Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Οίκος Ενοχής 2

Αλληγορίες ενός λιμανιού που δεν υπήρξε
 2ος Οίκος Ενοχής
 η Λευκωσία σε μαύρο & κόκκινο φόντο

Σαράκι μίας βιβλιοπώλισσας Αρμένισσας να θρυμματίζει ακόμη ένα βιβλίο που πήγε χαμένο στα απομεινάρια ενός υπηρεσιακού περίστροφου κι εικοσιτετραώρου. Το σπιρτόκουτο έγινε οδοντογλυφίδα ενώ σκοτείνιαζε ο ήλιος αντικρύ της σημαίας που νίκησε τότε. Η μοναξιά πηγάζει απ’ το περίκλειστο τραύμα, οδηγώντας τη σκέψη τού ποιητή στις ανταριασμένες θάλασσες τ’ ονείρου. Είναι χρόνια που σηκώνω τον ύπνο αλαφιασμένος, τινάζοντας το δεξί πόδι στον ακαριαίο σπασμό του λυκαυγούς ψιθύρου καθώς τα χέρια αρπάζουν τον άγγελο και τον καθηλώνουν στο άνοιγμα της μέρας. Ο χειμώνας παραμονεύει την πτώση του Θεού στις στροφές και τα ανύπαρκτα πεζοδρόμια οδών, λεωφόρων, παρόδων ποτισμένων με αίμα, με αίμα, με αίμα αδικοσκοτωμένων. Η απόπειρα κατά του Γραφέα πέρασε στο ντούκου: «Άναρχε και πολέμαρχε κι αυτόνομε σεισμικέ, φυλάξου απ’ τα γαλανά μάτια, κι απ’ τα πολύχρωμα που μόνο το κακό και τη ζηλοφθονία καλλιεργούν στο σκοτεινό τους θάλαμο». Εκείνο το λιμάνι που προσάραξες, αιώνες πριν η θάλασσα ορθώσει καυλωμένη τα πέντε δάχτυλα προπέτασμα, φράγμα ή θώρακα μίας δασώδους έκτασης που ονομάστηκε η Χώρα. Έτσι τους μίλησε: Οὐδείς δέ λύχνον ἃψας εἰς κρυπτήν τίθησιν οὐδέ ὑπό τόν μόδιον, ἀλλ’ ἐπί τήν λυχνίαν, ἳνα οἱ εἰσπορευόμενοι τό φέγγος βλέπωσιν. ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ὃταν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καί ὃλον τό σῶμά σου φωτεινόν ἐστιν. ἐπάν δέ πονηρός ᾖ, καί τό σῶμά σου σκοτεινόν. σκοπεί οὖν μή τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστίν. εἰ οὖν τό σῶμά σου ὃλον φωτεινόν, μή ἔχον τι μέρος σκοτεινόν, ἔσται φωτεινόν ὃλον ὡς ὃταν ὁ λύχνος τῇ ἀστραπῇ φωτίζῃ σε. Μία γουρούνα/πατσαβούρα προσπάθησε να γονατίσει το ουδέτερο, κι αυτό το νεύρο ιερό σφουγγάριζε με καραβόπανο τα φλόκια των εισβολέων. «Μη φωτογραφίζεις βαθμοφόρους», της είπε… κι αυτή ντογρού στον πατσά -η ανθρωποφάγος των νησιών της Αγίας Αικατερίνης στο χάρτη εκείνον τον παλιό, που άναβε το φάρο κόκκινο στις άνομες γαλέρες. Αναπλέοντας τα άνυδρα ποτάμια, τους ξεραμένους ποταμούς, τις μαραμένες ποταμιές τα πόδια στέγνωναν την μπόχα της πορείας μέσα στον πάγο του πρησμένου αιματώματος. Τα σκοροφαγωμένα μάλλινα κατάσαρκα εσώρουχα κρατούσαν το τελευταίο σύνορο του σώματος μακριά από την υγρασία της ύπουλης πολίχνης. Το σκορβούτο είχε προ πολλού απολέσει το κόκαλο μίας μπαρουτοκαπνισμένης οδοντοστοιχίας. Το χέρι που κόπηκε στην κουβέρτα του καραβιού της ναυμαχίας εκείνου του πολέμου, φύτρωσε χρόνια στην πίσσα ν’ αποστειρώνει την ακονισμένη κι απαστράπτουσα ξιφολόγχη. Η μνήμη του Θεού μαχότανε εξακολουθητικά τα κόσκινα κρανίων που πρέπει να αποσχιστούν από τα κρέατα που φέρονται να είναι γύναια. Η ζητιάνα η Χρυστάλλα τριγύριζε τις χάρτινες εικόνες του ορθοδόξου δόγματος, μοιράζοντας παραληρηματικές πληροφορίες. Το δικαίωμα στη λεκτική βία, καθώς ο μονόχειρας προσφέρει τα γαρύφαλλα. Μια ήσυχη σχεδόν παντοκρατόρισσα φιγούρα -το μουστακάκι το παλιό, το άκρο το κομμένο, το βήμα το θανατικό- μια ήσυχη σχεδόν παντοκρατόρισσα φιγούρα. Αίφνης κι ως μπόρα, καταιγίδα ή ανεμοστρόβιλος… η κάρα που μετασχηματίζεται: Έτσι ο ποταμός Γιαλιάς μες στο γεφύρι εμβαίνει κυρίαρχος.

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο διαδικτυακό φύλλο επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (www.fteraxinasmag.wordpress.com), 24.01.2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου