«Οικογενειακή» φωτογραφία της ομάδας
το 1964
Gruppo 63
Πολιτισμικοί
Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου
Ομάδα Ιταλών ποιητών, συγγραφέων και διανοούμενων, που
έδρασε κατά τη δεκαετία του ’60
Οι βασικοί εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος (Εντοάρντο Σανγκουινέτι, Έλιο
Παλιαράνι, Αλφρέντο Τζουλιάνι, Αντόνιο Πόρτα, Άντζελο Γκουλιέλμι) εντείνουν,
από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, τις προσπάθειές τους για να απελευθερώσουν
την ιταλική λογοτεχνία από την κληρονομιά των παλιών εμπειριών μιας δυσνόητης,
παρηκμασμένης, ρεαλιστικής ποίησης. Οι λογοτεχνικές τους αναφορές είναι η
αγγλική ποίηση (Έλιοτ, Τζόις, Πάουντ, Τόμας) και το έργο του Κάρλο Εμίλιο
Γκάντα, το οποίο ξαναδιαβάζουν ως το πρότυπο μιας πιο καυστικής λογοτεχνικής
έκφρασης, που βασίζεται σε μια τεχνική και φιλολογική προσέγγιση του
γλωσσολογικού υλικού, δίνοντας αφορμή για μια εξευγενισμένη απομίμηση λεκτικών
επινοήσεων και ιδιωματισμών.
Οι απαρχές
Η ιστορία της ομάδας ξεκινά το 1956 με την ίδρυση στην Μπολόνια του
περιοδικού «Il Verri», το οποίο διευθύνει ο κριτικός Λουτσιάνο
Αντσέσκι, που θα αναπτύξει μια εργασία ανάλυσης και μετατροπών των ιδεών της
νέας αβανγκάρντ της μεταπολεμικής εποχής. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται και η
ποιητική συλλογή «Laborintus» του
Σανγκουινέτι, που επεξεργάζεται ήδη αυτό που θα γίνει η πιο σημαντική θέση της
ομάδας: η ποίηση ως «κριτική της γλώσσας».
Η θέλησή τους να
ευθυγραμμιστούν με τις αναζητήσεις της αβανγκάρντ οδηγεί στη συνέχεια τους
ποιητές που βρίσκονται υπό τη στέγη του «Il Verri»
στο να αφομοιώσουν κυρίως τις αρχές της άτυπης τέχνης. Τον Απρίλιο του 1961
εκδίδεται η ανθολογία «I Novissimi» (Οι πολύ καινούργιοι). Καταγγέλλοντας την
απαρχαιωμένη υπόσταση των παλαιών λογοτεχνικών μορφών, που δεν μπορούν πια να
αποδώσουν την κατάσταση κρίσης του σύγχρονου ανθρώπου, η καινούργια ποίηση
θέλει να είναι μια πράξη δύναμης και εισβολής στην πραγματικότητα. Οι νέοι
ποιητές παρουσιάζουν οι ίδιοι τους στίχους τους ως παραδείγματα της «action poetry», όπως και οι πρώτοι μη επίσημοι Αμερικανοί ζωγράφοι μιλούσαν για action painting.
Ο Σανγκουινέτι είναι ο
θεωρητικός της «επιστροφής στην αταξία», ικανής να μεταφράσει άμεσα, με όρους
«γλωσσολογικής παθολογίας», την υποβάθμιση και την αστάθεια της γλώσσας που
ρυθμίζει τις κοινωνικές συναλλαγές στη εποχή των Μ.Μ.Ε. Ο Αλφρέντο Τζουλιάνι
διαβεβαιώνει πως η ποίηση δεν μπορεί παρά να είναι «μια κριτική μίμηση της
παγκόσμιας σχιζοφρένειας, αντανάκλαση και αμφισβήτηση μιας κοινωνικής
κατάστασης και ενός φαντασιακού που έχουν διασπαστεί». Με πλήρη συνείδηση του
πρωτοποριακού της χαρακτήρα, η ομάδα «Gruppo 63» διακηρύττει τη θέλησή της να διαρρήξει τη σχέση της με την αστική
ιδεολογία της επίσημης λογοτεχνίας και με τη ρυθμιστική γραμματική των πιο
παραδοσιακών μορφών της.
Την επόμενη χρονιά, 1962, το
μυθιστόρημα «Capriccio italiano» του Σανγκουινέτι δέχεται πολύ άσχημες
κριτικές, παρόλο του το δοκίμιο του Ουμπέρτο Έκο, «Ανοιχτό έργο», παρέχει
καινούργια στοιχεία για παρόμοιους πειραματισμούς που διεξάγονται στην Ευρώπη,
καθώς και καινούργια εργαλεία για μια πιο λειτουργική σκέψη γύρω από την αβανγκάρντ.
Το συνέδριο στο Παλέρμο
Πάνω σε μια ιδέα του Μπαλεστρίνι, τον Οκτώβριο του 1963, θα διεξαχθεί
στο Παλέρμο το πρώτο συνέδριο όπου θα συγκεντρωθούν οι πρωταγωνιστές και οι
παρατηρητές αυτού του καινούργιου ρεύματος της ιταλικής λογοτεχνίας. Με τη
συμβολική επιλογή του Παλέρμο, μας υπενθυμίζουν την αντίθεσή τους με το
αντιδραστικό κύμα, που έχει ήδη στιγματιστεί από τον Έλιο Βιτορίνι, ο οποίος
βασίζεται στην έκδοση του «Γατόπαρδου» του Τομάσι ντε Λαμπεντούζα, μια
ουσιαστική προσπάθεια συντήρησης της ιταλικής πεζογραφικής παράδοσης.
Από την έναρξη του συνεδρίου,
στο οποίο συμμετέχουν 34 συγγραφείς και 9 κριτικοί, προερχόμενοι από όλη την
Ιταλία, υιοθετείται η ονομασία «Gruppo
63», μια άμεση παραπομπή στο γερμανικό «Groupe 47». Το συνέδριο γίνεται η αφορμή για πολύ έντονες
διαμάχες, που συνδυάζονται με συναυλίες, παραστάσεις, απαγγελίες ποιημάτων και
ανάγνωση αποσπασμάτων λογοτεχνικών κειμένων. Η ομάδα επιτίθεται με πολύ έντονο
τρόπο στους Κάρλο Κασόλα και Τζόρτζιο Μπασάνι, συγγραφείς μυθιστορημάτων για «νεαρά
κορίτσια» και γνήσιους εκπροσώπους του απολιθωμένου κόσμου της ιταλικής
λογοτεχνίας.
Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει
στην «Οπτική ποίηση» (Poesia
visiva), η αμφισβήτηση του «Gruppo 63» ασκείται πάνω και μέσω της γλώσσας, αφού
αυτή είναι το μοναδικό πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στον διανοούμενο
και στην αστική τάξη. Στα ποιήματα, τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα τους,
τα μέλη της ομάδας υλοποιούν τις αλλοιώσεις του νοήματος, το κολάζ των λέξεων,
την παράκαμψη των κανόνων του συντακτικού, τις αυθαίρετες αλληλουχίες φράσεων,
μετατρέποντας τη γλώσσα στο αντίστοιχο των κηλίδων του Ρόρσαχ.
Οι διαμάχες
Σύμφωνα με τον Σανγκουινέτι, η αβανγκάρντ οφείλει να εκφράσει μέσω
αυτών των πρακτικών «τη συνείδηση της σχέσης της ιδεολογίας και της γλώσσας». Ο
Αλμπέρτο Μοράβια τού απαντά πως το να δώσουν προτεραιότητα στην έρευνα πάνω στη
γλώσσα σημαίνει πως αποκόβονται από κάθε επαφή με την πραγματικότητα, καθώς
μόνο η συγκεκριμένη χρήση των λέξεων μπορεί να κάνει εφικτό ένα πολιτικό έργο
κριτικής της κοινωνίας.
Οι αριστεροί λογοτεχνικοί
κύκλοι, που συνδέονται με τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι, επίσης, έχουν αρνητική
γνώμη: η υιοθέτηση του καθαρού πειραματισμού καταλήγει σε μια ηθική και
πολιτική αποδέσμευση που αντικειμενικά ισοδυναμεί με τη συνεργασία με τις
δυνάμεις του ιταλικού νεοκαπιταλισμού.
Τα επόμενα χρόνια, διεξάγονται
και άλλα παρόμοια συνέδρια που σηματοδοτούν τη θέληση της ομάδας να ξεφύγει από
τα ελεγειακά συναισθήματα, από τους κύκλους της επαρχίας, από τη ρητορική
επιτήδευση που ανέκαθεν χαρακτήριζαν την ιταλική λογοτεχνία. Καινούργια
περιοδικά όπως τα «Malebolge», «Grammatica», «Marcatre», «Quindici», έρχονται να
προωθήσουν την αναθεώρηση της ιστορικής αβανγκάρντ και να θεμελιώσουν το
διάλογο ανάμεσα στους εικαστικούς καλλιτέχνες και στους συγγραφείς.
Η πτώση της ομάδας ξεκινά το
1967, όταν η έντονη ιδεολογική τάση των κοινωνικών κινημάτων και της
επαναστατικής αμφισβήτησης των φοιτητών εγκαινιάζει ένα καινούργιο στάδιο στην
ιταλική αβανγκάρντ.
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 12 Ιουλίου
2015, σ. 4.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου