[1843-1873]
Σκέψεις ενός ληστού ή η καταδίκη
της κοινωνίας
[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει.
Παπαθανασίου]
Πώς ένα κείμενο-φυλλάδιο του 1861 που αφορά στην
παράδοση της ληστοκρατίας στην Ελλάδα, η οποία και συνέβαλε στην απελευθέρωσή
της από τον τουρκικό ζυγό, έρχεται να υπενθυμίσει τον άναρχο κι αγέρωχο
χαρακτήρα των ανυπότακτων, σε κάθε μορφή εξουσίας, γνήσιων Ρωμιών
«Αναπνέων τον καθαρόν αέρα των ορέων και μη κύπτων τον αυχένα εις
ουδένα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων». Μ’ αυτήν την πρόταση ξεκινάει το
κείμενο-φυλλάδιο που εκτείνεται σε 11 κεφάλαια και σε μόλις 24 σελίδες. Ο
«ληστής» δεν έχει αυταπάτες: «Τι είναι κοινωνία; Σωρός κακοηθείας και
ραδιουργίας, άθροισμα φθόνου και μίσους, εκμαγείον δαιμόνων. Εάν δε τις εξετάση
καλώς και με απαθές βλέμμα την κοινωνίαν και τα άτομα αυτής, θέλει ιδεί ότι εις
μεν την κοινωνίαν σύμπασαν δεν υπάρχει αρετή, εις δε το άτομον δύναταί τις ενίοτε
να εύρη τοιαύτην. Και διά τί τούτο; Διότι το μίσος, ο φθόνος, η κακία, η
ραδιουργία και τα τοιαύτα, εις το άτομον απολύτως θεωρούμενον δεν δύνανται ν’
αναπτυχθώσι, αλλ’ εις την κοινωνίαν και διά της κοινωνίας αναπτύσσονται». Ο
«ληστής» δεν κρύβει, αλλά σημαίνει: «Ημείς θέλομεν πάντοτε πολεμεί την
κοινωνίαν· διότι αύτη πάντοτε μισεί και κατατρέχει την γενναιότητα. Τις μέγας ανήρ
έμεινεν άγευστος κοινωνικών πικριών; διατί; διότι είναι αισχρά η κοινωνία·
διότι είναι χαμερπής ο κοινωνικός άνθρωπος και φθονεί τον υπέρ την γην
υψούμενον». Ο «ληστής» δεν χαρίζεται σε κανέναν: «Τί είσθε σεις; Άνθρωποι
κακοήθεις και στρεψόδικοι, ψεύσται και πανούργοι, απαταιώνες και ραδιούργοι,
καταστρέψαντες διά του πολιτισμού πάσαν ψυχικήν ευγένειαν και ειλικρίνειαν, Τί
δε ημείς; Άνθρωποι ειλικρινείς και σώζοντες την ψυχικήν ευγένειαν, καίτοι
ευρισκόμενοι εις αένναον μετά της κοινωνίας πάλην· είμεθα χρηστοί και ενάρετοι,
σώφρονες και φιλαλήθεις. Τί σεις; άνθρωποι του δεκάτου εννάτου Μ.Χ. αιώνος· τί
δ’ ημείς; της πρώτης μετά την γένεσιν εκατονταετηρίδος».
Η επώνυμη ανωνυμία του
συγγραφέως
Η ανωνυμία του φυλλαδίου φαίνεται ότι δεν είχε να κάνει μόνο σαν ένα
μέτρο προφύλαξης από μια άμεση δίωξη από την οθωνική αστυνομία του παλατιού.
Στο περιεχόμενο του φυλλαδίου ο συγγραφέας θέλει να παρουσιάσει τη συνείδηση
του απλού λαϊκού ληστή της εποχής, επομένως η ανωνυμία έχει και το νόημα της
πιο πιστής αναπαράστασης αυτής της κοινωνικής κατηγορίας. Πρέπει να έχουμε
υπόψη μας ότι ο Δημήτρης Παπαρρηγόπουλος ανήκε σε οικογένεια προσκείμενη στο
πολιτικό καθεστώς, το οποίο δίωκε αμείλικτα τους ληστές της εποχής, έτσι μια
υπογραφή δικιά του θα αναδείκνυε αυτή την αντίφαση στο ευρύ κοινό περισσότερο
από το ίδιο το περιεχόμενο του έργου.
Την ίδια περίοδο που
κυκλοφόρησε το φυλλάδιο αναδείχθηκε μέσα από τα έντυπα της εποχής ο συγγραφέας
του. Φαίνεται ότι επειδή ο συγγραφέας ήταν γιος του Κωνσταντίνου
Παπαρρηγόπουλου και αρκετά νέος σκεπάστηκε το «σκάνδαλο» και δεν υπήρξε καμία
δίωξη. Σημειώνουμε ότι εκείνη την περίοδο οι κατασχέσεις εφημερίδων, οι
φυλακίσεις δημοσιογράφων και γενικά ο κρατικός έλεγχος του τί γραφόταν, ήταν
στην κορύφωσή του από την οθωνική εξουσία. Στους στενούς κύκλους των
διανοουμένων, στην Αθήνα της εποχής, έγινε γρήγορα γνωστός ο συγγραφέας του
φυλλαδίου, όπως συμβαίνει σε κάθε αντίστοιχη ανώνυμη έκδοση, που είναι ανώνυμη
στους πολλούς αλλά όχι στους λίγους. Με την έκδοση των «Σκέψεων ενός ληστού» φαίνεται
ότι έγινε ευρεία συζήτηση του έργου με αντικρουόμενες απόψεις, ώστε ίσως
ανάγκασαν τον Δημήτρη Παπαρρηγόπουλο να αναλάβει δημόσια την ευθύνη του έργου.
Η ουσία και η αέναη επικαιρότητα
των «Σκέψεων»
Ο Δημήτρης Παπαρρηγόπουλος, στο έργο του «Σκέψεις ενός ληστού»,
εκπροσωπεί άτυπα τον ανώνυμο ληστή των βουνών της ελληνικής υπαίθρου. Ο
«ληστής» επιτίθεται με σφοδρότητα στις καθιερωμένες αντιλήψεις για την
κοινωνία, στους θεσμούς της, αλλά και συνολικά στα μέλη της, αντιπαραβάλλοντας
το δικό του πρότυπο ζωής. Με ευφυέστατο τρόπο ο συγγραφέας αναδεικνύει και
σατιρίζει τα ελαττώματα της κοινωνίας ενώ ταυτόχρονα κατακρίνει την υποκρισία
της.
Μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η
καθεστωτική τάξη σοκαρίστηκε από την επιθετικότητα των «Σκέψεων» και σίγουρα,
όταν μαθεύτηκε το όνομα του συγγραφέα, θα αποτέλεσε σκάνδαλο ότι ο «ληστής»
προερχόταν από οικογένεια αυτής της τάξης. Ο ληστής με επιχειρήματα αντικρούει
τις κατηγορίες που του προσάπτουν και προασπίζει τη στάση του και την
ατομικότητά του.
Παρόλο που αντιτίθεται στην
κοινωνία συνολικά δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι ο ληστής προέρχεται από τα
φτωχά στρώματά της και κατέφυγε στο βουνό αρνούμενος την προγενέστερη άσχημη
οικονομικοκοινωνική κατάστασή του. Για αυτόν το λόγο ο ίδιος ο ληστής γράφει
χαρακτηριστικά για τους ομοϊδεάτες του που στράφηκαν στα όρη: «Οι πλούσιοι τους
τρέμουσιν οι πτωχοί τους τιμώσι».
Ποιος ήταν ο Δ.Κ. Παπαρρηγόπουλος;
Ξεκινάμε από τη γραμματολογική θέση του στο πάνθεον των Ελλήνων λογοτεχνών:
θεατρικός συγγραφέας και ποιητής της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Γεννήθηκε το 1843 στην
Αθήνα, και πατέρας του ήταν ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Σπούδασε
νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1886, με θέμα της
διατριβής του τη θεωρία του Πλάτωνα περί ποινής. Εργάσθηκε ως δικηγόρος και
δημοσίευσε ιστορικές και φιλολογικές μελέτες. Το 1869 ακολουθεί τα βήματα του
πατέρα του δημοσιεύοντας τη «Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», που
χρησιμοποιήθηκε στα σχολεία. Πεθαίνει, σε ηλικία μόλις 30 χρονών, το 1873 από
εγκεφαλική συμφόρηση.
Το 1861, σε ηλικία 18 χρονών,
δημοσιεύει ανώνυμα την πρώτη του μελέτη με τίτλο, «Σκέψεις ενός ληστού ή η
καταδίκη της κοινωνίας», όπου φανερώνεται η φιλελεύθερη, αναρχική του διάθεση.
Το 1864 βραβεύεται στον «Νικοδήμειο Διαγωνισμό», η πραγματεία του «Τα καθήκοντα
του ανθρώπου ως χριστιανού και ως πολίτου». Το 1866 πρωτοεμφανίζεται ως ποιητής
με τη συλλογή «Στόνοι», και βραβεύεται στον «Βουτσιναίο Διαγωνισμό».
Ακολουθούν, η συλλογή «Χελιδόνες» (1867) και τα ποιήματα «Ορφεύς» (1868) και
«Πυγμαλίων» (1869). Απομακρύνθηκε όμως από το περιβάλλον των ποιητικών
διαγωνισμών. Επίσης, έγραψε και θεατρικά έργα γραμμένα, κυρίως, σε πρόζα και
όχι σε στίχους. Η πολιτική μονόπρακτη κωμωδία του, «Συζύγου εκλογή», που
ανέβηκε στην ελληνική θεατρική σκηνή το 1868, γνώρισε επιτυχία -όχι μόνο στην
Ελλάδα- αλλά και στη Γαλλία, Ιταλία και Ρουμανία, όπου μεταφράστηκε και
παραστάθηκε. Το 1895 εκδόθηκαν διάφορα αδημοσίευτα έργα του, με τον τίτλο
«Ανέκδοτα».
Το έργο του ανήκει στη
«Ρομαντική Σχολή», κι όπως αναφέραμε αποτελεί έναν από τους κυριότερους
εκπροσώπους της ακμής της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, και είναι γραμμένο στην
καθαρεύουσα. Τα ποιήματά του συνδυάζουν τις προσωπικές του αρετές με τα
ελαττώματα της εποχής του. Χαρακτηρίζονται από έντονη απαισιοδοξία, στόμφο,
ελεγειακό τόνο και φτωχή γλώσσα. Όλα τα παραπάνω, όμως, δεν εξουδετερώνουν τον
γνήσιο πόνο που φανερώνεται -ακόμη πιο γνήσιος- με την απλότητα των μέσων που
χρησιμοποιούνται από τον ποιητή.
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 6 Μαρτίου
2016, σελ. 5.
| |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου