εφαρμόζει ο μικροαστικός
πολιτισμός στις επιμέρους εκφάνσεις του. Μια δοκιμή που ξεσπάζει σε σύγκρουση
–πώς αλλιώς;– προσδιορίζοντας συγχρόνως τον εαυτό της ως το «έτερο» αναφορικά
με το «εκείνο» ή ακόμα και ως το «ξένο».
Όμως, εδώ
το «ξένο» δεν νοείται ως αμέτοχο. Ίσα ίσα: η εξέγερση ως κίνημα του σώματος και
του πνεύματος καταφέρεται πριν απ’ όλα στη σοβαροφάνεια της εικόνας. Τα
ποιήματα του «Κρατήρα» είναι φύσει εξεγερμένα, προσβλέποντας να καταδείξουν
πόση κωμωδία ανεβαίνει ως τη γλώσσα πάσης ευπρέπειας και συγχρόνως πόση
τραγικότητα συντρίβεται στο λόγο του «διασκεδαστή». Κι ας μην ξενίσει ο όρος.
Το
προσωπείο του «διασκεδαστή» αφηγείται το δράμα του «έτερου» στη σχέση του με
την κοινωνία – και ιδίως με τους εξουσιαστικούς φορείς αυτής. Ο «διασκεδαστής»
παίζει ξανά και ξανά εκείνο το επεισόδιο της ανθρώπινης κωμωδίας όπου ο ίδιος
υποδύεται το εντεταλμένο θύμα που αντικαθιστά τον «βασιλιά» κατά την τελετουργική
θυσία.
Έτσι, η
ανοίκεια κωμωδία που ανεβάζει ο Κ. Ρεούσης στον «Κρατήρα του γέλιου μου»
μετέρχεται τη μιμική, τον χορό (ως πρόσωπο του δράματος) και την απαγγελία·
κραυγάζει μια γλώσσα ολοζώντανη, συχνά προκλητική – κι αυτή την πρόκληση
οφείλουν να διαχειριστούν τόσο ο δημιουργός όσο και ο αναγνώστης εφόσον κι οι
δύο γνωρίζουν πως τα λυρικά, ειδυλλιακά τοπία έπαψαν πια να συνεγείρουν το
σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής· κι επιπλέον αυτοσχεδιάζει, γεννάει κωμικούς,
τραγικούς –ή και τον συνδυασμό τους– ρόλους· απελευθερώνει κάτω από τις μάσκες
της· κι εν τέλει έρχεται να μας θυμίσει πως σήμερα η ποίηση δεν μπορεί να είναι
ολόλευκοι κρίνοι και γλυκόλαλες αηδόνες· σήμερα, η ποίηση οφείλει να ανασαίνει
ως λεπίδα ή σφυρί.
ανέκδοτος αδιάβαστος ατάλαντος εν τέλει ποιητής
τρύπια διαβόλου κάλτσα θεού αλάτρευτου γυναίκας νεύρο οργασμικό θανάτου
μυημένος αναγνώστης του εφιάλτη αρωγός όνειρα όνειρα όνειρα χρώματα χρώματα
χρώματα που δακρύζουν πόσο νερό τόσο νερό στο χώμα χώμα να σκορπίζει μετέχοντας
κατέχοντας διασπάζοντας το μυστικό το μυστικό αν δεν κοπείς ως την ανάσα άψυχε
(«Ξυράφι», σελ. 60 του βιβλίου)
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», 15.01.2011.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου