Ο συγγραφέας της «Νίτσας»,
Γιώργος Τριλλίδης (Λευκωσία, 1976), φωτογραφία αγνώστου
Νίτσα: «Βάσει το σχέδιο,
συνεννοούμεθα, ναι;»
[Πολιτισμικοί
Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]
Η τραγική ιστορία μιας αγωνίστριας/αντάρτισσας-«κλειδί»,
της αδικαίωτης Επανάστασης του ’55-’59, μέσα από ένα γερό κείμενο και μια
καθόλα άψογη θεατρική παράσταση
Μην σας κάνει εντύπωση που αναφέρομαι στον απελευθερωτικό αγώνα της
Ε.Ο.Κ.Α. ως Επανάσταση. Διότι, περί Επαναστάσεως πρόκειται και δη αδικαίωτης. Ούτε
από τους κατάπτυστους Άγγλους ελευθερωθήκαμε (βλέπε το «κοτσάνι» των Βρετανικών
Βάσεων στην υποτιθέμενη κυρίαρχη ανεξάρτητη δημοκρατία μας), ούτε το «δίκαιο
του αγώνα» ευοδώθηκε με την επίτευξη της Ενώσεως με την Ελλάδα. Όπως συμβαίνει
σε τέτοιες περιπτώσεις -«δια καταλλήλων ενεργειών» (Μπολιβάρ-ένα ελληνικό
ποίημα, Νίκος Εγγονόπουλος)- όλοι όσοι σπιούνοι… θρονιαστήκανε… τα «πόστα» και
ξεκινήσανε έκτοτε, κι απ’ ακόμη και πιο πίσω, το πλιάτσικο του ξεπουλήματος,
του τελευταίου τούτου ελληνικού νησιού της αιμοσταγούς Μεσογείου Θαλάσσης!
Ο Γιώργος Τριλλίδης τόλμησε να
θίξει όλα τα παραπάνω. Τόλμησε, πολιτικώ τω τρόπω, να βυθιστεί στην ιδιάζουσα
περίπτωση της αγωνίστριας/αντάρτισσας, Νίτσας Χατζηγεωργίου, και να
ξετυλίξει/αποκαλύψει, θεατρικώ τω τρόπω, με τους συνεργάτες του, την ιστορία
της.
Η παράσταση
Παρακολούθησα το έργο, την Παρασκευή 8 Απριλίου του 2016, μαζί μ’ ένα
κοινό που: «Είν’ η ‘αξίωση’/το μόνο που κρατάει στη ζωή τέτοιους ανθρώπους/που
’χει η πάστα τους ξαναγινεί από το χρήμα.//Παρμένες όλες τους οι άλλες
ιδιότητες» (Θεόδωρος Ντόρρος, Κρεάτινα φαινόμενα σπουδαιότητας, «Στου γλυτωμού
το χάζι»).
Προηγουμένως είχα φροντίσει να
διαβάσω το κείμενο, που μου είχε χαριστεί από τον συγγραφέα, και όδευα προς το
θέατρο «Σπούτνικ» -εκεί στο δρόμο προς το κάποτε ελληνικό χωριό Τύμβου και τώρα
αεροδρόμιο των Τούρκων κι άλλων δικών μας αναίσθητων τουριστών/ταξιδευτών- κι
αναρωτιόμουν πώς θα καταφέρουν οι δυο κοπέλες ηθοποιοί να αποδώσουν τον
καλπάζοντα μονόλογο της «Νίτσας».
Η ευφυέστατη σύλληψη του σκηνοθέτη,
Πάρι Ερωτοκρίτου, να σπάσει το δράμα σε δυο περσόνες (η «Νίτσα» τότε, Νίκη
Δραγούμη, η «Νίτσα» τώρα, Παναγιώτα Παπαγεωργίου) απογείωσε το πνεύμα του
γραπτού λόγου.
Γράφει ο Τριλλίδης, στο
πρόγραμμα της παράστασης: «Αν φιλοδοξεί να προσφέρει κάτι το μονόπρακτο αυτό
-με εφαλτήριο και αφορμή τη ζωή της Νίτσας Χατζηγεωργίου- είναι η αποτύπωση του
εσωτερικού τοπίου ενός ανθρώπου τη στιγμή που αναλογίζεται τα του βίου του
-λίγο πριν το τέλος της ζωής του- και με πίκρα, αλλά και ελαφράδα, μετράει μόνο
ήττες. Δυσεξήγητες, συντριπτικές, ολωσδιόλου περιττές ενδεχομένως, αλλά
αβάσταχτες οδυνηρές ήττες.».
Η διάρκεια της παράστασης ήταν
70 λεπτά, περίπου. 70 καταιγιστικά λεπτά, όπου η «Νίτσα» δεν επίτρεψε σε
κανέναν θεατή να αμφισβητήσει το αδυσώπητο της τραγωδίας της. Το τι, συγγνώμη,
μπούρδες άκουσα μετά το τέλος του έργου… δεν παραλείπω να το κυκλοφορώ στην
πόλη και μάλιστα ονοματίζοντας εκείνους/εκείνες που νομίζουν ότι έχουν κι
άποψη… όπως όλοι έχουμε… καταλαβαίνετε!
Καθόλα άψογη θεατρική παράσταση.
Το σκηνικό του Γιώργου Ιωάννου λειτουργικότατο, τα κοστούμια της Ρέας Ολυμπίου
γαλήνευαν το μάτι στα χρώματά τους ισορροπώντας τη σκληρότητα του λόγου, ο
σχεδιασμός ήχου του Γιάννη Χριστοφίδη καταλυτικός συμπληρώνοντας με κρότο την
«αόρατη εικόνα»… του φόνου, της σύλληψης, του βασανισμού ακόμη κι αυτού που μας
αποκαλύπτεται, απ’ την αρχή του έργου, μέσω της αφήγησης της «Νίτσας»: « […]
Κάποιοι είπαν πως πέθανα από φυσικά
αίτια. Κάποιοι πως αυτοκτόνησα. Ο ιατροδικαστής, πάντως, επιμένει μέχρι σήμερα
πως με στραγγάλισαν.».
Η «Νίτσα»
Υπαρκτό πρόσωπο, γνήσια κι άδολη αγωνίστρια/αντάρτισσα του ’55-’59.
Όμορφη γυναίκα, εκπάγλου καλλονής, που λέμε, με βοστρύχους που έλαμπαν στη/στο
δόξα/άνθος της νιότης της. Μυημένη στον αγώνα, τη χαρακτήρισαν πόρνη, την
πρόδωσαν, την άφησαν έκθετη, ουσιαστικά την «πρόσφεραν» βορά στο μένος του
Άγγλου αποικιοκράτη/βασανιστή.
Σαγήνευε τους αξιωματικούς του
εχθρού… «βάσει το σχέδιο, συνεννοούμεθα, ναι;», παρασέρνοντάς τους για τους
σκοπούς της οργάνωσης. Κουβαλούσε εκρηκτικές ύλες με κίνδυνο της ζωής της, κι
ας κώφευαν ή περί άλλα τυρβάζοντας οι «πατριώτες» συναγωνιστές της. Φυλακίστηκε,
βασανίστηκε, βιάστηκε, σμπαραλιάστηκε, διαπομπεύτηκε, ξεχάστηκε,
περιθωριοποιήθηκε… χαλάστηκε απ’ αυτούς που ενοχλήθηκαν μετά το τέλος του…
«Αγώνος»!
Ο Γιώργος Τριλλίδης, μαζί με
όλους τους συντελεστές της παραστάσεως, κατάφερε να «χαστουκίσει» την
υποκριτική ραστώνη της, υπό μανδραγόρα, «τοκογλυφικής» κοινωνίας μας. Μας
έδωσε/έδωσαν ένα έργο-σταθμό στη σύγχρονη δραματουργία της Νήσου. Το
ιστορικό-πολιτικό-επαναστατικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ηρωίδα, «Faraway, so close» για να θυμηθούμε
και τον Wim Wenders, εντάσσεται αριστοτεχνικά στη σύγχρονη εποχή που διανύουμε. Η
ατομική-συλλογική μνήμη αφυπνίζεται, επανέρχεται, κονιορτοποιεί τη συστηματική
διαστρέβλωση ενός γεγονότος.
Η αγένεια πολιτών και
κυβερνώντων, η κακοήθης εμπλοκή μιας καταστάσεως, η θορυβώδης πρακτική του
φόβου και η κακεντρεχής συμπεριφορά μιας πάγιας υπερβολής απαντώνται στην
τραγωδία της «Νίτσας», εκμαιεύοντας την προδοτική, παρασιτική και παραδόπιστη
«κακία» που, φευ, βασιλεύει στον τόπο μας.
Ας την ακούσουμε: «Αλλά
μίλησα; Ε; Έσπασα; Ε; Είπα ποιοι σκοτώσανε τον Εγγλέζο; Ε; Είπα; Ερώτηση: Ήξερα
ή δεν ήξερα ποιοι σκοτώσανε τον Εγγλέζο; Ερώτηση: Είπα στους Εγγλέζους ποιοι
σκοτώσανε τον Εγγλέζο; Ερώτηση: Είπα σε κανέναν άλλο ποιοι σκοτώσανε τον
Εγγλέζο; Ε, είπα; Ε; Άνοιξα το στόμα μου; Γι’ αυτά ή για τίποτε άλλο; Ε; Γι’
αυτά ή για τίποτε άλλο; Οπόταν; Οπόταν; Οπόταν; […] Μια χαρά δεν βολεύτηκαν
μετά τον Αγώνα; Με τις θέσεις τους, τα σπίτια τους, τα σαλόνια τους. Τις δόξες
και τις τιμές τους. Τους παράδες τους και τις κυράδες τους, τα σόγια τους, τις
κλίκες τους. Τι τους έφταιξε η Νίτσα; Πού τους έφταιξε; Κατάλαβες, Κύριε;
Κατάλαβες; Κατάλαβες; Να δεις που στο τέλος θα ζητάμε και συγγνώμη που
ζήσαμε.».
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 24
Απριλίου 2016, σελ. 4.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου