Ο ποιητής Μιχάλης Πιερής
[Εφταγώνια, επαρχία Λεμεσού, Κύπρος, 14 Απριλίου 1952], στο Αρχοντικό Αξιοθέας
στην παλιά Λευκωσία, κατά τη διάρκεια της συναυλίας του συνθέτη Τάσου
Στυλιανού, «Ίχνος», στις 5 Οκτωβρίου 2016 (Τετάρτη), 20:54… ακριβώς &
ακριβός, φωτογραφία Χάρης Παναγιώτου
Δοκίμιο Ποιητικής
Τα γεγονότα δεν μ’ εμπνέουν
απ’ ευθείας.
Κάθε πραγματικότητα
είναι για να υπάρχει.
Γι’ αυτά που μου
συμβαίνουν γράφω πριν
ή και μετά μέσ’ απ’
τη μνήμη που πληγώνει
ή μέσ’ απ’ την
ανάμνηση που φέρνει
της περασμένης
ηδονής διπλό μεθύσι.
Μνήμη στη μνήμη του
μυαλού
αλλιώς «phantasmagoria» καθώς προσπάθησε
κι ο Γέητς να το
πει με λέξη ελληνική.
Κι αν στη ζωή μου
την πεζή υπάρξει κάτι
τότε το ζω δεν το
φωτογραφίζω
(θυμήσου Μόντη
αντίδραση Πύλη της Αμμοχώστου).
Γιατί η τέχνη δεν
είναι δούλη ή μαστροπός
μετατροπής
εκπόρνευσης πατρόν των αισθημάτων
του κάθε τάχα
ευαίσθητου η ψυχοθεραπεία.
Και μη μου λες πως
γράφεις πα’ στα σώματα
που στη ζωή
διεκδικείς και κάποτε κερδίζεις.
Το σώμα είναι σώμα
το έχεις το κρατάς
το γεύεσαι το
προσκυνάς η τέχνη θέλει λέξεις.
Θέλει μολύβι και
χαρτί την άσπρη κόλλα.
Ώρες πολλές
προσήλωσης στον πρωινό σου τοίχο
ως να εισπράξεις το
σκληρό μερίδιο της μέρας.
Η τέχνη θέλει το
κενό αυτού που ήταν
τη μυρωδιά αυτού
που φτάνει
σαν άρωμα νέου
κορμιού που οσμίζεσαι
ή σαν αυτό που ήταν
δυνατό και ξέμεινε στο σώμα.
Της τέχνης το υλικό
δεν είναι το παρόν
(ή μόνο το παρόν).
Είναι και μέλλον
που έρχεται και
παρελθόν που εισβάλλει
στις ώρες άγριας σιωπής
ερήμωσης και τρόμου.
Στα πριν και στα
μετά σου ο μάστορας
και στο παρόν σου
ανήμπορος
δοσμένος έκθετος
εκστατικός κι εκτεθειμένος
όχι να μεταφράζεις
της ζωής τον επιούσιο πόνο
σε κώδικες
αμυντικών κραυγών και οργής
ο αναγνώστης ο
επαρκής δεν είν’ μπανιστιρτζής
κι η τέχνη δεν είν’
διέξοδος αυτό που ανακουφίζει
η θεραπεία δειλινού
καφέ το ξόρκι της ημέρας.
Ο ποιητής είναι
τεχνίτης ταπεινός
μα και γενναίος.
Μες στη ζωή του ελεύθερος
και πράγματι
ωραίος. Νέος που σπαταλά
περήφανα το σώμα
και το φως του
κλαίει πικρά αν
χρειαστεί κι οδύρεται
μεθά και
αρρωσταίνει, μα όταν
θα γράψει μια
γραμμή είν’ έτοιμος.
Εξαγνισμένος κι
άσπιλος σαν νέα σελήνη
που σκαρφαλώνει
αμίλητη και δίχως λάμψη
φέγγει πρωί
ξυπνώντας πίνοντας καφέ
μάτια ανοιχτά και
το μυαλό καθάριο
ή νύχτες ξάγρυπνος
χωρίς πιοτό φαΐ
έχοντας αποβάλει
έρωτες και τ’ άλλα συναφή
μα με τη μνήμη
ξέχειλη και με τη σκέψη πλήρη
φτιάχνει έναν κόσμο
αλλιώτικο
φτιάχνει τον κόσμο
νέο. Πλασματικό
κι αληθινό της
ποίησης τον κόσμο.
[Μελβούρνη, Αύγουστος 1992]
Μιχάλης Πιερής, «Ρυθμού και
Φόβου», εκδόσεις Πλανόδιον, πρώτη έκδοση, Αθήνα, Ιούνιος 1996, σσ. 73-74.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου