Bernard Buffet
[1928-1999]
Bernard Buffet
Σύντομη αναφορά σ’ έναν
αυτόχειρα ζωγράφο
Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει.
Παπαθανασίου
«La peinture, on n’ en parle pas,
on ne l’ analyse pas, on la sent-Ζωγραφική, δεν μιλάμε γι’ αυτήν, δεν την αναλύουμε,
τη νιώθουμε»
Αν μη τι άλλο παραγωγικός ο Buffet έχει να επιδείξει ένα τεράστιο έργο στα 72 χρόνια της ζωής του. Το
1946 πρωτοεμφανίστηκε στο «Salon
des Moins de Trente» (η Σάλα για τους μικρότερους από Τριάντα) με
μια αυτοπροσωπογραφία του, και λίγο αργότερα το 1948 κερδίζει το Βραβείο των
Κριτικών με το έργο «Le Buveur-Ο Πότης» και υπογράφει συμβόλαιο με τον Emmanuel David για αποκλειστική συνεργασία με την γκαλερί του (μετέπειτα γνωστή ως «Galerie David et Garniere», και τελικά ως «Galerie Maurice Garnier»).
Από τότε μέχρι το 1999 είχε μια
αδιάκοπη παρουσία σε εκθέσεις τόσο στη Γαλλία όσο και σε όλο τον κόσμο. Το ύφος
του είναι καθαρά παριζιάνικο, όπως καθιερώθηκε από τον Toulouse-Lautrec
(1864-1901) και φτάνει μέχρι σήμερα στους καλλιτέχνες της Μονμάρτης, που για
λίγα φράγκα σκιτσάρουν με κάρβουνο στο δρόμο τα πορτρέτα των περαστικών. Οι
μαύρες χοντρές γραμμές του Buffet
ακόμη και όταν χρησιμοποιεί λάδια, θυμίζουν μολυβιές από κάρβουνο, ενώ μια από
τις αγαπημένες τεχνικές του είναι το σκιτσάρισμα με την πλατιά επιφάνεια του
μολυβιού και όχι μόνο με τη μύτη.
Πέρα, όμως, από το τεχνικό
υπόβαθρο τα έργα του αποπνέουν μια έντονη συναισθηματική φόρτιση με προτίμηση
σε ζοφερά, αποτρόπαια θέματα. Χρησιμοποιώντας την τραγική μορφή του κλόουν,
όπως πολλοί προγενέστεροι ιμπρεσιονιστές, ο Buffet κατάφερε να εκφράσει την υπαρξιακή αγωνία της
γαλλικής μεταπολεμικής κοινωνίας.
Το 1951 ζωγράφισε μια σειρά
από πίνακες που απεικονίζουν τα «Πάθη Του Κυρίου», προκειμένου να διακοσμήσει
το εσωτερικό της εκκλησίας του Chateau
de l’
Arc. Δέκα χρόνια αργότερα παραχώρησε τα έργα αυτά
στο Μουσείο του Βατικανού, όπου βρίσκονται πλέον σε μόνιμη έκθεση.
Παθιασμένος με τη δουλειά του
περνούσε πολλές ώρες καθημερινά στο ατελιέ του κι άρχισε να ασχολείται με
ολοένα και περισσότερα πράγματα: είτε κάνοντας εικονογραφήσεις σε εξώφυλλα
βιβλίων και κινηματογραφικών αφισών είτε σχεδιάζοντας διαφημιστικά πόστερ,
ετικέτες κρασιών, χαρτί περιτυλίγματος.
Οι επικριτές του δεν άργησαν
να τον ειρωνευτούν ως υπερπαραγωγικό, τυποποιημένο και υπέρ του δέοντος
εμπορικό, όμως αυτό δεν επηρέασε στο ελάχιστο την ανταπόκριση και το θαυμασμό
στο έργο του από τους ξένους. Έτσι, στις 23 Νοεμβρίου του 1973 εγκαινιάζεται το
«Bernard Buffet Museum» στη Shizuoka της Ιαπωνίας. Όμως η μοίρα τού έπαιξε ένα
πολύ άσχημο παιχνίδι: ο Buffet
πάσχει από τη νόσο του Πάρκινσον, μια τραγική κατάληξη για έναν ζωγράφο.
Ωστόσο, δεν το έβαλε κάτω, και
συνέχισε να ζωγραφίζει έως το τέλος πιο παθιασμένα από ποτέ. «La Mort-Ο
Θάνατος» είναι ο τίτλος της τελευταίας δουλειάς του, που παρουσιάστηκε στο
κοινό μετά τον θάνατό του, το 2000. Στις 4 Οκτωβρίου του 1999 αυτοκτονεί.
Φορώντας μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι του και κλείνοντάς τη στο λαιμό με
μονωτική ταινία πεθαίνει από ασφυξία.
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 14 Ιουνίου
2015, σ. 5.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου