Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Οίκος Ενοχής 13

Αλληγορίες ενός λιμανιού που δεν υπήρξε


13ος Οίκος Ενοχής
~
η Λευκωσία σε μαύρο & κόκκινο φόντο


Ο θάνατος είναι ένας σταθμός. Κάθεσαι, παραγγέλνεις, πίνεις τον καφέ σου και πορεύεσαι ως συνεχές κι εναλλασσόμενο ρεύμα: έχω σπάσει τα κόκαλα τα ’χω βάλει σανίδες στη ράχη –πρόσεχε, κόσμε άκοσμε, περιπλεγμένος είσαι και δικάζεσαι. Των ασωμάτων σεραφείμ καραδοκούν την κρίση του κριτή. Ο εθνισμός, η οργή και το αλάσιο απαγγέλλουν παλαιά γλώσσα, κι ο ποιητής σκοτώνει ξέμπαρκος στην πόλη «Λευτεριά»:  Ἁ Κύπρις τὸν Ἔρωτα τὸν υἱέα μακρὸν ἐβώστρει· / «ὅστις ἐνὶ τριόδοισι πλανώμενον εἶδεν Ἔρωτα, / δραπετίδας ἐμός ἐστιν, ὁ μανύσας γέρας ἕξει· / μισθός τοι τὸ φίλαμα τὸ Κύπριδος· ἢν δ᾽ ἀγάγῃς νιν, / οὐ γυμνὸν τὸ φίλαμα, τι δ᾽, ὦ ξένε, καὶ πλέον ἕξεις. / ἔστι δ᾽ ὁ παῖς περίσαμος· ἐν εἴκοσι πᾶσι μάθοις νιν. / χρῶτα μὲν οὐ λευκός, πυρὶ δ᾽ εἴκελος· ὄμματα δ᾽ αὐτῷ / δριμύλα καὶ φλογόεντα· κακαὶ φρένες, ἁδὺ λάλημα· / οὐ γὰρ ἴσον νοέει καὶ φθέγγεται· ὡς μέλι φωνά, / ὡς δὲ χολὰ νόος ἐστίν, ἀνάμερος, ἠπεροπευτάς, / οὐδὲν ἀλαθεύων, δόλιον βρέφος, ἄγρια παίσδων. / εὐπλόκαμον τὸ κάρανον, ἔχει δ᾽ ἰταμὸν τὸ μέτωπον. / μικύλα μὲν τήνῳ τὰ χερύδρια, μακρὰ δὲ βάλλει, / βάλλει κεἰς Ἀχέροντα καὶ εἰς Ἀΐδεω βασίλεια. / γυμνὸς ὅλος τό γε σῶμα, νόος δέ οἱ εὖ πεπύκασται. / καὶ πτερόεις ὡς ὄρνις ἐφίπταται ἄλλον ἐπ᾽ ἄλλῳ, / ἀνέρας ἠδὲ γυναῖκας, ἐπὶ σπλάγχνοις δὲ κάθηται. / τόξον ἔχει μάλα βαιόν, ὑπὲρ τόξω δὲ βέλεμνον- / τυτθὸν μὲν τὸ βέλεμνον, ἐς αἰθέρα δ᾽ ἄχρι φορεῖται- / καὶ χρύσεον περὶ νῶτα φαρέτριον, ἔνδοθι δ᾽ ἐντί / τοὶ πικροὶ κάλαμοι, τοῖς πολλάκι κἀμὲ τιτρώσκει. / πάντα μὲν ἄγρια ταῦτα, πολὺ πλέον ἁ δαῒς αὐτῶ· / βαιὰ λαμπὰς ἐοῖσα τὸν Ἅλιον αὐτὸν ἀναίθει. / ἢν τύ γ᾽ ἕλῃς τῆνον, δήσας ἄγε μηδ᾽ ἐλεήσῃς, / κἢν ποτίδῃς κλαίοντα, φυλάσσεο μή σε πλανάσῃ· / κἢν γελάῃ, τύ νιν ἕλκε. καὶ ἢν ἐθέλῃ σε φιλᾶσαι, / φεῦγε· κακὸν τὸ φίλαμα, τὰ χείλεα φάρμακον ἐντί. / ἢν δὲ λέγῃ· “λάβε ταῦτα, χαρίζομαι ὅσσα μοι ὅπλα”, / μὴ τὺ θίγῃς πλάνα δῶρα· τὰ γὰρ πυρὶ πάντα βέβαπται.». / [αἲ αἲ καὶ τὸ σίδαρον, ὃ τὸν πυρόεντα καθέξει.], (Μόσχου, «Ἔρως δραπέτης»). Ο Μονάρχης-Μονόρχεις έχει νεύρο, οπόταν μην αντιμιλάς •σκάσε, κι άκου το πνεύμα ιεραρχών: Θα πρέπει να βγαίνει από την κυανή και λευκή Μεγάλη του Γένους Σχολή και ν’ αντανακλά όλο το φως πάνω στην πίσσα της Ευρώπης που θάβουμε σήμερα εν όψει μιας άλλης που μοιάζει να γεννιέται. Χωρίς διάκριση. Πάνω στους μέλανες δρυμούς, στα τέρατα της Chartres και του Duomo, τους Καρτέσιους και τους Καλβίνους, τους Καντ και τους Μαρξ, τον Πάπα –Θεός σχωρέσει τους., (Οδυσσέας Ελύτης, «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά»). Ο Καλόγερος-Καλόγενος ωσάν ίασπις υπερασπίζεται, μ’ ένα έκχυτο εκρηξιγενές πέτρωμα απ’ την ταχεία ψύξη βασαλτικής λάβας σε σχήμα ωιόν. Το νησί των Σουτζούκων-Σελτζούκων τούρκεψε, και το πουλί χωρίς όνομα «αρχαιοπτέρυξ», κύριε εκέκραξα: «Μια συμφωνία για έξι ελικοειδή λεπιδόπτερα».             

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο διαδικτυακό φύλλο επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (www.fteraxinasmag.wordpress.com), 03.12.2017.