Το «σπηλαιώδες»
γέλιο του Γιώργου Β. Μακρή, Άνοιξη 1965
Γιώργος Β.
Μακρής: «Μην ανησυχείτε θα κατέβω αμέσως!»
[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος
Α. Ει. Παπαθανασίου]
Στα σαράντα πέντε χρόνια, που
αποφάσισε να ζήσει, ο Γιώργος Μακρής (1923-1968), σημάδεψε εάν όχι σηματοδότησε
τη μεταπολεμική πρωτοπορία των ελληνικών γραμμάτων με την προφορικότητα της
ποίησης, της διαλεκτικότητας, της ζωής, της στάσης και συμπεριφοράς και της
οικειοθελούς «εξόδου»… με τη γεύση του μαύρου χιούμορ στα χείλη της πτώσης.
Είναι μυθικός και μακάβρια παροιμιώδης ο διάλογος
του Γιώργου Μακρή με το θυρωρό της πολυκατοικίας όπου διέμενε, πριν τη μοιραία
πτώση του ποιητή: Κατά μία φήμη, λίγο πριν είχε ζητήσει από το θυρωρό το κλειδί της
ταράτσας. «Θα αργήσετε κύριε Γιώργο;», τον είχε ρωτήσει εκείνος. «Μην
ανησυχείς, παιδί μου, κατεβαίνω αμέσως», του απάντησε ο Μακρής. Ανέβηκε και
κατέβηκε αμέσως, όπως είχε πει. Άραγε, πώς μπορεί να χαρακτηριστεί
καταλληλότερα ο Γιώργος Β. Μακρής: Ο μεγάλος άγνωστος της ποίησης; Ιδιοφυής
προσωπικότητα; Διανοούμενος; Μπιτ; Ροκ; Θρύλος; Μποέμ παράσιτο της κοινωνίας;
Στο τι πραγματικά υπήρξε δε συμφωνούν ούτε οι οικείοι του. Οι μεν τον θεωρούν
ανερμάτιστο ον, προβληματική προσωπικότητα που κατασπατάλησε την οικογενειακή
περιουσία και δεν τελείωσε ποτέ τη Νομική. Οι δε τον θεωρούν έναν χαρισματικό
άνθρωπο και ανεξάρτητο πνεύμα που επηρέασε σημαντικά τις συναναστροφές του, και
μετέπειτα σημαντικούς ανθρώπους της τέχνης, της συγγραφής, της διανόησης κ.τ.λ.
Τα «Γραπτά
Γιώργου Β. Μακρή»
Χρειάστηκε να περάσουν 18 χρόνια, από την
αυτοκτονία του, για να εμφανιστεί βιβλίο του Γιώργου Μακρή στις προθήκες και
τους πάγκους των βιβλιοπωλείων. Με εισαγωγικό κείμενο, σημειώσεις και επιμέλεια
του Επαμεινώνδα Χ. Γονατά, το 1986, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας ο
τόμος με τα ευρεθέντα γραπτά του Μακρή, με τον αυτό τίτλο: «Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή».
Το έδαφος για την έκδοση, θα έλεγε κανείς, προετοίμασε, κατά έναν τρόπο, το
μικρό αφιέρωμα που είχε γίνει στον Μακρή, το 1982, στο τεύχος 19 του περιοδικού
«η λέξη». Τα «Γραπτά»
του Μακρή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το αποτέλεσμα της ατομικής του φιλοσοφίας
για τη σχέση χρόνου, τέχνης και υστεροφημίας. Ό,τι συμπτωματικά (δια)σώθηκε και
συμπτωματικά βρέθηκε μετά τον θάνατό του το 1968, είναι μερικά ποιήματα,
αφηγήματα, σκέψεις, σελίδες ημερολογίων, η εκπληκτική «Προκήρυξη» και
το εξαιρετικό προοίμιο του περιοδικού «Πάλι», επιστολές, μεταφράσεις,
συμπληρωμένα με κάποιες γραφικές μαρτυρίες από άλλους για τον ίδιο. Πρόκειται
για το αποτύπωμα ενός ανθρώπου, σε διάσταση όχι με τη ζωή αλλά σε διάσταση με
ό,τι οι περισσότεροι αποκαλούν ζωή: Το άσκοπο και μάταιο κυνηγητό του χρόνου
που επενδύεται με διαρκείς αναμονές μέχρι να αυτοαναλωθεί κάποια στιγμή στην
ίδια του την προσμονή. Κι όλα αυτά, με τη μελαγχολία του γνήσιου πνευματικού
ανθρώπου που οσφραίνεται τη μικρότητα που αποπνέει η καθημερινότητα και απομακρύνεται
από αυτή, άλλοτε σώματι, άλλοτε πνεύματι, αλλά πάντα ενεργητικά.
Η «Προκήρυξη» & Το περιοδικό «Πάλι»
Μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, ο 20χρονος Μακρής, υπογράφει την περίφημη «Προκήρυξη», το 1944. Σύμφωνα με
τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «η προκήρυξη αυτή δεν έχει τον χαρακτήρα
μανιφέστου, αλλά θα μπορούσε ωστόσο να συσχετιστεί με ανάλογα κείμενα των
καλλιτεχνικών πρωτοποριών της Ευρώπης του μεσοπολέμου, και ειδικότερα με το
πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο του 1909. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να τη
θεωρήσει ως εκδήλωση με στόχο το πάντρεμα τέχνης-δράσης, αλλά σε μια μάλλον
τραγική της σύλληψη: Η προκήρυξη αυτή προτείνει την καταστροφή των αρχαίων
μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών. Και όχι τυχαία. Με τον αγκυλωτό σταυρό επάνω
της, υπογραμμιζόταν επώδυνα, όχι μόνο η κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος
αξιών του δυτικού πολιτισμού, αλλά και η πλαστότητά τους». Το ίδιο
πρωτοποριακός εμφανίζεται ο Μακρής και είκοσι χρόνια μετά, το 1964, όταν έγραφε
το «Προοίμιο»
στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Πάλι». Σκοπός του
περιοδικού δεν ήταν να παίξει ένα συμπαντικό ρόλο, αλλά να προβάλει ορισμένες
θέσεις και πρόσωπα που η ομάδα του περιοδικού θεωρούσε ότι είχαν παραμεριστεί
άδικα τις προηγούμενες δεκαετίες. Σε αυτό το κείμενο, που ουσιαστικά δήλωνε την
ταυτότητα του νέου περιοδικού, ο Μακρής εμφάνιζε και πάλι την ιδιοσυγκρασία του: «Το Πάλι δεν είναι μία επιθεώρηση κλειστών και εκ
των προτέρων καθορισμένων κατευθύνσεων... Το τετράδιο είναι ξένο προς κάθε
πνεύμα συντήρησης... το τετράδιο παραμένει έξω από κάθε πνευματική ή πολιτική
στράτευση, αλλά σεισμογραφικά ευαίσθητο σε κάθε απελευθερωτικό μήνυμα,
προερχόμενο τόσο από το ιστορικό όσο και από το πνευματικό πεδίο... το τετράδιο
δεν αποτελεί όργανο ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος... αλλά πεδίο
ελεύθερων αναζητήσεων και προσεγγίσεων όσων κινημάτων (ατομικών ή συλλογικών)
έφεραν σε γονιμότερη πυκνότητα παρουσίας την ανθρώπινη σκέψη και ύπαρξη, τη
διαύγεια και την ελπίδα... όσο για τον διάλογο, παραμένει ανοιχτός... Η τέχνη
και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι ριψοκίνδυνη υπόθεση».
Ένας
προάγγελος του χάους
Ο Γιώργος Μακρής δεν ήταν παιδί της εποχής του,
δεν ήταν η εποχή του, απλώς δαπανήθηκε μέσα της. Χωρίς επαγγελματικό τίτλο,
χωρίς ακαδημαϊκές διακρίσεις, χωρίς εργασία, χωρίς τόπο μόνιμης κατοικίας,
χωρίς καθημερινό πρόγραμμα, χωρίς ωράριο και έλεγχο, χωρίς καμία φροντίδα για
να αφήσει γραπτό έργο, ο Μακρής ζούσε ανεξάρτητα απ’ τον καιρό του, κάπου αλλού
μες στο μυαλό του, μες στη σκέψη του, αναφέρει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Προτιμούσε
τις ατελείωτες συζητήσεις, μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο με τη μέγιστη
φυσικότητα και άνεση, και όχι την καταγραφή, την αποτύπωση, την εν δυνάμει
δημιουργία μιας πνευματικής διαθήκης. Αυτό που σήμερα δεν υπάρχει δηλαδή:
Μπροστά στον πληθωρισμό των τυπωμένων λέξεων, απωλέσαμε την υλική παρουσία τού
πνευματικού ανθρώπου, το ζωντανό λόγο του στην ομήγυρη. Ο πιο προχωρημένος, ο
πιο πρωτοποριακός διανοούμενος που είχε η Ελλάδα, έχοντας ζήσει μια ζωή
ποιητική, που δε λογάριαζε τα κοινά μέτρα του μέσου ανθρώπου, αυτοκτόνησε τον
Ιανουάριο του ’68. Ένας αρνητής,
αποδεσμευμένος από την αρρώστια της υστεροφημίας, μέγας ανατροπέας των
μικροαστικών συμβάσεων, μία ζωντανή βαλβίδα αποσυμπίεσης της καθημερινής
αυταπάτης.
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη
στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή»,
την Κυριακή 19 Απριλίου 2015, σελ. 5.
|
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπημένος... Πολύ ωραίο άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή