Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν 4


Οι ποιητές Γιάννης Ζελιαναίος (αριστερά) & Κώστας Ρεούσης (δεξιά) την περίοδο που συνομιλούσαν -ουσιαστικά-, πίνοντας στην μπάρα του «Plato’s bar & restaurant», στην οδό Πλάτωνος 8-10, στην παλιά Λευκωσία, τον Νοέμβριο του 2013, 22:18… ακριβώς & ακριβοί, φωτογραφία Γιώτα Παναγιώτου


Κώστας Ρεούσης
«Η ποίηση γράφεται/γίνεται με γράμματα»


Οι ποταποθήκες και οι μπάρες, τα σκαμπό και οι δαίμονες στα ποτήρια, η ποίηση γύρω απ’ όλα αυτά και μέσα σ’ αυτά, σκηνικά θολά αλλά καθάρια που καμιά φορά, αν όχι πάντοτε, καθορίζουν αντρίκιες σχέσεις. Πρωτοσυνάντησα τον Κώστα Ρεούση μέσα σ’ αυτά τα σκηνικά, άκουγα πολλά γι’ αυτόν κι ευτυχώς γνώρισα πολλούς ποιητές στη ζωή μου για ν’ αντιλαμβάνομαι τις ιδιαίτερες ιδιοσυγκρασίες. Τα πρώτα μας ανταμώματα επεισοδιακά, σχεδόν επιθετικά, σαν δυο αγρίμια που το καθένα προφυλάσσει τη μεριά του. Ανταμώματα όμως που καθόρισαν τη σχέση μας, μια σχέση δυνατής φιλίας που κάθε μέρα ανανεώνεται με τους πιο ειλικρινείς τρόπους. Όταν παρευρέθηκα στην παρουσίαση του βιβλίου του «Καρίνα», και τον άκουσα ν’ απαγγέλει τη συλλογή του απ’ την αρχή ως το τέλος σαν μαέστρος που οδηγεί κάθε γράμμα μοναδικά, ξεγυμνώθηκε μπροστά μου όλη του η ποίηση. Έχει ένα μοναδικό χάρισμα ν’ απαγγέλει ο Ρεούσης, ομοιώνεται με το ποίημα, γίνεται το ποίημα, οι λέξεις χωράνε στο σώμα και βγαίνουν απ’ εκεί στο χώρο. Θα μπορούσα να γράψω πολλά γι’ αυτόν, αράδες ολάκερες που δε θα ’χαν κανένα νόημα. Αντ’ αυτού του πρότεινα να κάνουμε μια συνέντευξη, η πρώτη που δίνει μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια που δρα στο χώρο της ποίησης. Μια συνέντευξη-κουβέντα που παρουσιάζει τον άνθρωπο, ποιητή και πάνω απ’ όλα φίλο Κώστα Ρεούση.

Γιάννης Ζελιαναίος


Κύριε Ρεούση καλησπέρα σας. «ΝΑΡΙΚΑΤέ, μία γυναίκα που δεν υπήρξε», τιτλοφορείται η τελευταία σας ποιητική συλλογή και νιώθω διαβάζοντάς την επανειλημμένα πως μάλλον κλείνει μια άτυπη τριλογία που ξεκίνησε από τον «Κρατήρα του Γέλιου μου», το 2009. Είναι κάπως έτσι τα πράγματα;


Καλησπέρα και σε εσάς κύριε Ζελιαναίε. Ίσως να κλείνει ή να ανοίγει ένας κύκλος ή μια άτυπη τριλογία, όπως το αναφέρετε. Δεν το θεωρώ, όμως, ακριβώς έτσι. Αν αναλογιστούμε και το «Καρίνα [ποιήματα 1993-1997]», έκδοση του 2012, που μεσολαβεί του «Ο Κρατήρας του Γέλιου μου» και του πρόσφατου «Ναρικατέ», θα μπορούσε να δει κανείς τις καλειδοσκοπικές εναλλαγές/εμμονές σε ό,τι δύναται να λεχθεί με τις λέξεις «γυναίκα», «πόλη», «ποίηση». Και δεν είναι διόλου τυχαία η σειρά των προαναφερθέντων λέξεων: απ’ τη «γυναίκα» εισέρχομαι ή εξέρχομαι στην και από την «πόλη» κι απ’ εκεί -επιτυχώς ή ατυχώς, δεν έχει σημασία- στην «ποίηση».  


Γυναίκα, πόλη, ποίηση μ’ ένα αστικό τοπίο όμως ανύπαρκτο στην πρωτεύουσα του νησιού, όπου διαμένετε τα τελευταία πολλά χρόνια. Κι επιτρέψτε μου να προσθέσω  πως το ίδιο συμβαίνει και με την ποίηση – ποιητές στη σύγχρονη Κύπρο. Τι έχει να πει η εμπειρία σας ως ποιητής μετά τον επαναπατρισμό σας;


Ανύπαρκτο αστικό τοπίο, δε θα το έλεγα, υπό διαμόρφωση… ίσως. Σίγουρα, πάντως, μιλάμε για έναν τόπο συγκλονιστικά και κυκλοθυμικά συγχυσμένο έως χρησιμοθηρικά κατακερματισμένο. Και το ίδιο συναντάται και στην ποίηση και σ’ αυτούς που τη γράφουν. Βέβαια, την τελευταία πενταετία, πράγματα και καταστάσεις τείνουν στο «ξεκαθάρισμά» τους. Κάποιοι χρυσώθηκαν, κάποιοι δαφνοστεφανωθήκανε, κάποιοι αποσυρθήκανε και κάποιοι -λιγότεροι και από ελάχιστοι- παραμένουν με το γράμμα στην άκρη της γραφίδας τους έτοιμοι να υποδεχθούν υπερπραγματικά τη «γυναίκα», την «πόλη» και την «ποίηση» μες στην άκρατη οικονομική καταστροφολογία της εποχής.


Ένας υπερπραγματιστής ποιητής, υπερπραγματικής θρασύτητας, στη Λευκωσία που ιδρύει την Υπερπραγματική Φράξια Λευκω©ίας της οποίας είναι και το μοναδικό μέλος. Μιλήστε μου γι’ αυτήν την εκδοτική παρέμβαση και τη δράση της.


Έτσι όπως το διατυπώνετε, ακούγεται πράγματι «υπερπραγματικό»… και είναι! Λοιπόν, η έντυπη δράση της Φράξιας ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2005 και ουσιαστικά κράτησε έως το 2009, χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο μου «Ο Κρατήρας του Γέλιου μου» από τις εκδόσεις Φαρφουλάς. Η αρχή έγινε με την κυκλοφορία, σε περιορισμένο αριθμό φωτοτυπιών, ενός πεζού ποιήματός μου με τον τίτλο «αντιμικρομανιφέστο» και συμπαραστάτη το «Midget Factory», τον ιδιαίτερο αυτό χώρο έκφρασης και έκθεσης του γλύπτη Φάνου Κυριάκου στην παλιά Λευκωσία, που δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει μια κι έχει κατεδαφιστεί. Μάλιστα, στη φωτοτυπία ανέφερα το «Midget Factory» ως «χορηγό επικοινωνίας», με εμφανή την ειρωνική διάθεση/στηλίτευση του τι συνηθίζεται να θεωρείται «χορηγός» και «επικοινωνία» και τη διαπλεκόμενη προέκταση που έχουν τέτοιες πάγιες πρακτικές από τα, ας πούμε, «επίσημα» Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τους ανάλογους «επίσημους» φορείς στήριξης τού ό,τι μπορεί να εκληφθεί ως «κυρίαρχος» πολιτισμός. Στη συνέχεια, συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 2005 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2006, κυκλοφόρησα τη Φυλλάδα Πολιτισμικής Αντικατασκοπίας «ΤΟ ΤςΟΓΛάΝΙ» (μηνιαίο όργανο της Φράξιας), με τυπογραφική επιμέλεια και σχέδια του γραφίστα Γιώργου Τσαγγάρη, και πάλι σε περιορισμένο αριθμό φωτοτυπιών με την ένδειξη ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ-ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ. Έκτοτε, και περίπου μέχρι το 2009 όπως σας είπα, κυκλοφόρησα μία σειρά χειροποίητων φωτοτυπημένων εκδόσεων-ποιημάτων, κυρίως σε έγχρωμα χαρτιά που τα κοσμούσαν διάφορα σχέδια, χαρακτικά, γκραβούρες. Οι αναφορές σ’ αυτά τα έντυπα είχαν να κάνουν, άμεσα ή έμμεσα, με το νταντά, τον υπερρεαλισμό, το κίνημα των Μπιτ, όπως επίσης και με το λετρισμό κυρίως στην τυπογραφική εμφάνιση της Φυλλάδας Πολιτισμικής Αντικατασκοπίας «ΤΟ ΤςΟΓΛάΝΙ». Φυσικά, δεν περιορίστηκα στα λογοτεχνικά αυτά κινήματα. Όλα τα προαναφερθέντα αποτέλεσαν χώρο προσωπικής έκφρασης, μέσω θραυσματικών αναφορών και σε άλλους δημιουργούς από το χώρο της ποίησης και των εικαστικών. Η διακίνηση αυτών των εντύπων γινόταν από εμένα τον ίδιο κυρίως στην παλιά Λευκωσία, και στους χώρους που σύχναζα εκείνη την περίοδο σχεδόν νυχθημερόν (καφενείο «Καλά Καθούμενα», «New Division bar» και «Platos bar»). Όπως αντιλαμβάνεστε… το αλκοόλ έρεε άφθονο, η γλώσσα λυνόταν και οι καταστάσεις πολλές φορές ξέφευγαν από το συνηθισμένο ή το κανονικό. Ευτυχώς! Τα φωτοτυπημένα αντίτυπα δίνονταν σε όποιον μπορείτε να φανταστείτε, ακόμα και σε άγνωστους σε εμένα ανθρώπους: από τον ανυποψίαστο που συναντούσα στο δρόμο μέχρι και το φίλο τυροπιτά της πλατείας Ελευθερίας, Ηλία, και τους… υπεύθυνους (sic) των παρακείμενων καμπαρέ! Αρκετοί φίλοι και γνωστοί στήριξαν αυτή την προσπάθεια/κίνηση, προερχόμενοι κυρίως από τον εικαστικό χώρο του νησιού όπου και συναναστρεφόμουν συχνά εκείνη την εποχή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το βιβλίο «Ο Κρατήρας του Γέλιου μου» είναι αφιερωμένο στο ζωγράφο Στέφανο Καράμπαμπα, ενός καλλιτέχνη που το έργο του ενέπνευσε πολλά από τα ποιήματα που υπάρχουν εκεί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πρέπει να επισημάνω, έδειξε ο φίλος φιλόλογος και νεοελληνιστής Γιώργος Μύαρης που με βοήθησε προωθώντας τα έντυπά μου και εκτός Κύπρου. Έντονα χρόνια, όπου ξεσπάθωσα τόσο ως βιολογική παρουσία όσο και ως εκφραστής μίας ασύνειδης υπερπραγματικής και απαράδεκτης συμπεριφοράς. Έτσι και το μοναδικό μέλος! Πώς αλλιώς άραγε θα μπορούσε να προχωρήσει και καταλήξει μία τέτοια φραξιονιστική/υπερπραγματική κίνηση/χειρονομία, μια και δε μαζευόμουνα. Τέλος πάντων, όπως και να έχει, κατάφερα να δημιουργήσω μία γέφυρα επικοινωνίας με μέλη της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Αθηνών (περιοδικό «Ο Κλήδονας»), με τις εκδόσεις Φαρφουλάς και το ομώνυμο περιοδικό, με το διαδικτυακό περιοδικό «Ποιείν» και με άλλους ποιητές και λογοτέχνες τόσο στην Ελλάδα και φυσικά την Κύπρο όσο και στην Ισπανία… κυριολεκτικά από το «τίποτα» και το «κανένα». Κάπως έτσι, και συγκρουσιακά, δεν ήρθαμε κι εμείς σε επαφή και συνεχίζουμε τη σχέση μας κύριε Ζελιαναίε;


Συγκρουσιακά και πάντα κατ’ ιδίαν, μακριά απ’ τις «κρυψώνες» των κοινωνικών δικτύων (γέλια). Να μιλήσουμε λίγο για γενιές ποιητών, μια κι είναι και της μόδας; Αν και νομίζω πως πρώτα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα: «ποιοι είναι οι ποιητές σήμερα;». Οι παλαιότερες γενιές και ειδικά της δεκαετίας του ’80 κινούν τα ποιητικά νήματα και οι νεότερες είναι εγκλωβισμένες σε μια ανίατη εσωστρέφεια. Αυτή είναι μία από τις απόψεις μου και σας δίνει πάσα στην ουσία για να ξεκινήσει μια ποιητική κουβέντα.


Θίγετε διάφορα ζητήματα ή απολεσθέντα… νοήματα. Κι αυτό το «απολεσθέντα…                                    νοήματα» υποψιάζομαι πως μπορεί, τρόπον τινά, να απαντάει στο ερώτημά σας: «ποιοι είναι οι ποιητές σήμερα;». Πλέον δεν περιμένω τον κριτικό του παρόντος ή του μέλλοντος να τους ανακαλύψει, φωτίσει κι υποδείξει. Το αξιοπερίεργο, σήμερα, είναι πως διαβάζουμε (όσοι ζούμε διαβάζοντας ποίηση ή όσοι διαβάζοντας ποίηση ζούμε) καλά, πολύ καλά ποιήματα που όμως, εμβαθύνοντας, μας κρατούν επιφυλακτικούς στο να αποκαλέσουμε ή καλύτερα χαρακτηρίσουμε κάποιον… ποιητή. Κι αυτό με ενοχλεί, μια που στις πλείστες των περιπτώσεων έχουμε να κάνουμε με άψογα κατασκευασμένα ποιήματα που λανσάρουν το δημιουργό τους διαμέσου ενός βαρυφορτωμένου βιογραφικού, οδηγώντας σε μία προδιαγεγραμμένη καριέρα/πορεία στον τομέα των φιλολογικών δημοσίων σχέσεων και του λογοτεχνικού τουρισμού παρά σε μία ελεύθερη πτώση στους ανορθόγραφους κι ασύντακτους γκρεμούς της ποίησης. Παρατηρώ, δηλαδή, μία αβίωτη και κατ’ επέκταση ασφαλή απόσταση από αυτό που κατατίθεται και εκτίθεται ως ποίημα σε σχέση μ’ αυτόν που το γράφει. Η ποίηση δε γράφεται/γίνεται με λέξεις, δε γράφεται/γίνεται με ιδέες, δε γράφεται/γίνεται με περισπούδαστα βιογραφικά και δε γράφεται/γίνεται για να κάνουμε φίλους, να συνάψουμε ερωτικές σχέσεις ή για να γίνουμε αρεστοί. Η ποίηση γράφεται/γίνεται με γράμματα που χοροπηδούν δολοφονικά στην ατέρμονη φιέστα της αφηρημένης ανθρωπότητας. Τώρα, όσον αφορά στις ποιητικές γενιές πιστεύω πως ως όρος αποτελεί, κυρίως, εργαλείο των μελετητών της λογοτεχνίας. Αν δεν κάνω λάθος, ο όρος «ποιητική γενιά» χρησιμοποιείται πρώτη φορά για τους λογοτέχνες (ποιητές και πεζογράφους) που συγκρότησαν τη γενιά του ’30 -αντικαθιστώντας αυτόν της «σχολής»- και φτάνει ως και τη γενιά του ’80 όπου, ό,τι και να έχουν πει και γράψει ορισμένοι, απεγκλώβισε την ελληνική ποίηση από διάφορες μορφές δυσκαμψίας του παρελθόντος και αποδέχτηκε όλους τους τρόπους ποιητικής γραφής. Απ’ εκεί, χρονολογικά μιλώντας, και μέχρι τις ημέρες μας έχουμε ποιητές που πρωτοεμφανίστηκαν το ’90, την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα και τη δεύτερη που διανύουμε. Αυτή η πρώτη εμφάνιση πιθανώς να τους κατατάσσει σε μια δεκαετία με κοινά ή όχι χαρακτηριστικά, αλλά δε νομίζω πως στοιχειοθετεί μια κάποια «ποιητική γενιά». Αναφορικά με τις παλαιότερες γενιές και ειδικά της δεκαετίας του ’80, που θεωρείτε πως κινούν τα ποιητικά νήματα, δε θα διαφωνήσω αν και δε μ’ απασχολεί και τόσο: ας κινούν όσα νήματα θέλουν κι όσες μαριονέτες απολήγουν απ’ αυτά! Για τις νεότερες -που μάλλον σε μία απ’ αυτές ανήκω κι εγώ όπως κι εσείς, ή αν δεν…  συνομιλούμε (εάν τελικά συνομιλούμε) έστω από απόσταση- δε νομίζω πως είναι εγκλωβισμένες σε μια ανίατη εσωστρέφεια, όπως το θέτετε. Αντίθετα, διακρίνω έναν ασφαλή εγκλωβισμό σε μία μεταστατική εξωστρέφεια με κανόνες και πρακτικές δημοσίων σχέσεων, επαγγελματικών επαφών/συμπεριφορών και αλίμονο μεθόδων σχολών δημιουργικής γραφής! Όμως, το ευτυχές κι αναπόφευκτο είναι πως μέσα σ’ αυτές τις γενιές, όπως και στις προηγούμενες, υπάρχουν και οι απροσάρμοστοι, οι αρνητές, οι λοξοί, οι ασυμμόρφωτοι, οι παραβατικοί, οι οριακοί στις επιταγές της εποχής. Κι ας το παραδεχτούμε, επιτέλους, πως τέτοιοι ποιητές δε συγχρωτίζονται με κανένα, όπως λέγαμε παλιά, λογοτεχνικό περιθώριο παρά μόνο συνεχίζουν να ζουν προσδοκώντας το επόμενο, ξεριζωμένο απ’ τα σπλάχνα τους, ποίημα.


Ποιητές αυτοεξόριστοι θα έλεγα που σιχάθηκαν lifestyle συμπεριφορές, αηδίασαν σε ποιητικές βραδιές που οι δημόσιες σχέσεις δίνουν και παίρνουν και άλλα πολλά τέτοια που καμία σχέση δεν έχουν με την ποίηση. Κι ας μην κρυβόμαστε, κύριε Ρεούση, όλη αυτή η πληθώρα «ποιητών», ξεμύτισε αμέσως μετά την εμφάνιση των ιστολογίων και λοιπών κοινωνικών δικτύων όπου ο καθείς μπορούσε και μπορεί να συνάψει άμεση σχέση και δικτύωση με οποιονδήποτε. Γεγονός φυσικά και θετικό διότι ξεσκονίστηκαν βιβλιοθήκες, αναρτήθηκαν «άγνωστοι» και σοβαροί ποιητές, ξεμπροστιάστηκαν κάποιοι άλλοι. Το ζητούμενο πάντως είναι η ίδια η ποίηση κι όχι το πάρτι που έχει στηθεί γύρω από αυτή. Το περιθώριο για εμένα είναι αυτοί οι αυτοεξόριστοι που ανέφερα στην αρχή και κάποιοι από αυτούς θα μείνουν στο περιθώριο από δική τους επιλογή. Αν και δε συμφωνώ μ’ αυτή την επιλογή την καταλαβαίνω. Πείτε μου όμως μέσα σε όλη αυτή την πληθώρα «ποιητών» πόσα ποιήματα κατασκευές διαβάζουμε και πόσα «ξεριζωμένα απ’ τα σπλάχνα» όπως το διατυπώσατε; Με ποδοσφαιρικούς όρους το σημείο 1 «πληρώνει» με γκολ απ’ τα αποδυτήρια κατά την άποψή μου (γέλια).


Αν επιδιδόμουν στο «Στοίχημα», να είστε σίγουρος πως ποτέ δε θα πόνταρα στον εαυτό μου (γέλια). Πάντως αυτό το «πληρώνει», πέραν του αστεϊσμού, ενέχει ή ακριβέστερα στοχοθετεί όλα όσα αναφέρετε. Αντί η αγωνία και ο τρόμος μας να επικεντρώνονται στη «μάχη» με το επόμενο ποίημα, ψιμυθιώνονται επικοινωνιολογικές πρακτικές και πολιτικές ορθότητες. Και σ’ αυτό το σημείο επιτρέψτε μου να παραθέσω κάποιους συγκεκριμένους στίχους από το ποίημα «Το ουράνιο ρεμάλι της αρχαίας βροχής», που περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Ο Κρατήρας του Γέλιου μου» (Φαρφουλάς, 2009): […] αχόρταγοι ουραγκοτάγκοι ξεδιψούν τη λαχτάρα τους με αίμα σε φιλανθρωποφαγικά εγκαίνια διαδρόμων τέχνης αχαρακτήριστοι ποιητές στρουθοκαμηλίζουν σε αίθρια μελετητών παζαρεύοντας το ζύγι της εγχείρησης με χασάπηδες νεοελληνιστές […]. Αναφορικά με την πληθώρα «ποιητών» (με ή χωρίς εισαγωγικά) που μου λέτε, τι να σας πω… όλα και για όλους θα διαλευκανθούν στο πόρισμα της νεκροψίας. Σε ό,τι με εμπλέκει δεν είμαι αισιόδοξος, ωστόσο εμμένω στη συγκίνηση και τον κλονισμό που γεννούν ποιήματα ξεριζωμένα απ’ τα σπλάχνα, όπως είναι αυτά του Γιώργου Καλοζώη, ενός ποιητή που εκτιμώ περισσότερο και από ιδιαίτερα. 


Να επιστρέψω, κύριε Ρεούση, στην ποίησή σας. Σωματική, υπερρεαλιστική ποίηση με απουσία στίξεως. Έρωτας και γυναίκα παρόντες, «καλειδοσκοπικές εναλλαγές/εμμονές» όπως περιγράψατε στην αρχή της κουβέντας μας… αλλά και ο θάνατος. Βαδίζει ο θάνατος υπεροπτικά κι ο ποιητής ακολουθεί μοναδικά, για να ’ναι τελικά μπροστά στη νεκροψία;
 
Ο θάνατος, κύριε Ζελιαναίε, είναι κάπου… εκεί. Ατάραχος, ακίνητος, αληθινός. Και δε μιλώ μόνο για το βιολογικό θάνατο, που όλοι μας κάποια στιγμή θα ανταμώσουμε κοινωνώντας το μυστήριο και το άγνωστο, όντας «υποψήφιοι νεκροί» όπως εκπληκτικά έχει γράψει ο Κωστής Παπαγιώργης. Βιώνω τον θάνατο, αλίμονο, καθημερινά. Όταν καταφέρνω να πέσω για ύπνο, όταν ολοκληρώνω ένα ποίημα, όταν κάνω έρωτα, όταν αγαπώ, όταν μισώ, όταν μένω άνεργος, όταν χάνω ή βρίσκω φίλους, όταν σκέφτομαι να αυτοκτονήσω και δεν το επιχειρώ. Βέβαια, «Είναι αγένεια να κάνεις του Χάρου χειροφιλήματα», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Σηματολόγιον» (εκδ. Ύψιλον/Βιβλία, 2001). Παρόλα αυτά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω πως ζω οριακά και κινδυνεύω θάνατο. Άλλωστε όπως έχω γράψει στην ποιητική ενότητα «Short Cuts ή ελάχιστη υπερπραγματική ιστορία σε 8 & 1 καλειδοσκοπικά στιγμιότυπα» και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Αθηνών «Κλήδονας» (τχ. 3, Φεβρουάριος 2009): «Ο ΝΕΚΡΟΣ/έψαξε για κάτι μεταλλικό ο θόρυβος/ΕΙΠΕ/πρέπει να υπερασπιστεί τη γραφή». Έτσι, υπερπραγματικά και καιρό τώρα, πιστεύω πως βρίσκομαι μπροστά στη… νεκροψία μου!                   


Ποιήματα για την κρίση σκοπεύετε να γράψετε κύριε Ρεούση; Το λέω επειδή είναι και της μοδός (γέλια). Κι ένα δεύτερο σκέλος, πιστεύετε πως ο ποιητής-ιδιότητα και ο φύσει ποιητής, ετεροκαθορίζονται ομοίως (όντας και οι δύο φύσει άνθρωποι) με τα τεκταινόμενα που πάλλονται μέσα και γύρω τους;


Ξύνετε πληγές, κύριε Ζελιαναίε, μια και μία νεκροζώντανη κρίση… ΕΙΜΑΙ! Άνεργος, χρωστώ ενοίκια, χρωστώ στην τράπεζα, χρωστώ σε φίλους, φυτοζωώ με δανεικά, η υγεία μου δεν είναι και στα καλύτερά της, δυσκολεύομαι να βρω έστω μια κωλοδουλειά κι εσείς με ρωτάτε εάν σκοπεύω να γράψω ποιήματα για την κρίση! Εντάξει, αντιλαμβάνομαι πού το πάτε με το χαριτωμένα ειρωνικό «της μοδός». Έχουν στηθεί διάφορα, ανάμεσα σ’ αυτά και ποιητικές εκδηλώσεις, ελέω οικονομικής κρίσης. Σε μία απ’ αυτές που έγινε στη Λευκωσία τον Φεβρουάριο του 2013 συμμετείχα κι εγώ, απαγγέλλοντας ένα ποίημά μου με τίτλο «Μπορντέλο πολυτελείας ράθυμων συμποσιαστών». Μόνο και μόνο από τον τίτλο είναι ηλίου φαεινότερο πού και πώς τοποθετήθηκα στηρίζοντας την παρουσία μου και, φυσικά, το ποίημα δε γράφτηκε για την κρίση. Αλήθεια, πόσο σκληρά επίκαιρος εμφανίζεται για άλλη μια φορά ο André Breton με το περίφημο: «Η πιο απλή σουρεαλιστική ενέργεια συνίσταται στο να βγεις στο δρόμο με το ρεβόλβερ στο χέρι και να πυροβολήσεις στην τύχη, όσο μπορείς, το πλήθος. Όποιος δεν ένιωσε το λιγότερο μια φορά την ανάγκη να τελειώσει μ’ αυτό τον τρόπο με το μικρό σύστημα εξευτελισμού και κρετινοποίησης που επικρατεί έχει εξασφαλίσει τη θέση του σ’ αυτό το πλήθος, με την κοιλιά στο ύψος της κάννης» (από το Δεύτερο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, 1930, μτφρ. Ελένης Μοσχονά, εκδ. Δωδώνη, 1983, σελ.66). Ίσως η πολεμική που εξαπέλυε πριν πολλά χρόνια ο ιδρυτής του πλέον επιδραστικού καλλιτεχνικού (ποιητικού-λογοτεχνικού/εικαστικού) και πολιτικού κινήματος όλων των εποχών, του Υπερρεαλισμού, να μην αγγίζει ή να διαστρεβλώνεται. Όμως, πείτε μου, η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΟΓΝΩΣΗ που επικρατεί παντού γύρω μας δεν καθρεφτίζεται με κάποιον τρόπο και στα προλεχθέντα απ’ τον Breton; Πάντως, και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ναι έγραψα ένα κείμενο που αφορά στην οικονομική και όχι μόνο κρίση που περιέπεσε και το «ευρωπαϊκό» νησί μας (δημοσιεύτηκε, αρχικά, στη διαδικτυακή επιθεώρηση ποιητικής τέχνης «Ποιείν» τον Μάιο του 2013) και φιλοξενείται στις σελίδες του παρόντος τεύχους του περιοδικού σας, εγκαινιάζοντας μαζί με άλλα σύντομα κείμενα τη στήλη «Ο ποιητής ως πράκτορας της εποχής και του βίου του». Αναφορικά τώρα με το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, είναι κάτι που με απασχολεί και θα με απασχολεί πάντα. Πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι γεννιόμαστε ποιητές, ως απόρροια του θαύματος της σύλληψης, της κυοφορίας, της ζωής. Το ποιητικό στοιχείο ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση, ίσως και από την εμβρυακή της κατάσταση. Έτσι, ο «ποιητής-ιδιότητα», που λέτε, προκύπτει στην πορεία ως συνέχεια του «φύσει ποιητή». Αλίμονο, όμως, στον «ποιητή-ιδιότητα» που απολέσει τον «φύσει ποιητή».       

                          
Η υπερρεαλιστική σας μούσα ποια είναι;


Αυτή που αναφέρω στο ποίημα «Έτσι αυτοχειριάζεται ο πιστός στη Μούσα», από το βιβλίο «Ο Κρατήρας του Γέλιου μου» (Φαρφουλάς, 2009). Το παραθέτω: «το κομοδίνο άνοιξε το λιγοστό συρτάρι ένα κορίτσι λαμπατέρ αμόλησε χαρταετό πανέρι ελικόπτερο φρούτων εργόχειρο εικάζοντας καλούμπα ταχυπαλμία γραφολογική αποκωδικοποιημένων γρίφων σύνταξη γραμμάτων αριθμό γυναίκα ακραιφνή κρανιακή μετέχοντας σταύρωση χαρακιρικά θνήσκοντος ποιητή στη μέτρηση διαβήτη μοιρογνωμόνιων ρυθμό ακροτελεύτιο φιλί έκρηξη πάθους». 


Είναι ο ποιητής ο μόνος κριτής του ποιήματός του; Αλήθεια πότε καταλαβαίνετε αν ένα σας ποίημα είναι καλό;


Το βέβαιο με τα ποιήματα είναι πως είναι βραδυφλεγή με μοναδικό και αδυσώπητο κριτή το Χρόνο. Καλά, μέτρια, κακά ποιήματα όλα έχουν τη θέση τους σε μία συνειδητή ή ακόμα κι ασυνείδητη πλεύση στο αβυσσαλέα χαοτικό διάστημα της ποίησης. Το ποίημα ΕΙΝΑΙ όταν κονιορτοποιεί τον ποιητή, κι ο ποιητής ΥΠΑΡΧΕΙ όταν ευθαρσώς κι ειλικρινώς δε διστάζει να διαμελίσει το ποίημα.


Πέρα απ’ όλα αυτά που είπαμε κύριε Ρεούση, προσωπικά πιστεύω πως υπάρχει κι ένα άγριο, μαύρο χιούμορ στα ποιήματά σας. Θυμήθηκα και διάβασα μετά από καιρό ένα εξαιρετικό κείμενο του Νάνου Βαλαωρίτη που είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό «Διαβάζω» το 1985 για το χιούμορ στον ελληνικό υπερρεαλισμό. Οι υπερρεαλιστές ήταν ανέκαθεν βυθισμένοι κι έσκαβαν σ’ αυτό το πεδίο.


Πράγματι, ίσως γιατί το «άγριο, μαύρο χιούμορ» που λέτε μπορεί απελευθερωτικά έως λυτρωτικά να με αφανίσει! Υπονομεύω ασύνειδα τον εαυτό μου, εξευτελίζοντάς τον. Μου υπενθυμίζει το γελοίο ανθρώπινο δίποδο είδος που είμαι, όχι απαραίτητα αρεστό στα υπόλοιπα είδη του ζωικού βασιλείου. Ο κλαυσίγελος, η χαρμολύπη, το κωμικοτραγικό είναι αναπόσπαστα στοιχεία της ανθρώπινης συνθήκης.


Τελειώνοντας αυτή την όμορφη κουβέντα που είχαμε θα ’θελα να μου πείτε τι να περιμένουμε μετά το «Ναρικατέ»; Υπάρχει κάποια επόμενη συλλογή που ετοιμάζετε;


Έχω ολοκληρώσει, ήδη, την επόμενη ποιητική συλλογή που περιλαμβάνει ολιγόστιχα ποιήματα της μιας στροφής, με τον τίτλο «Ένα τσεκούρι κάθεται». Επίσης, έχω συγκεντρώσει κάποιες μικρές ποιητικές ενότητες και κάποια μεμονωμένα ποιήματα, που έχουν δημοσιευθεί στα έντυπα περιοδικά «Φαρφουλάς» και «Κλήδονας» και τα διαδικτυακά «Ποιείν» και «Θράκα», σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Αδέσποτα». Κάποια στιγμή θα κυκλοφορήσει εκ νέου και «Ο Κρατήρας του Γέλιου μου», με κάποιες διορθώσεις αβλεψιών της πρώτης έκδοσης και με νέα ποιήματα παρόμοιου ύφους. Ευελπιστώ πως σταδιακά μέχρι το 2020, εφόσον ζω, να καταφέρω να τα τυπώσω μαζί με το φίλο εκδότη Διαμαντή Καράβολα των εκδόσεων «Φαρφουλάς».


Κύριε Ρεούση θέλω να σας ευχαριστήσω για την ωραία κουβέντα-συνέντευξη που είχαμε, κι ο πληθυντικός που χρησιμοποιήσαμε είχε την πλάκα του όπως και να το κάνουμε. Σ’ ευχαριστώ πολύ Κώστα, θα τα πούμε ως συνήθως εκεί έξω!


Σας ευχαριστώ κι εγώ, κύριε Ζελιαναίε, που μου δώσατε την ευκαιρία να… Ναι, καλά τώρα (γέλια). Γιάννη, να είσαι πάντα καλά και δυνατός κι εύχομαι το καλύτερο για το «Straw Dogs». Κι όπως το λες, και συμπληρώνω: Θα τα πούμε τα μέσα μας εκεί έξω ως συνήθως… κι όσο έχει νερό το μάτι μας, φίλε!     


Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό, «Straw Dogs», τχ. 4, Λευκωσία, Φεβρουάριος 2014, σσ. 10-16, με αφορμή το αφιέρωμα στον Κώστα Ρεούση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου