Ο Θεόδωρος Μπασιάκος… μπανίζει
το μέλλον!
Μπασιάκ: Θεόδωρος ο γκαν-γκαν!
[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει.
Παπαθανασίου]
«Θα την τσακίσω εγώ τη νοσταλγία σου», μας καθήλωσε
εδώ και χρόνια ο Ν. Εγγονόπουλος με το στίχο του, έτσι κάποια παιδιά του ’80
που αόρατα όργωσαν τις δεκαετίες κι έφτασαν με την «τσακισμένη νοσταλγία»
-ακόμη νωπή το φόνο της- στο σήμερα, θέτουν εκ νέου σε λειτουργία «πανάρχαιες»
τακτικές αντί-επικοινωνίας
Ο Θεόδωρος Μπασιάκος γεννήθηκε το 1963, έχει δυο κόρες και επισήμως μία
εκδοθείσα ποιητική συλλογή, «Μαύρα μάτια, Τραγούδια για γραφομηχανή και
τσιγγάνικη ορχήστρα» (εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα, 2006). Έχει γράψει τους καλύτερους
στίχους για τη Μαρία: «Η Μαρία/φτιαγμένη με τα ωραιότερα φωνήεντα του/χρωστήρα
μου», και κυκλοφορεί τα «ΑΠΑΝΤΑ» του εκτός εμπορίου σε αυτοσχέδιες
φωτοτυπημένες εκδόσεις από χέρι σε χέρι μεταξύ φίλων. Μπασιάκ, Θεόδωρος ο
γκαν-γκαν και Μπατίροβιτς είναι τα ονόματα με τα οποία αναβαπτίζεται και μας
κοινωνεί -από το δημιουργικότατο χρονοντούλαπο των περιθωριακών εκδόσεων του
ογδόντα- τα ευτελώς εξαίσια φυλλάδιά του.
Η αισθητική τους αυτόματα φέρνει στο νου της
«Εκδόσεις της Μη Άμεσης Επανάστασης» του αείμνηστου Λεωνίδα Χριστάκη, χωρίς
όμως να αποτελούν απλές αντιγραφές του ύφους του αθηναϊκού λογοτεχνικού
περιθωρίου εκείνης της εποχής (τέλη ’70-αρχές ’90) και των έντυπων μέσων με τα
οποία εκφράστηκε. Ο Μπασιάκος έρχεται απ’ την αχλή εκείνης της περιόδου, στην
Αθήνα του 2015 και διανέμει ως ντανταϊστής ταχυδρόμος τα τεύχη ή τόμους των
περίφημων «ΑΠΑΝΤΩΝ» του.
Κάτι, λοιπόν, είναι ζωντανό.
Κάτι, λοιπόν, δεν νεκρανασταίνεται. Κάτι, λοιπόν, είναι γνώριμο, ίσως απ’ τα
παλιά, και συνάμα -επιτέλους, ψυχαγωγικά- νέο, δροσερό και καθημερινά οικείο ως
γραφή. Δεν τα βρίσκεις εύκολα, δεν πωλούνται στα βιβλιοπωλεία, δεν είναι
συλλεκτικές αριθμημένες εκδόσεις σε πολυτελή χαρτιά δήθεν εκτός εμπορίου, δεν
βρίσκονται στους πάγκους με τα free press. Καλείσαι να τα αναζητήσεις αρθρώνοντας ή
απλά ψιθυρίζοντας το όνομα του συγγραφέα σε υποψιασμένους βιβλιόφιλους
υπαλλήλους στα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Καλείσαι να τα αναζητήσεις
περπατώντας τις ίδιες οδούς/διαδρομές του συγγραφέα, απ’ όπου και «ξεπατίκωσε»
τους στίχους του, και να εύχεσαι να σου χαριστούν ή έστω να σου δοθούν για να
τα φωτοτυπήσεις.
Προσωπικά, τον Μπασιάκο, δεν
τον έχω γνωρίσει. Μου έχουν, όμως, μιλήσει φίλοι γι’ αυτόν, κι είναι οι ίδιοι
φίλοι που είχαν την καλοσύνη να μου «ενεχυριάσουν» (κάτι σαν τελετουργικό potlatch, έι! Ίκαρε, εσύ μας το έδειξες κι αυτό) δύο
από τα τέσσερα «ΑΠΑΝΤΑ» των «ΑΠΑΝΤΩΝ» τού… Θεόδωρου του γκαν-γκαν! Έτσι, ο
κύριος συγγραφέας, ως γνήσιος «γκαν-γκαν» τύπος (παιδικών ή όχι μαρσαρισμάτων)
οπλισμένος με σκωπτική διάθεση, ατόφιο χιούμορ και ειρωνική στρατηγική μας
προσφέρει αφειδώς το 24ωρο ενός ματαιωμένου, από τα γεννοφάσκια του, γραφιά. Σε
πρώτο πρόσωπο, πάντα, τα ποιήματα του Μπασιάκου διαβάζονται απνευστί. Είναι που
μετέχει ο ποιητής της δράσης-αδράνειας, είναι αυτός που κάθεται ή στέκεται στο
αστικό λεωφορείο των καθημερινών μετακινήσεων και σου χαρίζει το φυλλάδιό του,
είναι που το ανοίγεις και πέφτεις στο απεριόριστο κενό του παρόντος, της
διαδρομής που λοξοδρομεί και σε κατεβάζει στη στάση που είσαι κι όχι σ’ αυτή
που μάταια πιστεύεις ότι ορθά κι επαναλαμβανόμενα οδηγείσαι χρόνια.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΓΚΑΝ-ΓΚΑΝ
Άραξε.
Τσιγαράκι;
Στο ντιβάνι, με τα
παπούτσια
με το σακάκι.
Ω! τι ωραίο ταβάνι!
50 χρονών
σ’ ένα δωμάτιο
εντελώς φοιτητικό
(φοιτητού της δεκ.
’60).
Δεν πας καλά.
Άρα: καλά πας.
(Μπασιάκ,
θεόδωρος ο γκαν-γκαν, μια ποιητική συλλογή μακράς διαρκείας -long play-, Απρίλης-Μάης 2015)
ΚΑΙ ΠΟΥΡΚΟΥΑ ΠΑ, ΔΗΛΑΔΗ, ΜΑΝΙΤΣΑ ΜΟΥ;
Θα μπορούσε να είναι
έτσι:
Να ’χω δουλειά
Αυτό μονάχα
Ν’ αμείβομαι,
το βασικό
Να μπορώ απλώς να
επιστρέφω κάθε μέρα
κατάκοπος στο
καμαράκι
με το μεροκάματο στην
τσέπη
και μ’ ένα λουλούδι
για την καλή μου
Η αγκαλιά της να ’ναι
η ξεκούρασή μου
ο έρωτάς της η ανάσα
μου
Κι αύριο
ξανά
πάλι μια από τα ίδια
με μικρές παραλλαγές
ας πούμε: αντί
λουλούδι, λουκούμια
ή ένας δίσκος τζαζ…
Τις Κυριακές,
απόδραση, στο κύμα, στο ταβερνάκι
Τη μέρα του
συλλαλητηρίου, στο συλλαλητήριο…
Χιονίζει σήμερα.
Δεν έχω μία.
Ούτε λουλούδι ούτε
λουκούμι
Κάνω όνειρα
«μικροαστικά»
Κι έτσι μου ’ρχεται
να κλάψω-
δεν ξέρω αν
από απελπισία; ή απ’
την ομορφιά όλης αυτής της απλότητας;
(Μπασιάκ,
θεόδωρος ο γκαν-γκαν, μια ποιητική συλλογή μακράς διαρκείας -long play-, Απρίλης-Μάης 2015)
ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
Είναι ωσάν το ιερό
των χριστιανικών ναών, αυτό το
οποίον ίσως λίγο
ξιπασμένα αποκαλώ γραφείο: ένα απλό
σπαστό τραπέζι δηλ.
και μια καρέκλα.
Στο τραπέζι απάνω, το
μαχαίρι μου.
Σπουδαίο μαχαίρι!
Μ’ αυτό πιάνω και
κόβω ευλαβικά το καρβέλι και το
σαλάμι, για να
γευματίσω.
Μ’ αυτό, το ίδιο,
τώρα δα κόβω τις σελίδες του βιβλίου* μου.
(*) λεπτομέρεια:
Το βιβλίο είναι:
Νίκος Καρούζος
Τα ποιήματα, τόμος Β΄
εκδόσεις Ίκαρος
(Αγγούρια
και Μαργαρίτες, μοντέρνα ποιήματα, Φλεβάρης 2015)
ΕΡΩΤΑΣ
Στο ντιβάνι απλώνομαι
ευχαριστημένος, εκείνη γερτή
στη φτερούγα μου,
μετά τον έρωτα. Εκείνη μετρά τα
παΐδια μου, εγώ ραχατεύω.
Το παντελόνι μου στο πάτωμα
χάμω. Σκαλωμένη η
κάλτσα της, σ’ έναν τόμο της
Ανθολογίας του μαύρου
χιούμορ, στο κομοδίνο.
Η βουή -απ’ όξω- της
μεγαλούπολης, μία λογοτεχνία
αστυνομοκρατούμενη.
- Θοδωρή;
- Ε! της κάνω
- Τίποτα! Έτσι μούρθε
απλώς να πω τ’ όνομά σου…
Μια χαρά! Μ’ ένα
πρόχειρο υπολογισμό, αυτό της το
«τίποτα» με βαστάει
στη ζωή μπορεί και μια ολάκερη εβδομάδα.
(Αγγούρια
και Μαργαρίτες, μοντέρνα ποιήματα, Φλεβάρης 2015)
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 4
Οκτωβρίου 2015, σελ. 5.
|
Τα κυάλια, που λες Κώστα, είναι του Κόκκινου Στρατού (Made in CCCP), τα έφερε ο φίλος μου ο Δαμιανός, Έλλην εκ Λ.Δ. της Τσεχοσλοβακίας, χίππης. Σπουδαίο κομμάτι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ και πάλι για την ωραία παρουσίαση, και καλορίζικο επ' ευκαιρία το μπλογκ.
ΠΟΥ ΝΑ ΒΡΩ ΤΑ 'ΑΠΑΝΤΑ' ΤΟΥ ΜΠΑΣΙΑΚΟΥ?
ΑπάντησηΔιαγραφή