Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 55

Ο συγγραφέας Γεώργιος Χαριτωνίδης

«Ήθελα να φύγω από την Κύπρο κυνηγημένος από τους εφιάλτες του πολέμου και της αιχμαλωσίας»

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου


Με την πρόσφατη κυκλοφορία του τελευταίου του βιβλίου με διηγήματα, «Ανέβας και κατέβας» (Κέδρος, 2014), να ολοκληρώνει ίσως έναν κύκλο προσωπικών και συλλογικών καταγραφών, ο Γεώργιος Χαριτωνίδης επιβεβαιώνει το γεγονός πως εάν έχεις κάτι να πεις, απλά κάθεσαι και το γράφεις.

Συνέντευξη με τον συγγραφέα Γεώργιο Χαριτωνίδη

Ο Γεώργιος Ν. Χαριτωνίδης, πρόσφυγας από τη Λάπηθο της Κερύνειας, μετά το 1974 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως υπάλληλος στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Το 2003 εμφανίστηκε στην ελληνική πεζογραφία και βραβεύτηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου για το μυθιστόρημά του «Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια». Ακολούθησαν τα βιβλία «Με διαβατήριο και βίζα μιας μέρας» (νουβέλα, Κέδρος, 2006),  «Με την κίνηση των υαλοκαθαριστήρων» (ποίηση, Κέδρος, 2008), «Αιχμάλωτος περιηγητής» (διηγήματα, Βεργίνα, 2011) και «Ανέβας και κατέβας» (διηγήματα, Κέδρος, 2014). Τίποτα περιττό δεν υπάρχει στα γραπτά του, η οικονομία των λέξεων στοχεύει στην καταγραφή, με το χέρι στην καρδιά, αυτών που πρέπει να ειπωθούν όπως συνέβησαν χωρίς ίχνος παρηγορητικού συναισθηματισμού. Σήμερα μοιράζεται το χρόνο του ανάμεσα σε Λεμεσό και Αθήνα.

Μετά την απελευθέρωσή σας από τον τουρκικό στρατό τι σας ώθησε να μεταβείτε πρόσφυγας στην Αθήνα;
Ήθελα να φύγω από την Κύπρο κυνηγημένος από τους  εφιάλτες του πολέμου και της αιχμαλωσίας. Από τον αβάστακτο πόνο που αισθανόμουνα, η Αθήνα ήταν ένα καταφύγιο για μένα. Θυμάμαι τις πρώτες ημέρες τα πρωινά που ξυπνούσα, για δευτερόλεπτα κοιτούσα γύρω μου τους τοίχους για να διαπιστώσω ότι ήταν της υπόγειας γκαρσονιέρας που με φιλοξενούσε κι όχι της φυλακής στην Τουρκία. Αισθανόμουνα ανακούφιση κι ευτυχία. Ένιωθα ελευθερία με ασήμαντα πράγματα, όπως να μπορώ να πιω έναν καφέ, να περπατήσω, να δω από μακριά την Ακρόπολη.

Εμφανίζεσθε στην ελληνική πεζογραφία όψιμα. Ποια ήταν η αιτία και η αφορμή να μπείτε στη διαδικασία της εκδόσεως και της κυκλοφορίας των βιβλίων σας;
Υπήρχε το μεγάλο πρόβλημα του βιοποριστικού. Όταν βρήκα εργασία και παράλληλα έκανα τις σπουδές μου και ο πόνος κάπως καταλάγιασε, με συμβούλευσαν φίλοι πως την περιπέτεια του πολέμου και της αιχμαλωσίας, καλό ήταν, να τη μεταφέρω σ’ ένα βιβλίο. Η αλήθεια είναι ότι μαθητής έγραφα ποιήματα και πεζά. Τα πέταγα, δεν ήθελα να τα παρουσιάζω. Στις εκθέσεις που μας έβαζε ο φιλόλογος όχι μόνο δεν ήμουνα καλός, αλλά η απόδοσή μου ήταν κάτω του μετρίου. Αυτό μου δημιούργησε κόμπλεξ. Όταν τέλειωσα το κείμενο του πρώτου μου βιβλίου, το έδωσα σ’ ένα φιλόλογο να το δει και να μου κάνει τη στίξη. Όπως το είχε στην οθόνη του υπολογιστή και το επεξεργαζόταν, έτυχε να το δει κι ένας άλλος φιλόλογος. «Α!», του λέει «μου αρέσει» κι άρχισε να το διαβάζει. Ο φιλόλογος αυτός δίδασκε τότε την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα κι έκρινε πως το δικό μου είναι κατάλληλο να διδαχθεί ως παράλληλο κείμενο. Με κάλεσε στο 3ο Λύκειο Νέας Ιωνίας και μου ’καναν ερωτήσεις τα παιδιά. Δεν είχα ιδέα περί εκδοτικών οίκων και πώς γίνεται να βγει ένα βιβλίο. Με συμβούλευαν να το δώσω σε εκδοτικούς οίκους μικρούς κι όχι μεγάλους, γιατί δε θα το δεχόντουσαν. Μια μέρα, καθώς μπαινόβγαινα στους εκδότες του κέντρου της Αθήνας, τυχαία βρέθηκα έξω από τον Κέδρο. Δεν ήθελα να το δώσω εκεί, γιατί το θεώρησα χάσιμο χρόνου. Με προέτρεψε η γυναίκα μου επιμένοντας ότι δεν έχανα τίποτα. Εντέλει μπήκα στο βιβλιοπωλείο και ρώτησα. Στον πέμπτο όροφο μου είπαν να το δώσω στον Γιάννη Κοντό. Ο Γιάννης μου έκανε παρατήρηση πως έπρεπε να πάρω τηλέφωνο πρώτα, να κλείσω ραντεβού. «Πώς έρχεστε κύριε έτσι και μου λέτε ορίστε ένα κείμενο… », «Τουλάχιστον αφήστε με να σας πω περί τίνος πρόκειται», απάντησα ενοχλημένος. Άρχισα να αφηγούμαι, ο Γιάννης όμως κουβέντιαζε με τις υπαλλήλους, δεν έδινε σημασία. Εκνευρίστηκα. Έπιανε λέξεις, και μετά μου έκανε δυο-τρεις ερωτήσεις. «Τέλος πάντων ας το και πάρε σ’ ένα μήνα τηλέφωνο», μου είπε. Έφυγα απογοητευμένος. Σε πέντε μέρες με πήρε τηλέφωνο και με κάλεσε να κλείσουμε συμβόλαιο. Γίναμε φίλοι αργότερα. Είχε μια απίστευτη παιδικότητα. Ήταν η αφορμή να εκδοθεί το «Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια». Λυπήθηκα πολύ για τον πρόσφατο θάνατό του. Αιωνία του η μνήμη.

Πόσο σκληρός εμφανίζεται ο ρεαλισμός των γεγονότων και των πεπραγμένων, πριν περάσει «ωμός» στην τυπωμένη σελίδα;
Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον πόνο του βίου μας. Απλώς καταλαγιάζει προσωρινά και με την πρώτη αφορμή επανέρχεται. Ξαναζούσα τα γεγονότα. Θυμάμαι, όταν το έγραφα, δε μ’ έπαιρνε εύκολα ο ύπνος, βασανιζόμουνα. Γράφοντας έβαλα έναν κανόνα στον εαυτό μου. Έβαζα τα μάτια του αναγνώστη μπροστά στο κείμενο και ρωτούσα τον εαυτό μου: «αν διάβαζα αυτά που γράφω σε κάποιο βιβλίο άλλου, θα μου άρεσαν;». Αν ναι, προχωρούσα. Αν όχι, τα έσβηνα. Προσπαθούσα να πάρω απόσταση, για να είμαι όσο γίνεται αντικειμενικός. Απέφευγα τις συναισθηματικές υπερβολές. Χαμήλωνα την ένταση της περιγραφής, για να μην υποφέρει ο αναγνώστης. Έχω την πεποίθηση ότι ο καθένας, είτε ζωγράφος είτε ποιητής είτε πεζογράφος, δεν πρέπει να ξεφεύγει απ’ αυτό που τον βασανίζει, γιατί θα αποτύχει. Ταράζομαι πραγματικά που ακούω συχνά ότι το ’74 ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε στη λογοτεχνία, και η ενασχόληση με το θέμα αυτό είναι πια κουραστική. Εγώ λέω ότι πρέπει να γραφτούν κι άλλα πολλά για το ’74. 

Στρατιώτης το 1974, αιχμάλωτος στην Τουρκία, πείνα, απελευθέρωση, μεταπολιτευτική Αθήνα, νεκροτομείο Ευαγγελισμού, συνταξιούχος, κρίση στην Ελλάδα και κρίση στο νησί. Αλήθεια, πόσα μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος, χωρίς να διασπαστεί το δίκιο του;
Ο άνθρωπος αντέχει περισσότερο απ’ όσο ο ίδιος πιστεύει. Είναι ισχυρή μηχανή. Το κατάλαβα αυτό και στον πόλεμο και με την αιχμαλωσία στις τουρκικές φυλακές. Αναρωτιέμαι συχνά πώς αντέξαμε τα τόσα μαρτύρια κι επιβιώσαμε. Μια εξήγηση που δίνω είναι η πολύ σκληρή εκπαίδευση που είχαμε ως νεοσύλλεκτοι εθνοφρουροί και στις άθλιες συνθήκες κατά τη διάρκεια της θητείας μας. Για τη γενιά του ’74 όλα τα άλλα βιώματα φαίνονται ηπιότερα, αν τα συγκρίνουμε με την κρίση που καταταλαιπωρεί σήμερα τον κόσμο. Πρέπει να παλεύει συνεχώς ο άνθρωπος και να μην το βάζει κάτω, ώστε να μη διασπαστεί το δίκιο του.

Και μία τελευταία, στερεότυπη, ερώτηση απ’ τα παλιά. Κοιμάται, τελικά, η πατρίδα, κύριε Χαριτωνίδη;
Κοιμάται κι όταν είναι ξύπνια είναι ξαπλωμένη στον καναπέ.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 3 Μαΐου 2015, σ. 4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου