Ο Βάκης Λοϊζίδης (Λευκωσία,
1965) στους δρόμους της παλιάς πόλης, Χώρας Νήσου Κύπρου, το 2013
«Χομχάχ»: Οι ‘αερόλιθοι’ του
Βάκη Λοϊζίδη
[Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος
Α. Ει. Παπαθανασίου]
«Μην τον χαλάς τον νότο μέσα σου για μία ξελογιάστρα
δύση»
Τον ποιητή Βάκη Λοϊζίδη τον θεωρώ ως τον πλέον συνεπή δημιουργό της
γενιάς που εμφανίστηκε στα Ελληνικά Γράμματα -«από το μερτικόν της Κύπρου», για
να θυμηθούμε και τον ποιητή Μιχάλη Πιερή- τη δεκαετία του 1990. Μαζί με τους
Γιώργο Καλοζώη, Μιχάλη Παπαδόπουλο και Γιώργο Χριστοδουλίδη είναι μέρος της ποιητικής
τετράδας που ξεχωρίζω, μελετώ και παρακολουθώ. Και όχι μόνο το έργο τους, αλλά
και τη συμπεριφορά, κίνηση ή ακινησία τους στο ποιητικό πεδίο της νήσου, της μητροπολιτικής
Ελλάδας και του υπόλοιπου βάρβαρου ή πολιτισμένου κόσμου. Κι αν ξενίζει η
αναφορά μου σε «βάρβαρο ή πολιτισμένο κόσμο», είναι που -τουλάχιστον όταν ακούω
να πραγματοποιούνται ταξίδια λογοτεχνικού τουρισμού στην Ευρώπη μέσω των
ύποπτων προγραμμάτων της- οι κωδωνοκρούστες στίχοι του ποιητή Νίκου Καρούζου,
από το ποίημα «Πέρ’ απ’ την κατανάλωση» κι από τη συλλογή τού 1974,
«Χορταριασμένα Χάσματα»: «Ευρώπη, Ευρώπη δεν είσαι τίποτ’ άλλο,/είσαι μονάχα η
συνέχεια του Βαραββά!», ξεσπαθώνουν το ποιητικό credo που υπηρετώ.
«Οι αερόλιθοι»
Ο Λοϊζίδης, στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του «Χομχάχ», περιδιαβαίνει στο
χώρο της τέχνης όπως αυτή εκτέθηκε κι εκτίθεται την τελευταία, ίσως, 15ετία
στον τόπο μας. Επιλέγει τη φόρμα της σύντομης, ακαριαίας πρότασης για να
εκφραστεί και να εκφράσει το, φευ, ανέκφραστο σύγχρονο καλλιτεχνικό έρεβος της
νήσου. Θα μπορούσα να την ονομάσω αξίωμα, αφορισμό ή επίγραμμα αλλά προτιμώ τη
λέξη «αερόλιθος», όπως την εφάρμοσε ο Ισπανός ποιητής Carlos Edmundo de Ory (1923-2010). Γράφει,
λοιπόν, ο Carlos Edmundo de Ory στο «γλωσσολογικό
απόσπασμα- fragmen linguae» στη σελίδα 7 του
βιβλίου του, «Οι αερόλιθοι-Los aerolitos», εκδόσεις Calambur, Μαδρίτη, 2005:
«Ο Νίτσε τα ονομάζει: αποφθέγματα ή αξιώματα ή ρητά ή γνωμικά και σαΐτες ή βέλη
ή βλήματα. Ο Νοβάλις τα ονομάζει: γύρη. Ο Μποντλέρ τα ονομάζει: ρουκέτες. Ο
Ζουμπέρ (Joubert): σκέψεις. Ο Σιοράν (Cioran): στραγγαλιστικές σκέψεις και ο Αντρέ Ζινιάσκι (André Siniaski): αιφνίδιες ή
απρόσμενες σκέψεις. Ο Ροζανόφ (Rozanov): φύλλα πεσμένα
και ο Ρενέ Σαρ: φύλλα του Ύπνου. Ο Μάλκολμ ντε Καζάλ (Malcolm de Chazal): εκφραστική αίσθηση ή ευαίσθητη εκφραστική και ο Λουίς Σκουτενέρ (Louis Scutenaire): επιγραφές. Ο
Αντόνιο Πόρτσια: φωνές, κι εγώ αερόλιθους.».
Διαπιστώσεις
Αλλά, ας ζορίσω λίγο το λόγο, επεκτείνοντάς τον στην ατραπό που, όχι
απρόσκοπτα, βλέπω να διανοίγεται μέσα από/στο βιβλίο του Βάκη Λοϊζίδη: Το
φραστικό εναλλακτικό ρητόρευμα «μ’ αρέσει» ή «δεν μ’ αρέσει», αποτελεί, αιώνες
τώρα, την πλειοψηφική κριτική απόφανση σε ατομικό επίπεδο. Και παραμένει
απρόσβλητο ως φυσικό δικαίωμα στην αρέσκεια ή την απαρέσκεια, εφόσον αυτή η
απόλυτα υποκειμενική (στην εγωιστική της προέλευση) θέση δεν αλλοιώνει το
χαρακτήρα της με την προσθήκη του απαρεμφάτου «είναι». Άλλο πράγμα η προσωπική
επιλογή του ναι ή του όχι και άλλο η προσπάθεια αντικειμενοποίησής τους
αναπόδεικτα. Οι προσωποπαγείς ισχυρισμοί δεν συγκροτούν αποδεικτικό υλικό.
Μία σειρά ερωτημάτων, ίσως
βοηθήσει στην κατανόηση αν όχι εμπέδωση του παραπάνω συλλογισμού: Γίνεται τέχνη
με κρατικοδίαιτους κομισάριους ή, ακόμα, με ιδιωτικούς φορείς που φλερτάρουν
ευθαρσώς την όποια κρατική/εξουσία επιχορήγηση στο πνεύμα της στήριξης του
πολιτισμού; Γίνεται ποτέ ανταγωνιστική τέχνη με επιτρόπους και καθοδηγητές της
καλλιτεχνικής και της λογοτεχνικής δημιουργίας; Γίνεται ποτέ ανταγωνιστική
τέχνη χωρίς τους παράφρονες της δημιουργίας; Γίνεται ποτέ ανταγωνιστική τέχνη
χωρίς αιρετικούς, χωρίς καλλιτεχνική και λογοτεχνική πρωτοπορία;
Δυστυχώς ο 21ος αιώνας,
ανίκανος να αναιρέσει τις πρακτικές του προηγούμενου, που έκλεινε στα
ψυχιατρεία ή περιθωριοποιούσε κοινωνικά και καλλιτεχνικά τα πλέον ελεύθερα
πνεύματα για να πραγματοποιήσει στον κατάλληλο, ακίνδυνο χρόνο κρατικοδίαιτες
επιδοτημένες εκθέσεις με τα έργα τους, συνεχίζει να αυτομακαρίζεται.
«Χομχάχ»
Με δεδομένη τη νεκροφάνεια της κριτικής που μιλά μόνον όταν υπάρχει
απτό κέρδος, το «Χομχάχ» των ιδιωτικών εκδόσεων «Αντηρίδα» του Βάκη Λοϊζίδη, έρχεται, με το ελάχιστο έως
αφαιρετικό του λόγου, να υπομνηματίσει ακαριαία τα προαναφερθέντα. Αλλά τι
είναι το «Χομχάχ»; Αναφέρει ο ποιητής στις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου
του: «Η λέξη ‘τέχνη’ ανατολικής καταγωγής ‘χομχάχ’ προϋποθέτει τη σοφή εκείνη
διάθεση του ανθρώπου ο οποίος με το δημιουργικό του έργο συμπληρώνει την
ομορφιά της ζωής του», Τζούλιο Καΐμη: «Ο εθνικός χαρακτήρας της τέχνης»,
δακτυλόγραφο, πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Αθήνα.
Αγέρωχη ειλικρίνεια
Οργή, ψύχραιμη ένταση και αδυσώπητο χιούμορ συντροφεύουν την πλεύση του
Λοϊζίδη σ’ ό,τι «το μάτι ακούει και το αυτί βλέπει» -έτσι για να θέσουμε
επιτέλους σε λειτουργία και εφαρμογή τη μαγική πρακτική που δεικνύει κοντά έναν
αιώνα τώρα το ποιητικό, πολιτικό και επαναστατικό κίνημα του Υπερρεαλισμού.
-Οργή («αερόλιθος», 6, σ. 14): «Οι μεσάζοντες ασελγούν στο σώμα σου. Τι
τις θέλεις τόσες υποσημειώσεις και εξηγήσεις του κερατά στον κρόταφό σου;
Αρνήσου τα δεκανίκια, πριν βρεθείς αλυσοδεμένη στο άρμα μιας θεωρίας που τάχα
σ’ εξυψώνει, ενώ καταβροχθίζει την ουσία σου.».
-Ψύχραιμη ένταση («αερόλιθος», 8, σ. 16): «Πότε σε πιάνω να κραυγάζεις
κι άλλοτε να ψευτοκλαψουρίζεις για θέματα πολιτικά και τα της κοινωνίας.
Ξέχασες πως αυτά τα θέματα έχουν ως προαπαιτούμενα το μέτρο και προπάντων τον
σεβασμό στους ταλαιπωρημένους.».
-Αδυσώπητο χιούμορ («αερόλιθος», 16, σ. 24): «Διεθνής καλλιτέχνης: κάτι
σαν πολυεθνική εταιρεία. Αλληλούια!».
Συνεχίζοντας παρακάτω, ο Λοϊζίδης,
το «μεταξένιο κόψιμο» των κάλπικων διακινητών-διακονητών-διακονιάρηδων της
σύγχρονης τέχνης στην Κύπρο: «Όταν ένας τοπιογράφος σε υπηρετεί με γνησιότητα,
γιατί τρέχεις πίσω από ξετσίπωτους εννοιολόγους;», («αερόλιθος», 24, σ. 32).
Και επιπλέον, με αγέρωχη ειλικρίνεια, ραπίζει μοδάτες πρακτικές επιμελητών κι επιλεγμένων
καλλιτεχνών, απ’ το κοπάδι των εν γένει, με ή χωρίς εισαγωγικά, δημιουργών της
ελεγχόμενα χειραγωγημένης στάνης: «Μπαίνουν στο μουσείο με τα αρχαία, με
πρόσχημα τον πόθο για συνέχεια• μα τα πονήματά τους ως επί το πλείστον
μαρτυρούν βιασύνη γι’ αυτό που λέμε αιωνιότητα», («αερόλιθος», 27, σ. 35).
«Τελικά, τι σημαίνει ναΐφ;»,
διερωτάται ο Βάκης Λοϊζίδης στον «αερόλιθο» 33, σ. 41. Σίγουρα, όχι αφελής, σας
βεβαιώνω αφήνοντας την άνω στιγμή και το κόμμα του ερωτηματικού αναπάντητα
απαντημένο. Ενώ, στον αμέσως επόμενο «αερόλιθο» 35, σ. 42, ο ποιητής
υπερθεματίζει ευφυώς: «Έχουμε πολλά να μάθουμε από αυτούς που αντιστέκονται ως
χειροτέχνες.».
Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου,
«Χομχάχ», του Βάκη Λοϊζίδη, την Παρασκευή 27 Μαΐου 2016, στη Λευκωσία, στο χώρο
«Συνεμά-Ξάνθης 3», στην οδό Ξάνθης 3, στο παλιό Καϊμακλί και δημοσιεύτηκε στην
ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής
εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 29 Μαΐου 2016, σελ. 4.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου