Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 14

Ο Μιχάλης Πιερής φωτογραφημένος από τον Mario Vitti


Μιχάλης Πιερής
«‘Πατριδοσαπίζοντας’ εν Κύπρω τω αιώνι τούτω»

[Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

Από τους κορυφαίους πανεπιστημιακούς δασκάλους του καιρού μας, ο πρώτος τη τάξει μελετητής, παγκοσμίως, του Κ.Π. Καβάφη… ο ποιητής που μου ’δειξε το ρήμα, «πατριδοσαπίζω», πλασμένο από τον Νίκο Καζαντζάκη


Δημόσια τον αποκαλώ, Δάσκαλο, και του απευθύνομαι «εφαρμόζοντας» τον πληθυντικό ευγενείας. Ιδιωτικά, κονταροχτυπιέται εντός μου, κάθε που μου επιτρέπει να τον συναντήσω κι έχει το χρόνο, το δίστιχο, εκείνο, ποίημα του Αλέξανδρου Μπάρα, με τον τίτλο «Παρακμή»: «Από Αυτοκρατορία,/κρατίδιον η ποίησις.».
   Μας χωρίζουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεκαοκτώ χρόνια –κάτι που δεν αποτελεί εμπόδιο στο γεγονός της μιας «συνομιλίας», που έχει ξεκινήσει εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία. Μιας συνομιλίας που, τουλάχιστον από τη μεριά μου, έχει προκαλέσει εντάσεις, ρήξεις, κάθετες διαφωνίες κι άλλα θέματα, ζητήματα και καταστάσεις. Είμαι ιδιοσυγκρασιακά συγκρουσιακός, υπερπραγματικά καταστασιακός κι άσιλα ρεουσεισμικός… κι έχω κι ένα στόμα… κρατήρα-οχετό… ο θεοσεβούμενα αθεόφοβος!
   Έχοντας έρθει σε επαφή, τα τελευταία 15 χρόνια του επαναπατρισμού μου, με μέρος της «αφρόκρεμας-πλέμπας» της πνευματικής-καλλιτεχνικής-πανεπιστημιακής νήσου, όποια κι αν είναι αυτή, αφθόνιος ερχόμενος και πολεμοχαρής, διαπιστώνω, αυτό που μου «έδειξε» ο Οδυσσέας Ελύτης: «Γι’ αυτό και, πάνω στη φόρα που έπαιρνε για να κυριαρχήσει στα πράγματα, κόπηκε πολλές φορές μέχρις αίματος, και πάνω στο μέταλλο και πάνω στο κρύσταλλο, που ενίοτε και κατά καιρούς ήμασταν εμείς οι άλλοι. Πολλές φορές έδειχνε πως ήξερε να φιλιώνει με τον εχθρό και ν’ αντιμάχεται το φίλο του, να χάνει γενναιόδωρα, και ας είναι καλά η ζημία. Το θέμα γι’ αυτόν ήταν να διευθετεί σωστά τον κίνδυνο και να αδιαφορεί για τις εκάστοτε προκλήσεις των καιρών.».
   Μερικών η «Ποίηση» είναι το χόμπι τους, άλλων το επάγγελμά τους. Έλα μου ντε, που για κάποιους, ελάχιστους των ελαχίστων, είναι η Ζωή κι ο Θάνατός τους. Έτσι, ζώντας εξακολουθητικά με την προσμονή και συντριβή του επόμενου ποιήματος, δεν δίστασα να ζητήσω από τον καθηγητή Μιχάλη Πιερή να παρακολουθήσω ως επισκέπτης-ακροατής το μάθημα επιλογής που δίδαξε το εαρινό εξάμηνο 2016, «Σταθμοί της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας-Ποίηση», στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ο κύριος καθηγητής όχι μόνο ικανοποίησε την επιθυμία μου, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια των παραδόσεων μού έδινε συχνά-πυκνά το λόγο, αποδεχόμενος τις παρεμβάσεις μου -ακόμη κι αν ήταν, κάποιες φορές, άστοχες. Με τίμησε και τον τιμώ με το ίσως αδιάφορο για τους πολλούς, ή ύποπτο για τους κακεντρεχείς, τούτο κείμενο.    

Όταν ο δάσκαλος «συγκρούεται» με τον ποιητή
Ο άνθρωπος έδινε μάχη εντός του, καθ’ όλη τη διάρκεια των παραδόσεων, με τρόπο εμπνευσμένα πλασμένο, κι απόλυτα εκτιθέμενος στην παρουσία των φοιτητών του (ή κακομαθημένων σχολιαρόπαιδων μιας χρησιμοθηρικά καταναλωτικής, διεστραμμένης κι επηρμένης κυπριακής κοινωνίας/οικογένειας), προσδίδοντας άκρατη μεταδοτικότητα στις εκπαιδευτικές αδιάσειστες πληροφορίες και παράλληλα ποιητικές πηγές που μεταλαμπάδευε στο περίπου 100μελές ακροατήριό του.
   Λόγος κραταιός, αποτέλεσμα σκληρής 25ετούς διδασκαλίας απ’ τα έδρανα πανεπιστημίων (ελληνικών και ξένων), ειρμός σκέψης καταιγιστικός, αλάθητα αληθής και πυρηνικά στοχευμένος στην υπόθεση «Νεοελληνική Ποίηση». Κορφολογώντας ευφυώς, συνάρμοζε κι αποσυνάρμοζε τους κρίκους μιας, με αίμα καμωμένης, ελεύθερης ποιητικής αλυσίδας, με την εμπειρία άπειρων ωρών «πτήσεως» και «πλεύσεως» στον ουράνιο κι υποβρύχιο κόσμο της ελληνικής «στιχοπλοκής».
   Απ’ το Δημοτικό Τραγούδι (ακριτικά, μεσαιωνικά), τον Μπεργαδή, τις «Ρίμες Αγάπης» του Ανωνύμου Κύπριου, τον Χορτάτση, τον Κορνάρο, εν συνεχεία πέρασμα «επαναστατικό» στους Κάλβο, Σολωμό, Βαλαωρίτη και Βασίλη Μιχαηλίδη, στάση κατεκτημένη, στην αναρρίχηση της υψηλής της σκάλας, στον μέγα Αλεξανδρινό, Κ.Π. Καβάφη, επανεκκίνηση στον Καζαντζάκη και την «Οδύσσειά» του μ’ εκείνο το ρήμα, «πατριδοσαπίζω», πλέον να με ορίζει και τον Άγγελο Σικελιανό, «στροφή» αρχόμενη -από ποιον άλλο;- απ’ τον Σεφέρη, «Όταν το σώμα της σιγής γοργά σαλεύει» κι «Επιστροφή του Οδυσσέως» του Εμπειρίκου, στον Γιάννη Ρίτσο, στα «Κορίτσια» του Ελύτη, στον «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, στον Κώστα Μόντη και στον «Νεκρόδειπνο» του Τάκη του Σινόπουλου. Εμβόλιμα ποιήματα των: Ζωή Καρέλλη, Μάτσης Χατζηλαζάρου, Μαρίας Πολυδούρη, Γιώργη Παυλόπουλου, Θεοδόση Νικολάου.
   Παράλληλα, μία απέραντη γαλαντομία ξεδιπλώματος «ανέκδοτων» συμβάντων/πληροφοριών που είχαν να κάνουν με τον Γ.Π. Σαββίδη, με τον Δ. Μαρωνίτη, με τον Mario Vitti, τον Edmund Kelly και τον Κίμωνα Καλογερόπουλο (Kimon Friar), και φίλους του ποιητές ή εν γένει ανθρώπους της ελληνικής και παγκόσμιας ποίησης που γνώρισε στο πέρασμα των χρόνων. Κι όλα αυτά συνεπικουρούμενος από προβολές, απαγγελίες, ηχητικά ντοκουμέντα και πολύτιμο έντυπο υλικό, που προσεκτικά -και με πλήρη συνείδηση κι ευθύνη του πανεπιστημιακού λειτουργήματος που υπηρετεί- επέλεγε απ’ την απύθμενη δεξαμενή των γνώσεών του για τους φοιτητές του.
   Δεν περνάνε στο «ντούκου» (έτσι για να χρησιμοποιήσω και μία λέξη της αλάνας, που ’ναι η ζωή, κι ο θάνατος, κι η ποίηση) τα βλέμματα που ανταλλάζαμε κατά τις παραδόσεις του. Ήξερε ή ψυχανεμιζότανε πως όταν ο ακαδημαϊσμός με στένευε είχα στο νερό του ματιού μου δικούς του στίχους:
   «Θυμήσου τη στιγμή που γίνηκες Θεός/και μου ’πες μείνε, αν φύγεις μπορεί/και να γραφτεί κανένα σκάρτο ποίημα/της ψευτιάς, όπως αυτά που γράφονται/σε προγραμματισμένο πόνο ποιητών/που κάθονται σε οίκους ανοχής/και εκδίδουν έντυπα με μόνη αρχή/(γιατί τ’ αρχίδια τους στερέψαν)/την προβολή καχεκτικών γραφτών/με ευφράδειες να σκεπαστεί η γύμνια/κι η ψευτιά κι η νύστα του μυαλού/με μόνη αρχή τη μαστοριά της προβολής/τσιμπούρια της συναλλαγής, κόλακες/βδέλλες, σάλιαγκες, καλύτερα να μείνεις/μου είπες, κι έμεινα! να σε κοιτώ/στα μάτια, το χέρι σου να το κρατώ/να παίρνω από τη ζέστα σου/κι από τη μυρωδιά σου, ν’ ακούω υγρά/τραγούδια του κορμιού, φωνούλες/της αγάπης, καλύτερα ο έρωτα αμόλυντος/να μας κρατά, να ξεχαστεί (επιτέλους!)/μια στιγμή το πάθος της γραφής//αυτής της σκρόφας τέχνης.», (Μιχάλης Πιερής, «Η ελεγεία της Γενεύης», εκδ. Ύλαντρον, Λευκωσία, 2001, σσ. 16-17).            

Θέση & Έξοδος
Ας μου επιτρέψει ο κύριος καθηγητής τη δημόσια έκθεση/θέση μου μέσω ενός αποσπάσματος από κείμενο του Lawrence Ferlinghetti στο «Chicago Review» σχετικά με την ποίηση του Σαν Φρανσίσκο, άνοιξη του 1958, σε μετάφραση Ρούμπης Θεοφανοπούλου, όπως υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «Lawrence Ferlinghetti: Ποιήματα», εκδ. Πρόσπερος, Αθήνα, 1989:
   «Το είδος της ποίησης που κάνουμε είναι διαφορετικό από το είδος της ‘Ποίησης Πάνω Στην Ποίηση’, της ποίησης της τεχνικής, της ποίησης που απευθύνεται στους ποιητές και στους καθηγητές και που έχει κατακυριεύσει τα περιοδικά και τις ανθολογίες. Η ποίηση που προτείνουμε μπορεί να ονομαστεί ποίηση του δρόμου. Γιατί θέλει να βγάλει τον ποιητή έξω από τον πολύπλοκο ναό που έκτισε στ’ όνομα της αισθητικής και που μέσα του έχει μείνει κλεισμένος πολλά χρόνια ομφαλοσκοπούμενος. Θέλει να ξαναφέρει την ποίηση στο δρόμο, εκεί που ήτανε κάποτε, έξω από τις τάξεις, έξω από τα πανεπιστήμια και, αν είναι δυνατόν, έξω από την τυπωμένη σελίδα. Ο τυπωμένος λόγος έχει καταντήσει την ποίηση πολύ σιωπηλή. Όμως η ποίηση που προτείνουμε είναι η προφορική ποίηση, που συλλαμβάνεται σαν μήνυμα. Άλλοτε διαβάζεται με συνοδεία τζαζ κι άλλοτε όχι… Σημασία έχει ότι η ποίηση αυτή χρησιμοποιεί τα μάτια και τα αυτιά μας όπως δεν τα είχε χρησιμοποιήσει εδώ και πολλά χρόνια.».  
   Υπήρξα μάρτυς, κατηγορίας κι υπεράσπισης, στην αρένα του αμφιθεάτρου του Δασκάλου-Πιερή. Μ’ έναν τρόπο, χρόνο, τόπο συνομιλήσαμε μέσα από πηγές (της «Κασταλίας» ή της «Σάριζας») κι όμορφες, πρωτότυπες εκδόσεις, σ’ όσα μεγαλόψυχα μοιράστηκε μαζί μου και αφορούν… άφατα… στην ΠΟΙΗΣΗ! Τον ευχαριστώ.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 12 Ιουνίου 2016, σελ. 4.       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου