Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της
ποιητικής συλλογής του Κώστα Μόντη, «Με μέτρο και χωρίς μέτρο», τυπογραφεία «Ελευθερίας»,
Λευκωσία, 1934
Κώστας Μόντης: «Ο ποιητής που
έφυγε την Άνοιξη»
[Πολιτισμικοί
Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]
Η 1η Μαρτίου πρέπει ν’ αποτελεί, κάθε
χρόνο, ημέρα μνήμης και αναφοράς για τους Έλληνες Κύπριους της νήσου, μια κι
ένας από τους κορυφαίους ποιητές της αναχώρησε για το αέναο ταξίδι
Το να θυμόμαστε τους ποιητές σε επετείους όπως «100 χρόνια από τη
γέννησή του» ή «10 χρόνια από τον θάνατό του» κ.ο.κ., έχει βέβαια μία βαρύτητα
και σημασία που πρέπει να γίνεται και πανηγυρικά να διαφημίζεται, αλλά πολλές
φορές επισκιάζεται από τον κοινωνικό χαρακτήρα και τη διάσταση των «δεξιώσεων»
(εάν με εννοείτε) που προσλαμβάνουν, φευ, τέτοιες εκδηλώσεις.
Με τον Κώστα Μόντη, λοιπόν,
«μετεωρίζεται» η στήλη την πρώτη αυτή Κυριακή του Μάρτη, όχι ως «μνημόσυνο» στα
12 χρόνια από την αποδημία του, αλλά ως αφορμή και αιτία για μία μη συμβατική
προσέγγιση της πρώτης επίσημης εμφάνισης του ποιητή στα Ελληνικά Γράμματα, με
την αποκηρυγμένη ποιητική συλλογή του, από τον ίδιο, «Με μέτρο και χωρίς
μέτρο».
Ένα σπάνιο εύρημα
Το βιβλίο μού χαρίστηκε από τον συνταξιούχο φιλόλογο καθηγητή στη Μέση
Εκπαίδευση, μελετητή του Ανδρέα Κάλβου και ενίοτε ποιητή και διηγηματογράφο,
Λεύκιο Ζαφειρίου, ο οποίος είχε την καλοσύνη να μου το «ενεχυριάσει» (μια και
το ’χε εις διπλούν), την περίοδο που εργάστηκα για λίγο ως γραμματικός του
(πληκτρολογώντας κείμενα, αρχειοθετώντας επιστολές, τακτοποιώντας βιβλία), με
την ελάχιστη ωριαία πληρωμή… μιας καθαρίστριας απ’ την Ασία. Η δηκτικότητα των
παραπάνω λόγων είναι φανερή και δεν επιδέχεται σχολιασμό -δεν έχω άλλωστε καμία
πρόθεση να αποκρύψω κάτι. Εντούτοις τον ευχαριστώ δημόσια, τόσο για το πολύτιμο
αυτό δώρο όσο και για τη δυνατότητα που μου δίνεται να αναφερθώ στον Κώστα
Μόντη -έτσι χαιρετώντας τον στο επέκεινα που βρίσκεται- αναδιφώντας (όχι χωρίς
τον κίνδυνο της λάθος αναγνώσεως ή προσεγγίσεως) στη συλλογή του, «Με μέτρο και
χωρίς μέτρο». Το γεγονός, μάλιστα, πως τα αντίτυπα χαρίστηκαν στον κύριο Ζαφειρίου
από τον ίδιο τον Μόντη, αίρει εν μέρει το γεγονός της αποκηρύξεως, μια που ο
ποιητής δεν έδειξε πρόθεση να το αποσύρει ή να το καταστρέψει ως έντυπο υλικό
σώμα.
«Για την… ιστορία»
Το βιβλίο τυπώνεται στην Κύπρο το 1934, στα τυπογραφεία «Ελευθερίας»,
οδός Ελευθερίας, στη Λευκωσία. Προσέξτε τη χρονιά: μόλις 3 χρόνια έχουν περάσει
από την εξέγερση των «Οχτωβριανών του ’31», η αποικιακή κυβέρνηση των
κατακτητών έχει σκληρύνει τη στάση της έναντι του λαού, ο 20χρονος Μόντης
βρίσκεται στην Αθήνα όπου φοιτά στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών στη Νομική Σχολή, παρότι οι
Άγγλοι έχουν ψηφίσει νόμο που απαγορεύει να ασκήσουν το δικηγορικό επάγγελμα/λειτούργημα
στη νήσο όσοι σπουδάζουν το γνωστικό αυτό αντικείμενο στην Ελλάδα. Ο Μόντης
αρκείται να αναφέρει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, αυτά που ήδη ανέφερα:
«Τυπογραφεία ‘Ελευθερίας’, οδός Ελευθερίας, Λευκωσία». Κάτι, μου φαίνεται,
σημαίνει αυτό, κι η πρόθεση του ποιητή κεκαλυμμένα ξάστερη!
Ας ακούσουμε τον ποιητή, κι
αυτά που γράφει… για την ιστορία, στην αρχή του βιβλίου μετά την αφιέρωση,
«Χαρισμένο στες ιερές σκιές των γονιών μου»: «Το βιβλιαράκι ετούτο -τόσο
αλήθεια μικροσκοπικό- άθελά μου παραδίνεται στα χέρια σας. Όμως αφτός που το
βγάζει έτσι μπαμπέσικα δεν πιάνεται απ’ το νόμο…Δεν καταλαβαίνετε; Καλήτερα να
μην καταλάβετε ποτές. Να ξέρετε μονάχα πως την πρώτη μου εμφάνιση θα την
ποθούσα πολύ πιο σοβαρή, πολύ πιο άξια. Αλλά… οπωσδήποτε δε γυρέβω, δε
ζητιανέβω την επιείκειά σας, όχι!... Έχετε το λόγο…».
«Με μέτρο»
Δέκα τα ολιγόστιχα ποιήματα του πρώτου μέρους, «Με μέτρο», όπως λέει ο
ποιητής. Εδώ ο νεαρός Μόντης προσπαθεί να στιχουργήσει με ρυθμό, μέτρο και ομοιοκαταληξία.
Έκδηλος ο ερωτισμός που διαπνέει τα ποιήματα, συνεπικουρούμενος από το
ρομαντισμό της εποχής. Μην ξεχνάμε πως ο ποιητής βρίσκεται στην Αθήνα του ’34,
φοιτητής. Αν και κάποια από τα ποιήματα του πρώτου μέρους δημοσιεύτηκαν στην
εφημερίδα «Ελευθερία» της Λευκωσίας, είναι ολοφάνερο πως γράφτηκαν στην Αθήνα
και στις περιδιαβάσεις και τη ζωή τού ποιητή εκεί.
«Χωρίς Μέτρο»
Η ίδια ατμόσφαιρα επικρατεί και στο δεύτερο μέρος της συλλογής, με
επίσης 10 ποιήματα σε πρόζα και μικρά διηγήματα, που έτσι όπως τα διαβάζω
αγγίζουν την ποίηση, έστω και πρωτόλεια. Ίσως να πρόκειται για την εσωτερική
πάλη του νέου ποιητή που προσπαθεί να δοκιμαστεί και να πλάσει το ύφος του.
Εντούτοις, παρατηρώ βαθιές τομές στην εκφορά του λόγου και θαρραλέες
απόψεις/επόψεις του Μόντη. Για παράδειγμα στο διήγημα-ποίημα «Σ’ ένα ‘φωτεινόν
διάλειμμα εχεφροσύνης’», διαβάζουμε την ιστορία μιας προσφυγοπούλας στον
Πειραιά, που τη βιάζει ο θείος της, καταλήγει σε οίκο ενοχής, συναντά ξανά εκεί
τον συγγενή της ως πελάτη, τον σκοτώνει «μ’ ένα ρεβολβεράκι», όπως
χαρακτηριστικά γράφει ο Μόντης, δικάζεται και καταλήγει στο φρενοκομείο.
Προσωπικά πιστεύω πως στην αποκηρυγμένη συλλογή του Μόντη, «Με μέτρο και χωρίς
μέτρο», ενυπάρχει όλη εκείνη η ατμόσφαιρα των ποιητών του μεσοπολέμου, που
εμφανέστατα ο νεαρός ποιητής πρέπει να ήρθε σε επαφή με το έργο τους, όντας
φοιτητής στην Αθήνα. Το γεγονός δε ότι γράφεται από έναν Έλληνα Κύπριο
προερχόμενο από μία εξακολουθητικά ταραγμένη περίοδο του νησιού, ενδυναμώνει
την πεποίθησή μου πως απ’ εδώ είναι που κυοφορούνται όλα εκείνα τα στοιχεία που
θα τον καθιερώσουν στην πορεία του ως έναν από τους μείζονες ποιητές της
Ελληνικής Ποιήσεως.
«Ανατολίτικο»
Επιτρέψτε μου να παραθέσω το ποίημα με τον τίτλο της παραγράφου,
γραμμένο σε πρόζα, μια που εντυπωσιάζει η ερωτική, ελευθεριάζουσα έως αχαλίνωτα
άναρχη γλώσσα και στάση/θέση του πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή, σε μια εποχή
αυστηρών/αυταρχικών ηθικών φραγμών, και δη στην Κύπρο του 1934:
«Αχ, χανούμ, χανούμ… Γυναίκα
με το λάγνο κορμί το γεμάτο απ’ τις πιο ασυγκράτητες, τις πιο άγριες ορμές και
γυναίκα με τα μεγάλα μάτια τα μάβρα σαν το σκοτάδι του Δεκέβρη κ’ ερωτικά σαν
το φεγγάρι του Γενάρη… Γυναίκα με τα τσιγγάνικα βυζιά τα σφιχτά σα λεμόνια και
γυναίκα με την ανασηκωμένη μύτη και τα παχειά, σαρκερά χείλια τα ζυμωμένα με
τον πόθο…
Ας ήτανε να μ’ αποθυμούσε η
σάρκα σου η ζεστή σαν τον καλοκαιριάτικο άμμο της έρημος τη νύχτα ετούτη την
πλημμυρισμένη από μυστήριο κι’ ας ήτανε να μου κερνούσες την ηδονή κάτου από
δύο λαγγεμένες φοινικιές… Αποχαβνωμένοι ύστερα ας ήτανε να καπνίζαμε μαζί χασίς
με ξαπλωμένα χάμου, μπλεγμένα τα ολόγυμνα κορμιά μας κι’ ας ένας γλυκόφωνος
πατριώτης σου να μας τραγουδούσε από μακριά εν’ αμανέ παραπονεμένο που να λέη
για τους καϋμούς μιας ερωτοχτυπημένης καρδιάς…
Αχ, χανούμ, χανούμ, καλή μου
χανούμ… Κι’ αν τούρκο με θέλεις γίνουμαι κι’ αν αράπη κι’ αν ό,τι άλλο… Μα κάνε
με κ’ εσύ να ξεχάσω μεσ’ στη φουρτουνιασμένη σου αγκαλιά την αναιμικιά κορούλα
που αγάπησα χορέβοντας μαζί της ένα παγωμένο ταγκό μέσα σε μια ηλεχτροφώτιστη
σάλα… Παντοδύναμο εσένα το φιλί σου και χίλιοι Αλλάχ τα χάδια σου, γυναίκα με
το λάγνο κορμί, τα μεγάλα μάβρα μάτια, τα τσιγγάνικα βυζιά, την ανασηκωμένη
μύτη και τα παχειά χείλια… Χανούμ…».
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 6 Μαρτίου
2016, σελ. 4.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου