Η μάνα του
Θεόφιλου κι ο ίδιος
Θεόφιλος
Χατζημιχαήλ: «Έποψη μιας δαγεροτυπίας»
[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος
Α. Ει. Παπαθανασίου]
Ένας Μυτιληνιός γέροντας αγρότης
είχε πει κάποτε, σ’ ένα φίλο ζωγράφο του ποιητή Νίκου Καρούζου, για τον
‘αχμάκη’ αυτόν: «Μεταξωτός άνθρωπος, και τα εργόχειρά του νοικοκυρεύουν την
ψυχή»
Οι δύο κορυφαίοι Έλληνες Ποιητές μας, και
νομπελίστες, έχουν τοποθετήσει τον Θεόφιλο στο «Πάνθεον» εκείνο που του πρέπει,
και κάποια λόγια απ’ τα αξεπέραστα δοκίμιά τους για τον φουστανελά ζωγράφο θα
παραθέσω στη συνέχεια του κειμένου.
Κάποια
βιογραφικά στοιχεία, ίσως, είναι απαραίτητα για το σύγχρονο αναγνώστη. Ο
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (Κεφαλάς ή Κεφάλας, το Χατζημιχαήλ, που υιοθέτησε, είναι
το πατρώνυμο της μάνας του) γεννήθηκε στη Βαρειά της Λέσβου περίπου το 1870 και
πέθανε εκεί παραμονή της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το 1934,
πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και ο παππούς
του (από τη μεριά της μάνας του) αγιογράφος, όπου πολύ αγαπούσε και πήρε και τα
πρώτα μαθήματα ζωγραφικής. Έζησε, κατά τη νεαρή του ηλικία, στη Σμύρνη και
εργάστηκε στο Ελληνικό Προξενείο ως «καβάσης» (θυροφύλακας). Τα περισσότερα
χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο, ζωγραφίζοντας, διοργανώνοντας
θεατρικές παραστάσεις στις μεγάλες επετείους και γιορτές της πατρίδας μας και
φιλοτεχνώντας ως άλλος πρωτοπόρος μουραλίστας (muralista) οικίες, καφενεία, φούρνους και μπακάλικα. Μερικές από
τις τοιχογραφίες του σώζονται μέχρι σήμερα.
Τον
ανακάλυψε ο διάσημος τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης (Ε. Tériade),
όπου διέμενε μόνιμα στο Παρίσι, έχοντας προηγηθεί ο ζωγράφος Γιώργος
Γουναρόπουλος που τον πληροφόρησε σχετικά για την ύπαρξη του Θεόφιλου. Το
πασίγνωστο (μέσα από τις αφηγήσεις και τα κείμενά τους) ταξίδι των
Εμπειρίκου-Ελύτη, στη Μυτιλήνη το 1935, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, έχει
μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας μας ως μία από τις εμβριθέστερες
προσεγγίσεις του τόπου και των ανθρώπων μας.
Οι
ατάλαντοι σπουδαγμένοι τον χαρακτήρισαν λαϊκό, ναΐφ ζωγράφο κι άλλα τέτοια χαζά
τεχνοκριτικά καλουπώματα. Γνωστοί/γνωστές ζωγράφοι στο νησί, όπου έχω συζητήσει
μαζί τους για την περίπτωση του Θεόφιλου, τον κατατάσσουν αβίαστα εκεί που τους
έμαθε να περιχαρακώνουν, χωρίς ίχνος πνεύματος ή σκέψης, η επιφανειακή σπουδή
τους στην Τέχνη και στη Ζωή. Αφήνω δε, κατά μέρος, τα κατασκευασμένα ανάλογα -από
λαϊκούς ανθρώπους μεν κλασικούς «εμπόρους» Κύπριους δε- κακέκτυπα ζωγράφων…
«λαϊκής τέχνης»… της Νήσου! Πουλάει, βλέπετε, το φολκλόρ στις πρεσβείες μας ανά
την υφήλιο, όπως παλιά πουλούσανε τ’ αλάνια ή τα παιδιά της πιάτσας, σύμφωνα
και με τον Τσιφόρο (για το μεροκάματο, όμως, της ζήσης τους) τα τσολιαδάκια
στην Ακρόπολη των Αθηνών σε βάρβαρους κι αμόρφωτους τουρίστες.
Η
δαγεροτυπία με τη μάνα του
Στόφα παλαιάς γυναίκας/μάνας, αγέρωχης,
λεβέντισσας… μιας Ελληνίδας! Καλλιεργώ το βλέμμα μου, χρόνια τώρα, στη
φωτογραφία που επέλεξα να δημοσιευτεί κι ήταν/είναι η αιτία κι η αφορμή για τα
«Περιθωριακά» αυτής της Κυριακής του Θωμά. Μελετήστε την, μείνετε ώρες
καρφωμένοι πάνω της χωρίς να σκέφτεστε τίποτε. Κι ίσως, λέω ίσως, τότε ν’
ανοίξει ο σύγχρονος «καταρράκτης» του αδηφάγου -περίεργα αρρωστημένου και
καταποντισμένου στην «Κοινωνία του Θεάματος»- αμφιβληστροειδούς σας.
Δίπλα ο
υιός της, άνθρωπος παλαιός κι αυτός, φουστανελάς/επαναστάτης, ευσταλής, «άλλοτε
οπλαρχηγός και θυροφύλαξ εν Σμύρνη» καθώς μας ενθυμίζει ο Σεφέρης. Με το βλέμμα
του πάναγνο να στέκεται ορθός κι ακάθιστος μες στους αιώνες. Είναι η απόλυτη
προσωποποίηση αυτού που είπε/άφησε παρακαταθήκη, δεκαετίες μετά, ο ποιητής
Θωμάς Γκόρπας: «Η επανάσταση, η αλλαγή στην τέχνη όπως και στη ζωή έρχεται από
τους λοξούς!».
Θεόφιλος
& Σεφέρης
Το κείμενο του Γιώργου Σεφέρη, που περιλαμβάνεται
στον πρώτο τόμο των «Δοκιμών» του (1936-1947, δεύτερη έκδοση, Δεκέμβριος 1962),
με τίτλο «Θεόφιλος» ήταν η ομιλία του ποιητή στα εγκαίνια της πρώτης έκθεσης
έργων του Θεόφιλου στην Ελλάδα, στο Βρετανικό Ινστιτούτο Αθηνών, στις 2 Μαΐου
1947, και πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», τον ίδιο μήνα και
την ίδια χρονιά.
Δωρικός,
καίριος και στο στόχο ο λόγος του ποιητή της «Στροφής»: «Το πρώτο ζήτημα δεν
είναι ποιος είναι μεγάλος και ποιος είναι μικρός, αλλά ποιος κρατάει την τέχνη
ζωντανή. […] Ύστερα από τον Θεόφιλο δεν βλέπουμε πια με τον ίδιο τρόπο· αυτό είναι
το σπουδαίο και αυτό είναι το πράγμα που δεν μας έφεραν τόσοι περιώνυμοι
μαντατοφόροι μεγάλων ακαδημιών.
»Ο
Θεόφιλος μας έδωσε ένα καινούργιο μάτι· έπλυνε την όρασή μας όπως αυγάζει ο
ουρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χώμα, και το παραμικρό φυλλαράκι των
θάμνων, ύστερα από την κάθαρση ενός απόβροχου· κάτι από αυτόν τον παλμό της
δροσιάς. Μπορεί να μην είναι δεξιοτέχνης, μπορεί η αμάθειά του σε τέτοια
πράγματα να είναι μεγάλη. Όμως αυτό το τόσο σπάνιο, το ακατόρθωτο πριν απ’
αυτόν για το ελληνικό τοπίο: μια στιγμή χρώματος και αέρα, σταματημένη εκεί μ’
όλη την εσωτερική ζωντάνια της και την ακτινοβολία της κίνησής της· αυτό τον
ποιητικό ρυθμό -πώς να τον πω αλλιώς- που συνδέει τα ασύνδετα, συγκρατεί τα
σκορπισμένα και ανασταίνει τα φθαρτά· αυτή την ανθρώπινη ανάσα που έμεινε σ’
ένα ρωμαλέο δέντρο, σ’ ένα κρυμμένο άνθος ή στο χορό μιας φορεσιάς· αυτά τα
πράγματα που τ’ αποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας έλειψαν τόσο πολύ· αυτή τη
χάρη μας έδωσε ο Θεόφιλος· κι αυτό δεν είναι λαογραφία. […] Γιατί μόρφωση και
μάθηση είναι άσκηση της ζωής· και η άσκηση της ζωής έχει πολλά να κερδίσει από
ανθρώπους σαν τον Θεόφιλο που βρήκαν το δρόμο τους ψηλαφώντας, μόνοι, μέσα στα
σκοτεινά μονοπάτια μιας πολύ καλλιεργημένης, καθώς νομίζω, ομαδικής ψυχής όπως
είναι η ψυχή του λαού μας.».
Θεόφιλος
& Ελύτης
Το βιβλίο του ο Ελύτης, «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», το ολοκληρώνει το 1964 και το 1967
προσθέτει στις σελίδες του και το «Υστερόγραφο». Κυκλοφορεί για πρώτη φορά από
τις εκδόσεις Αστερίας (1973), επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Γνώση (1986),
περιλαμβάνεται στα «Ανοιχτά Χαρτιά», εκδόσεις Ίκαρος (1987) και τυπώνεται εκ
νέου από τις εκδόσεις Ύψιλον/Βιβλία (1996).
«Την
άνοιξη του 1935 ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι
της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό
ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν
μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος
Θεόφιλος. […] Λίγη καθαρή καρδιά ζητάει πάντοτε το Απίθανο για να φανερωθεί. Κι
είναι στις ψυχές των απλών ανθρώπων, των παιδιών ή των τρελών, των ‘αχμάκηδων’
όπως τους λένε στη Μυτιλήνη, που κάποτε στέργει ν’ αφήσει τ’ αποτυπώματά του.
Αυτοί μόνοι, προνομιούχοι, εγγράφουνε μέσα τους το όραμα. Οι άλλοι όλοι, φτωχοί
και πλούσιοι κάτοικοι του νησιού, περνούν τη ζωή τους χωρίς να πάρουν είδηση
από τίποτε, και σε τελευταία κατάληξη παντρεύονται, τρώνε τα ωραία γλυκά τους
και μετρούν τα ‘μόδια’ τους, σαν να μην είχε αφήσει ποτέ, στα ίδια αυτά χώματα
που πατούν, τ’ αχνάρια της η φτέρνα κάποιου θεού.».
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη
στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η
Σημερινή», την Κυριακή 8 Μαΐου 2016, σελ. 5.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου