Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Περιθωριακά 15


Ο ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά (1901-1931)


Γιωσέφ Ελιγιά: «Ένας Ρωμανιώτης ποιητής του ’20»

[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

Από τα Ιωάννινα στην Αθήνα, κι απ’ εκεί στο Κιλκίς και πάλι στην Αθήνα όπου και άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις τριάντα ετών, το 1931


Το 2009, στην Αθήνα, κυκλοφόρησε ένας εξαίρετος ογκώδης τόμος, με τα «Άπαντα» του Ελληνοεβραίου ποιητή. Η ζωή και το έργο του, ποιήματα και μεταφράσεις σε άψογη επιμέλεια του Λέων Α. Ναρ, τυπώθηκε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, κι η επίσημη κριτική -που μέχρι τότε κώφευε, μακάρια στη νεκροφάνειά της- έσπευσε να χαιρετίσει θερμά την έκδοση, και την εκ νέου ανακάλυψη του Ισραηλίτη-Γιαννιώτη (Ρωμανιώτη) ποιητή του Μεσοπολέμου.
   Όμως, η αρχή είχε γίνει στο μακρινό-κοντινό 1967, όπου και ο συμπατριώτης του Ηπειρώτης εκδότης Ε.Κ. Λάζος κυκλοφόρησε τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο, από τις εκδόσεις Δωδώνη. Η επιμέλεια έγινε από τον Γεώργιο Ζωγραφάκη, καθώς μόλις τρία χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο του ποιητή, το 1934, και μέχρι το 1965, είχε επιμεληθεί τέσσερις εκδόσεις που αφορούσαν στον Ελιγιά: 1) «Γιωσέφ Ελιγιά» (1901-1931), έκδοση Μπενέ Μπερίθ, Θεσσαλονίκη 1934· 2) «Γιωσέφ Ελιγιά-Ποιήματα», έκδοση Μπενέ Μπερίθ, Θεσσαλονίκη 1938· 3) «Joseph Eliya-Poems», αγγλική μετάφραση από τη Γιαννιώτισσα συγγραφέα Rae Dalven, σε συνεργασία με τον Γ. Ζωγραφάκη, Anatolia Press, Νέα Υόρκη 1944· 4) «Γιωσέφ Ελιγιά-Άσμα Ασμάτων», εισαγωγή & σχόλια Γ. Ζωγραφάκη, εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 1965.
   Το βιβλίο από τις εκδόσεις Δωδώνη ευτύχησε να κάνει τρεις εκδόσεις –αυτή που αναφέραμε, μία δεύτερη το 1981, και άλλη μία τρίτη το 1999. Θυμάμαι, την εποχή της τρίτης έκδοσης, όπου και τον ανακάλυψα, σχεδόν τίποτα δεν γράφτηκε γι’ αυτόν και το εκδοτικό γεγονός πέρασε στο ντούκου. Βλέπετε, οι ασκούντες την κριτική, συνήθως, οσμίζονται συμφέροντα κι, εμμέσως πλην σαφώς, απαιτούν ανταποδοτικές χάρες έτσι ώστε να κάτσουν να γράψουν το οτιδήποτε. Ας είναι.

Πρώτα χρόνια
Ο Ιωσήφ Ηλία Καπούλιας (Γιωσέφ Ελιγιά) γεννήθηκε το 1901, στα Γιάννενα από γονείς μικροαστούς. Μικρός ορφάνεψε από πατέρα και μεγάλωσε με τη φροντίδα της μάνας του, και γι’ αυτό της δείχνει, στα έργα του, μια τέτοια ξεχωριστή λατρεία.
   Παρακολούθησε μαθήματα στην Alliance Israélite των Ιωαννίνων. Ήταν πολύ φτωχός, όμως αγαπούσε τη μελέτη, και με χίλιες δυο στερήσεις καταφέρνει να αποφοιτήσει, επιτυχώς, το 1918. Την εποχή εκείνη, στα Γιάννενα, υπήρχε μια ζωηρή σιωνιστική (μην σας αποτρέπει ο όρος, δεν έχει καμία σχέση με το αρνητικό πρόσημο που έχει λάβει μέσα στις δεκαετίες έως σήμερα) κίνηση, και ο Ελιγιά βρισκόταν στην πρώτη γραμμή. Μιλούσε με πίστη και τα λόγια του δονούνταν απ’ έναν παράξενο παλμό.
   Τότε πρωτοφανερώνεται ως ποιητής, με το ποίημά του, «Οι τρεις Ραβίνοι». Το 1919 διορίζεται δάσκαλος στην Alliance. Μια απότομη στροφή παρατηρείται στις ιδέες του. Ασπάζεται την προσπάθεια για την αφομοίωση των Εβραίων. Μελετά τα νεοελληνικά γράμματα και τελειοποιείται στην ελληνική γλώσσα, που άλλωστε ήταν και η μητρική του.
  Το 1920 στρατεύεται. Ελάχιστα ποιήματα μας είναι γνωστά από την εποχή εκείνη. Αν και ψυχικά το στρατιωτικό τον καταπόνησε, η τοποθέτησή του στο γραφείο της Μεραρχίας του άφηνε χρόνο να μελετά και να γράφει. Όταν απολύθηκε, το 1921, επιστρέφει πάλι ως δάσκαλος στο Σχολείο της Ισραηλινής Κοινότητας. Αρχίζει, παράλληλα, να παραδίδει μαθήματα γαλλικών, ενώ ταυτόχρονα μελετά τη γαλλική και την ελληνική φιλολογία, και την εβραιολογία. Στα 1924, παρουσιάζεται, μέσα από κάποιες διαλέξεις που δίνει, βαθύς γνώστης της Ταλμουδικής και μεταταλμουδικής φιλοσοφίας και ποιήσεως και δεινός Εβραϊστής –εποχή που τον ανακαλύπτει ο διανοούμενος κόσμος.
   Αρχίζει να δημοσιεύει σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες της Ηπείρου, αλλά το περιβάλλον των Ιωαννίνων τον πνίγει. Οι αρχηγοί της ισραηλίτικης κοινότητας δεν του αναγνωρίζουν τα προσόντα του. Οι φίλοι του είναι διακεκριμένοι επιστήμονες, λογοτέχνες, αξιωματικοί. Η διάσταση με την ομήγυρη γίνεται όλο και πιο έντονη. Τέλος, λοιπόν, του 1922 αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Αθήνα, μαζί με τη μητέρα του. Πουλά το πατρικό σπίτι και κόβει κάθε δεσμό με τη γενέτειρα.

Στην Αθήνα
Από το 1925, μια νέα ζωή αρχίζει για τον Ελιγιά. Γνωρίζεται με Αθηναίους λογοτέχνες και δημοσιεύει έργα του στα περιοδικά της εποχής του αθηναϊκού κέντρου, πρωτότυπα και μεταφράσεις. Παραδίδει μαθήματα γαλλικών σε ιδιωτικά σχολεία, ενώ όσος χρόνος του μένει τον περνά στην Εθνική Βιβλιοθήκη, μελετώντας ακατάπαυστα. Ο Κ. Βάρναλης, ο Σ. Δάφνης και ο Μ. Μαλακάσης τον αποκαλούν «ποιητή». Μέχρι και το 1927 τελειοποιείται αδιάκοπα. Το καλοκαίρι, της ίδιας χρονιάς, μια επιθυμία για τα Γιάννενα τον κάνει να επιστρέψει για λίγο. Όλοι αναγνωρίζουν, τότε, την αξία του και η υποδοχή που του επιφυλάσσουν  σβήνει τις παλιές θλιβερές καταστάσεις κι αναμνήσεις. Στο σύντομο διάστημα της παραμονής του εκεί, δεν δρέπει δάφνες, αλλά μελετά τα ήθη και τα έθιμα της ιδιαίτερής του πατρίδας.
   Πίσω στην Αθήνα, το 1928, φτασμένος λογοτέχνης και ομόφωνα αναγνωρισμένος, συνεργάζεται στα καλύτερα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και στο περίφημο «Λεξικό του Πυρσού». Συνεχίζει να παραδίδει μαθήματα γαλλικών, κι αποφασίζει να πάρει δίπλωμα από τη Γαλλική Ακαδημία Αθηνών με σκοπό να διορισθεί κάπου ως καθηγητής. Το 1929 παίρνει το δίπλωμά του. Είναι η εποχή που πιστεύει πως πρέπει να εκδώσει τα ποιήματά του σε βιβλίο, άλλωστε τη χρονιά αυτή γράφει και τα γνωστά «Τραγούδια της Ρεβέκκας». Ένα χρόνο, με το δίπλωμα στο χέρι, εκλιπαρεί να διοριστεί κάπου. Το 1930 καταφέρνει να διορισθεί ως καθηγητής γαλλικών στο γυμνάσιο του Κιλκίς, με την ελπίδα να μετατεθεί σύντομα, τουλάχιστον, στη Θεσσαλονίκη.
   Ερχόταν συχνά στην Αθήνα και συναντούσε ομοφύλους του και άλλους φίλους του λογοτέχνες, και τους ζητούσε να μεσολαβήσουν για τη μετάθεσή του. Εις μάτην.

Το τέλος
Στις 15 Ιουλίου 1931 κατεβαίνει άρρωστος στην Αθήνα, με υψηλό πυρετό. Είχε κοιλιακό τύφο. Όλοι οι αθηναίοι λογοτέχνες του δείχνουν τη συμπάθειά τους και τον πηγαίνουν στον Ευαγγελισμό. Όμως, η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει.
   Το απόγευμα της Παρασκευής, 29 Ιουλίου 1931, πεθαίνει. Το πρωί του Σαββάτου, κατά τα εβραϊκά έθιμα, δεν μπορούσε να ταφεί. Τον μεταφέρουν στα υπόγεια του Ευαγγελισμού και, αργά-βαθιά, στη νύχτα του Σαββάτου γίνεται η κηδεία του… απλή κι αφανής όπως στάθηκε και ολόκληρη η ζωή του.
   Ολοκληρώνω την αναφορά μου, στον ευσεβώς αφανή Ελληνοεβραίο ποιητή του Μεσοπολέμου, μεταφέροντάς σας ένα του ποίημα, γραμμένο τον Μάρτιο του 1931, με την αφιέρωση: «Στη μακάρια σκιά του Ποιητή της ‘Πρέβεζας’».

«Κιλκίς»

Αχ πόσο οδυνηρό κι’ απαίσιο
Σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο
Η ζωή σου να λιμνάζη οκνή
Η Ανία το θρήνο ν’ αρχινάει.
Και, σβούρα, να στροφογυρνάει
Στον ίδιον άξονα η ψυχή…

Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη
Στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη
Να σβύνουν σα μουντός καπνός
Πουρνό-βραδύ, στην πονεμένη
Ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνη
Ο μολυβένιος· ουρανός.

Το ίδιο στρατί για το σχολείο
Και του Φωκίτη το βιβλίο
Να κουβαλάς πάντα μαζύ
Κι’ ολημερίς ν’ αναρωτιέσαι
Στον κρύο το βούρκο που κυλιέσαι:
Να ζη κανείς ή να μη ζη;


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 10 Ιουλίου 2016, σελ. 5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου