Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 10


Το εξώφυλλο του θρυλικού βιβλίου, «Voces-Φωνές»


Antonio Porchia
«Προτού περπατήσω το δρόμο μου, ήμουν ο δρόμος μου»

[Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]



   Η περίπτωση του Αντόνιο Πόρτσια (1885-1968) δεν έχει ανάλογό της στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Υπήρξε ο συγγραφέας ενός και μόνο βιβλίου, με τον τίτλο «Voces-Φωνές», που τύπωσε το 1943 όταν ήταν 57 χρονών σε χίλια αντίτυπα, με την πρώτη αυτή έκδοση να περνά σχεδόν απαρατήρητη. Από μια πανουργία της ιστορίας, λες και η εποχή τον είχε ανάγκη, και μέσα από συναρπαστικές συμπτώσεις, το έργο του έγινε πασίγνωστο και πέρασε ισότιμα στην καταγεγραμμένη έκφραση του αποσπάσματος ή αφορισμού ή επιγράμματος, δίπλα στα έργα όλων των συγγραφέων που καλλιέργησαν το είδος.
   Μεταφρασμένες, πλέον, οι «Φωνές», στις κυριότερες γλώσσες, ευτύχησαν να μεταφραστούν και στα ελληνικά: αρχικά, μία επιλογή τους (427 φωνές), από τον Επαμεινώνδα Γονατά, στις εκδόσεις Στιγμή το 1992 και το σύνολό τους (1082 φωνές), από τον Βασίλη Λαλιώτη, στις εκδόσεις Ίνδικτος το 2004. Εκτός από τις προαναφερθείσες εκδόσεις, μπορεί κανείς να βρει τις «Φωνές» και στο διαδίκτυο, στη μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου και με δωρεάν πρόσβαση, πάλι στη μετάφραση του Βασίλη Λαλιώτη, από τις εκδόσεις Ενδυμίων αυτή τη φορά.

Κάποια βιογραφικά
   Ο Αντόνιο Πόρτσια γεννήθηκε σ’ ένα χωριό στην Καλαβρία της Ιταλίας, στις 13 Νοεμβρίου του 1885, όπου και έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Ο πατέρας του πεθαίνει γύρω στο 1900, κι ο Πόρτσια αναλαμβάνει ως μεγαλύτερος από τ’ αδέλφια του το ρόλο του, εγκαταλείποντας το σχολείο και ξεκινώντας να δουλεύει σκληρά. Λίγο καιρό αργότερα η μητέρα του αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Αργεντινή, με έξι από τα εφτά παιδιά της. Βρισκόμαστε στην αυγή του 20ού αιώνα, το 1902 στο Μπουένος Άιρες, κι ο Πόρτσια ξεκινάει εκ νέου να εργάζεται εξοντωτικά σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες (πονταδόρος στο λιμάνι, εργάτης τυπογραφείου, κεραμουργός, ξυλουργός κ.ά.). Τον ίδιο καιρό εμφανίζει και το κοινωνικό του ενδιαφέρον συμμετέχοντας σε μια συνδικαλιστική οργάνωση εργατών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός κατοπινού του φίλου συγγραφέα, του Χουλιάν Πολίτο, ο Πόρτσια ιδεολογικά, τουλάχιστον στα νιάτα του, υπήρξε αναρχικός. Αργότερα στράφηκε στο σοσιαλισμό, όπου και συνδέθηκε με ομάδες αυτής της τάσης στη συνοικία Λα Μπόκα, του Μπουένος Άιρες. Τελικά έφτασε να πιστεύει σ’ ένα είδος πανθεϊσμού, στην ενότητα των πάντων.
   Συνεχίζει να στηρίζει την οικογένειά του, φροντίζοντας για όλους, καταφέρνοντας μάλιστα να αγοράσει κι ένα σπίτι, το 1918. Πάνω-κάτω την περίοδο αυτή αγοράζει μ’ έναν από τους αδελφούς του ένα τυπογραφείο, όπου ο Πόρτσια αναλαμβάνει αγόγγυστα τις πιο ταπεινές δουλειές. Γύρω στο 1936, ο «μυστικός» συγγραφέας των «Φωνών», επιλέγει τη μοναξιά. Όταν τα αδέλφια του ορθοποδούν και δημιουργούν τις δικές τους οικογένειες, αφήνει το τυπογραφείο, αγοράζει ένα άλλο σπίτι για τον εαυτό του και το γεμίζει με γλάστρες με λουλούδια και καρποφόρα δέντρα. Είναι η εποχή που αρχίζει να καταγράφει τις «Φωνές», στην ισπανική γλώσσα, και να συχνάζει στη συνοικία Λα Μπόκα, όπου ζουν οι Ιταλοί μετανάστες.
   Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ζώντας με μία πενιχρή σύνταξη, πουλάει το σπίτι του και πιάνει άλλο μικρότερο, στη συνοικία Ολίβος του Μπουένος Άιρες, όπου και θα ζήσει έως τον θάνατό του το 1968. Δεχόταν στο σπίτι του αρκετούς φίλους, κάποιοι από αυτούς ζωγράφοι, άλλοι ποιητές. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και μίλησε κάποια στιγμή για μια γυναίκα ελαφρών ηθών, που είχε ερωτευτεί κι αποφάσισε να τη σώσει. Αναγκάστηκε να τη χωρίσει από τις απειλές που δέχτηκε εκείνη. Για τον εαυτό του δεν τον ένοιαζε, αλλά δεν θέλησε να την βάλει σε κίνδυνο. Ο Πόρτσια ήταν ένας αφοσιωμένος με την τέχνη κι είχε μεγάλη αγάπη για τη φύση, διατηρώντας τέλειο τον κήπο του. Ένας ντροπαλός και πολύ επιφυλακτικός άνθρωπος, σύμφωνα με διηγήσεις φίλων του, δεν θεώρησε τον εαυτό του «επαγγελματία» συγγραφέα κι ελάχιστα αναζήτησε να μπει στη λογοτεχνική κοινότητα.          

Οι «Φωνές»… η ζωή του!
  Όταν, το 1943, τυπώνει τις «Φωνές» ελάχιστοι είναι αυτοί που δίνουν σημασία στην έκδοση. Στοιβάζει τα αντίτυπα σε σπίτια φίλων καλλιτεχνών, κι όταν αυτοί δυσανασχετούν για το χώρο που καταλαμβάνουν, ο Πόρτσια τα χαρίζει στην «Εταιρεία Προστασίας των Λαϊκών Βιβλιοθηκών». Έτσι, ο άγνωστος Πόρτσια με την πρώτη του εκδοτική προσπάθεια, και χωρίς να το επιδιώξει, βρίσκεται σε όλες αυτές τις μικρές λαϊκές βιβλιοθήκες που καλύπτουν ολόκληρη την Αργεντινή. Κι από εδώ ξεκινάει κι ο μύθος τόσο των «Φωνών» όσο και του συγγραφέα τους. Οι αναγνώστες σε κάθε γωνιά της επαρχίας της Αργεντινής, ανακαλύπτουν το έργο του, στην αρχή με έκπληξη και μετά με σεβασμό. Πολλοί αντιγράφουν με το χέρι μέρος τους και τις κυκλοφορούν ελεύθερα, παντού, σχεδόν συνωμοτικά. Οι μυστικές απηχήσεις της πρώτης έκδοσης, κάνουν τον Πόρτσια να τυπώσει μια δεύτερη έκδοση το 1948, συμπληρωμένη και μ’ άλλες «Φωνές», που στο διάστημα αυτών των πέντε χρόνων είχαν συγκεντρωθεί από το συγγραφέα τους.
   Ο Βασίλης Λαλιώτης στα εισαγωγικά της μετάφρασης των «Φωνών» τοποθετεί επακριβώς την περίπτωση του Πόρτσια στο στερέωμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και όχι μόνο. Παραθέτουμε τη συγκεκριμένη παράγραφο: «Ο Αντόνιο Πόρτσια εκτός από γραφή υπήρξε και παρουσία. Και δεν είναι εδώ η αγάπη για τη γραφή που μας οδηγεί στο να θέλουμε να μάθουμε για αυτή την παρουσία. Είναι το γεγονός πως η γραφή του Πόρτσια είναι η καταγραφή της ίδιας του της παρουσίας. Ας μην ξεχνάμε πως η καταγωγή των ‘Φωνών’ είναι ο προφορικός λόγος και η θυμοσοφία του ίδιου του συγγραφέα, και πως είναι οι άλλοι που τον εξωθούν στο να καταγράψει και να συγκεντρώσει τις σκόρπιες ρήσεις του. Ακολουθώντας μια από τις πιθανές αναγνώσεις των ‘Φωνών’ θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνθέτουν την πνευματική βιογραφία του».

Η συμβολή του Roger Gaillois
   Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γάλλος ποιητής και κριτικός, Roger Gaillois, βρίσκεται στην Αργεντινή όπου και δουλεύει στη σύνταξη του φημισμένου περιοδικού «Sur-Νότος». Ανακαλύπτει το βιβλίο κι ενθουσιάζεται. Αναζητεί τον Πόρτσια, αλλά κανείς δεν τον γνωρίζει. Όταν καταφέρνει να τον συναντήσει δεν διστάζει να του πει: «Γι’ αυτές τις γραμμές εγώ θα άλλαζα όλα όσα έχω γράψει». Μια πρόσκληση για συνεργασία στο περιοδικό δεν τελεσφορεί, μια κι ο Gaillois επιστρέφει στη Γαλλία, κι ο Πόρτσια ζητά τα χειρόγραφά του πίσω, περισσότερο κι από ευγενικά, από τους υπεύθυνους του περιοδικού που ήθελαν να αλλάξουν κάποια συντακτικά και γραμματικά «ελαττώματα».
   Ο Gaillois, στο μεταξύ, μεταφράζει τις «Φωνές» και τις κυκλοφορεί το 1949 στη Γαλλία. Η ανάγνωση αυτής της μετάφρασης εγείρει το θαυμασμό του Χένρι Μίλερ, του Ρεϊμόν Κενό ακόμη και του ίδιου του Μπόρχες, οι οποίοι ανακάλυψαν το βάθος, την καθαρότητα και την ιδιοτυπία των αφορισμών του Πόρτσια και αναγνώρισαν την αδιαφιλονίκητη αξία τους. Ο Αντρέ Μπρετόν δηλώνει: « Η πιο όλκιμη σκέψη στην ισπανική έκφραση είναι, για μένα, αυτή του Αντόνιο Πόρτσια, του Αργεντινού». Έκτοτε, ο Πόρτσια, από ευγνωμοσύνη προς τον  Roger Gaillois, του αφιέρωσε όλες τις εκδόσεις του βιβλίου του.

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 24 Μαΐου 2015, σελ. 4.

Antonio Porchia (1885-1968)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου