Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Περιθωριακά 57

Ο κιθαρίστας Τάσος Στυλιανού & ο ντράμερ Γιώργος Κούλας τζαμάρουν στο «Καφενείο 11»

Καφενείο 11
«Οι Πέμπτες της τζαζ στη Χώρα»

Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου

Ένα άτυπο καταφύγιο των μουσικών της τζαζ, ένας ιδιαίτερος χώρος ηχοχρωμάτων, μια «μπάρα» που σέβεται την καλή μουσική


Στα σπλάχνα της παλιάς πόλης της Λευκωσίας λειτουργεί, από το 2013, ένα από τα καλύτερα κι ανεπιτήδευτα μαγαζιά του τόπου μας. Ο χώρος του θυμίζει καφενέ νησιών των Κυκλάδων, αν όχι αυθεντικό ελληνικό καφενείο της Χώρας της Κύπρου –μια που κι εμείς σε νησί κατοικούμε, κι ας μας διαφεύγει ενίοτε.
  Ο ιδιοκτήτης του, Δημήτρης Πασχάλης (ο πάλαι ποτέ συνεταίρος τού Τζόναθαν Μάτση, της αειθαλούς «New Division»), είναι λάτρης και καλός γνώστης της λαϊκής-ρεμπέτικης, μπλουζ και τζαζ μουσικής. Επίσης, δεν θα ήταν υπερβολή να αναφέρουμε πως γνωρίζει, σχεδόν, όλους τους καλούς μουσικούς του νησιού και απ’ όλα τα ιδιώματα.
  Η αγάπη του, λοιπόν, για τη μουσική τον οδήγησε στη δημιουργία του «Καφενείου 11», όπου στα τρία χρόνια λειτουργίας του έχει φιλοξενήσει πληθώρα σχημάτων και μεμονωμένων μουσικών από την Κύπρο, την Ελλάδα και το εξωτερικό.      

All about jazz
Από το 1999, που επαναπατρίστηκα στον τόπο καταγωγής του πατέρα μου και κατ’ επέκταση δικό μου, και κατοικώντας (όπως πάντα από το 1971) στο κέντρο της Λευκωσίας δεν υπήρξε περίπτωση που να μην πληροφορηθώ για την όποια ζωντανή εμφάνιση ποικίλων μουσικών σχημάτων.
   Έκτοτε έχω παρακολουθήσει πολλές, ας της πω, συναυλίες-συνευρέσεις διάφορων μουσικών και σε ετερόκλητους έως εναλλακτικούς χώρους της πόλης. Ήταν η εποχή που σιγά-σιγά επέστρεφαν οι μουσικοί από τις σπουδές τους, κι άρχισε να δημιουργείται μία δραστήρια έως θετικά έκρυθμη κατάσταση γύρω από την καλή μουσική.
   Έτσι άρχισα να γνωρίζω και τους τζαζ μουσικούς του νησιού. Από συνευρέσεις τους σε λόμπι ξενοδοχείων, μικρούς και μεγάλους συναυλιακούς χώρους, μπαρ, πολιτιστικούς συλλόγους και λέσχες, καφετερίες, φεστιβάλ και αλλού έως και σε γάμους κοινών γνωστών.
   Δεκαπέντε χρόνια μετά οι πλείστοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχουν καταξιωθεί στη συνείδηση του κοινού που ακούει τζαζ μουσική, που ξέρει να ακούει τζαζ μουσική, που γνωρίζει τέλος πάντων πέντε πράγματα παραπάνω γι’ αυτό το ιδίωμα.
    Αν και το ευρύ κοινό παραμένει εν πολλοίς απαίδευτο, εντούτοις ένας σκληρός πυρήνας ακολουθεί τις μουσικές αυτές διαδρομές των τζαζ μονοπατιών, και είμαι σίγουρος πως χαίρεται με την ψυχή του κάθε session, gig ή ό,τι άλλο προκύπτει.
   Το γεγονός πως, ο Δημήτρης Πασχάλης, κατάφερε να δημιουργήσει το «Καφενείο 11», και με τον καιρό να το καταστήσει πόλο έλξης μουσικών της τζαζ είναι κάτι που ελάχιστοι περίμεναν.   

Το σταθερό σχήμα
Τάσος Στυλιανού (κιθάρα), Ιωάννης Βαφέας (ντραμς) και Μιχάλης Μέσσιος (κοντραμπάσο) είναι το τρίο που, σταθερά κάθε Πέμπτη, εμφανίζεται στο «Καφενείο 11». Εξαίρετοι μουσικοί και συνθέτες, αποτελούν μία από τις γνωστότερες μουσικές τριάδες στο χώρο της τζαζ στο νησί.
   Οι, σχεδόν, συνομήλικοι αυτοί μουσικοί (γύρω στα 45… φεύγα) βρίσκονται χρόνια μαζί και έχουν παίξει και μ’ όλους τους υπόλοιπους τζαζ παίκτες του νησιού, και φυσικά και του εξωτερικού. Κι αν, για τον απληροφόρητο αναγνώστη, αυτό το: «και φυσικά και του εξωτερικού» ξενίζει δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως και ο κύριος Στυλιανού, και ο κύριος Βαφέας, και ο κύριος Μέσσιος είναι βιρτουόζοι των οργάνων τους και έχουν διακριθεί σε ελλαδικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
   Γνωρίζοντας ο ένας τα μουσικά «χούγια» του άλλου, μπορούν άνετα να περάσουν από ένα προβαρισμένο κομμάτι σ’ έναν ευφυέστατο αυτοσχεδιασμό, που κρατάει όλους τους κανόνες του τζαζ ιδιώματος και φορές τους υπερβαίνει προσφέροντας στους ακροατές ανεπανάληπτες βραδιές.
   Το ρεπερτόριο κινείται από standard κομμάτια της 120άχρονης διαδρομής της τζαζ μουσικής, τη συνάντησή της με άλλες μουσικές (Λατινικής Αμερικής, Κούβας, Καραϊβικής, Αφρικής, Ευρώπης και οπωσδήποτε Ελλάδας και Κύπρου) μέχρι και τον άκρατα ελεύθερο αυτοσχεδιασμό των προαναφερθέντων μουσικών σε δικές τους συνθέσεις που απογειώνουν την πίστη τους και την προσήλωσή τους στη μουσική.
   Πάντα ανοιχτοί, όπως κάθε καθαρόαιμος τζαζ μουσικός, προσκαλούν και φίλους τους μουσικούς να πλαισιώσουν τις εμφανίσεις τους, οι οποίοι και «τζαμάρουν» μαζί τους δίνοντας την πραγματική διάσταση και ουσία της τζαζ: τη συμμετοχή όλων όσοι είναι ικανοί να απογειώσουν τη δυναμικότητα του οργάνου τους στο θεσπέσιο σύμπαν που αυτή η μουσική κατοικεί.      
     
Round about the seasons
Η ιδιαιτερότητα του «Καφενείου 11» είναι πως είναι ανοιχτό όλες τις εποχές του χρόνου –ποιες δηλαδή;… στην Κύπρο κατοικούμε… χειμώνα-καλοκαίρι! Η νησιώτικη αυλή του ανοίγει με το που αρχίζει να ιδρώνει το σβέρκο μας, και οι ήχοι από τις κιθάρες, τα ντραμς, τα κοντραμπάσα, τα σαξόφωνα, τις τρομπέτες, τα μεταλλόφωνα και όποια άλλα όργανα φανταστείτε, όπως και οι αιθέριες τζαζ γυναικείες φωνές, συντροφεύουν τον έναστρο ουρανό της Λευκωσίας νύχτες και νύχτες που ούτε οι καμπάνες ούτε οι χότζες μπορούν να συναγωνιστούν.
   Το «Καφενείο 11» δεν περιορίζεται, βέβαια, στη φιλοξενία τζαζ μουσικών. Ρεμπέτες, ροκ, μπλουζ, ποπ, φολκλόρ, κλασικοί και άλλοι μουσικοί «ιερουργούν» και «κοινωνούν» τις μουσικές τους στο χώρο του. Εδώ δοκιμάζονται και οι νέοι μουσικοί, φορές μαθητές ή και φοιτητές των δασκάλων που πρωτοστατούν, δίνοντας τους έτσι την ευκαιρία να εκτεθούν και να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις τους και τα λάθη τους, με τα πλεονεκτήματά τους και τα μειονεκτήματά τους. Κι όλα αυτά με μία και μόνο απαράβατη προϋπόθεση: την αυθεντικότητα.    

Info
«Καφενείο 11», Πειραιώς 27 & Σούτσου 11 γωνία, παλιά πόλη Λευκωσίας. Κάθε Πέμπτη ζωντανή τζαζ μουσική, μετά τις 21:00, και έκτακτα (ενημερωθείτε μέσα από τη σελίδα του «Καφενείου 11» στο facebook). Δεν χρειάζεται κράτηση.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016, σ. 5.

Περιθωριακά 56

Charlie Haden
[1937-2014]


Charlie Haden
«Η jazz της απελευθέρωσης»

Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου

Ένας από τους μεγάλους Αμερικανούς μουσικούς της jazz, πρωτοπόρος μαζί με τον Ornette Coleman του ρεύματος της Free-jazz


Γεννημένος στις 6 Αυγούστου του 1937 στην Αϊόβα των μέσο-δυτικών αγροτικών πολιτειών των Η.Π.Α., ξεκίνησε τραγουδώντας μουσική country με την μπάντα της οικογένειάς του. Όταν μια ασθένεια πολιομυελίτιδας στα 14 χρόνια του τού στέρησε τη δυνατότητα να τραγουδά, στράφηκε στην τζαζ κι έμαθε να παίζει κοντραμπάσο. Σημαντικό γεγονός, πέραν της ασθένειας, γι’ αυτήν του τη μεταστροφή ήταν μία συναυλία που παρακολούθησε εκείνη την περίοδο των Charlie Parker και Stan Kenton. Απεβίωσε στις 11 Ιουλίου του 2014, στο Λος Άντζελες.
   Ο Charlie Haden αποτελεί μεγάλη φυσιογνωμία της jazz. Ηχογράφησε πάμπολλους δίσκους, τόσο με δικές του μπάντες όσο και με κορυφαία ονόματα της jazz μουσικής, στα σχεδόν 50 χρόνια της μουσικής του διαδρομής. Η συνεργασία του με τον Ornette Coleman είναι παροιμιώδης έως μυθική. Ηχογράφησαν μαζί περίπου 15 δίσκους, αλλάζοντας ή καλύτερα εξελίσσοντας κι ανακαλύπτοντας νέα μουσικά μονοπάτια αναφορικά με το jazz μουσικό ιδίωμα. Επίσης, η συνεργασία του με τον Keith Jarrett έχει αφήσει εξαιρετικές δουλειές. Ούτε λίγο ούτε πολύ ηχογράφησαν μαζί 20 δίσκους.
   Θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε σελίδες για τον μεγάλο αυτόν κοντραμπασίστα· μόνο τη δισκογραφία του να καταγράφαμε σε μορφή καταλόγου-σχολίων δεν θα μας έφταναν οι 16 σελίδες του «Ηδύφωνου». Έτσι, αναγκαστικά, αρκούμαστε να αναφερθούμε στην εποχή του δίσκου-σταθμού στην ιστορία της jazz, «The shape of Jazz to come», και στην «άλλη» Αμερική, όπου ο Haden έστρεψε το βλέμμα του, μια και υπήρξε βαθιά πολιτικοποιημένος, φυσικά, ως άνθρωπος και το σημαντικότερο ως μουσικός.     

«The shape of Jazz to come»
Τα τέλη της δεκαετίας του ’50 ήταν καμπή για τη μουσική τζαζ. Οι «μεγάλες μπάντες» του μεσοπολέμου αποτελούσαν παρελθόν. Το ίδιο όμως και τα διάδοχα πρωτοποριακά ρεύματα hardbop και bebop της δεκαετίας του ’40. Το 1959 ο Haden ηχογραφεί με τον Ornette Coleman το δίσκο «The shape of Jazz to come». Ήταν η αρχή ενός νέου ρεύματος, της Free-jazz, που έφερε πολλά πρωτοποριακά στοιχεία σε σχέση με τις μουσικές συμβάσεις που κυριαρχούσαν. Ήταν μουσική ελεύθερη από τους απόλυτους περιορισμούς των συγχορδιών, του τέμπο και των αρμονικών κανόνων, εισήγαγε τον αυτοσχεδιασμό και τη χρήση μουσικών οργάνων άγνωστων ως τότε, συνήθως από αφρικανικές ή ασιατικές χώρες. Ήταν πρωτοποριακή αλλά συνάμα κοίταζε προς τα πίσω, στις πρωτόγονες και θρησκευτικές ρίζες του μπλουζ και του γκόσπελ. Παραχωρούσε την ελευθερία στην έκφραση, όμως είχε δομή και δικούς της κανόνες. Ο αυτοσχεδιασμός ήταν συλλογικός και όχι με κέντρο το «μεγάλο» όνομα της μπάντας. Γι’ αυτό συγκρούστηκε με την εμπορικότητα και διεκδίκησε να αναγνωριστεί σαν τέχνη και όχι σαν διασκέδαση.

Η «άλλη» Αμερική
Η εμφάνιση της Free-jazz δεν ήταν τυχαία. Όπως και το ροκ και η σόουλ, «άκουγε» και έκφραζε τους αγώνες και τις αντιστάσεις που έρχονταν από την «άλλη» Αμερική, την Αμερική των γκέτο και της πάλης για δικαιώματα για τους μαύρους, του κινήματος ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Charlie Haden έβαλε τον εαυτό και τη δουλειά του στο κέντρο αυτών των εξελίξεων και δούλεψε όχι μόνο με τον Ornette Coleman αλλά με τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης: Dizzy Gillespie, John & Alice Coltrane, Archie Shepp και άλλους.
   Το 1969, στο απόγειο του κινήματος, ο Haden συνεργάζεται με την Carla Bley και πολλούς μουσικούς από διαφορετικές εθνικότητες και στυλ στην «Liberation Music Orchestra», ένα άλμπουμ εμπνευσμένο από τον Ισπανικό Εμφύλιο και τις καταιγιστικές πολιτικές εξελίξεις της περιόδου. Περιλάμβανε τρία λαϊκά ισπανικά τραγούδια, συν το «Τραγούδι του ενιαίου μετώπου» των Μπρεχτ-Άισλερ, ένα τραγούδι για τον Τσε Γκεβάρα κι ένα εμπνευσμένο από το επεισοδιακό συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο (Circus ’69), έκλεινε δε με το κλασικό αντιρατσιστικό «We shall overcome» του Πιτ Σίγκερ. Με το εγχείρημα αυτό ο Charlie Haden ήθελε να δώσει φωνή στους καταπιεσμένους όλου του κόσμου, να χρησιμοποιήσει τη μουσική σαν μεγάφωνο για να εκφράσει την αλληλεγγύη στα ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα. Το 1971 σε μια περιοδεία στην Πορτογαλία (τότε κάτω από τη δικτατορία του Σαλαζάρ), ο Haden αφιέρωσε το τραγούδι για τον Τσε στους αντιαποικιακούς αγωνιστές της Μοζαμβίκης, της Αγκόλας και της Γουινέα-Μπισάου, με αποτέλεσμα να συλληφθεί στο αεροδρόμιο κατά την έξοδό του από τη χώρα από τη μυστική αστυνομία της χούντας. Αφέθηκε ελεύθερος με επέμβαση της Αμερικανικής Πρεσβείας, για να αντιμετωπίσει λίγο αργότερα στις Η.Π.Α. τις ενοχλητικές ερωτήσεις του FBI.
   Και μετά την υποχώρηση του κινήματος του ’68 -’69, ο Haden έμεινε συνεπής στις απόψεις του, παρά την αναγνώριση που είχε η μουσική του και ο ίδιος από το κατεστημένο. Ανασυγκρότησε την Liberation Music Orchestra τρεις ακόμη φορές, με τελευταία φορά το 2005, όταν ηχογράφησαν το άλμπουμ «Not in our name», κραυγή διαμαρτυρίας κατά του πολέμου στο Ιράκ, που μοιράζεται το όνομά της με το μότο του αντιπολεμικού κινήματος. Σε όλη του ζωή αγωνίστηκε έμπρακτα για την άλλη Αμερική που ονειρευόταν, αν και ο ίδιος δεν υπήρξε ακριβώς θύμα της βαρβαρότητάς της, υπήρξε όμως βήμα και φωνή για όλο τον κόσμο που ήθελε να παλέψει, λευκούς και μαύρους.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016, σ. 6.

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 59

Ο σημαντικός σύγχρονος συνθέτης & τζαζ κιθαρίστας Τάσος Στυλιανού, φωτογραφία Νίκος Φιλίππου

Τάσος Στυλιανού
«Ένας συνθέτης του καιρού μας»

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου

Οι Έλληνες Κύπριοι δημιουργοί της σύγχρονης σοβαρής μουσικής διαπρέπουν στο εξωτερικό και αγωνίζονται στο εσωτερικό για την ουσιαστική καλλιέργεια του Ήχου… «εις ώτα μη ακουόντων»

Τον κύριο Στυλιανού τον γνώρισα, σχεδόν πριν από μια δεκαετία, ίσως και παραπάνω, σ’ ένα μπαρ της παλιάς πόλης της Λευκωσίας όπου έπαιζε τζαζ κιθάρα με ένα σχήμα του σαξοφωνίστα Χάρη Ιωάννου. Μετά το τέλος του session, του συστήθηκα και πιάσαμε την κουβέντα εστιάζοντας στο μεγάλο κιθαρίστα του τζαζ ιδιώματος Kenny Burrell, μια και το παίξιμό του μου θύμισε τη μαγεία των ήχων του προαναφερθέντα Αμερικανού μουσικού.
   Έκτοτε παρακολουθούσα συχνά-πυκνά τις εμφανίσεις του διαπιστώνοντας, σταδιακά, πως δεν έχω μόνο την τύχη και την τιμή να ακούω και να συναναστρέφομαι έναν βιρτουόζο κιθαρίστα της τζαζ και πέρα από αυτήν, αλλά έναν σοβαρό συνθέτη του καιρού μας… αντάξιο ενός Ξενάκη ή ενός Χρήστου (συνθέτες σύγχρονης κλασικής μουσικής που αγαπώ), κι αυτό δεν γράφεται με κανένα ίχνος υπερβολής.   

Ένας συνθέτης της πρωτοπορίας
Απερίφραστα, ο κύριος Στυλιανού είναι ο κύριος εκπρόσωπος της σύγχρονης σοβαρής-κλασικής κυπριακής μουσικής, αν και τον περιορίζω γεωγραφικά κι αυτό, ίσως, τον αδικεί μια κι όπως θα διαβάσετε παρακάτω (στο σύντομο βιογραφικό) ο συνθέτης είναι όχι μόνο αναγνωρισμένος και καταξιωμένος, αλλά θεωρείτε και πρωτοπόρος σ’ αυτό που έχει δημιουργήσει και δημιουργεί, στη σκληρότητα του ανταγωνισμού -σε τέτοιο μουσικό επίπεδο, που αναφερόμαστε- τόσο των Η.Π.Α όσο και της Ευρώπης.
  Δεν θα σας κουράσω αναφερόμενος και ξεκλειδώνοντας με μουσικολογικούς όρους στη/τη μουσική του Τάσου Στυλιανού. Είμαι σίγουρος πως ούτε ο συνθέτης θα το ήθελε αυτό. Θα αρκεστώ να γράψω πως τα ηχοτοπία, η αύρα, η ουσία που ρέει ακούγοντας έργα του συνθέτη διεισδύει στον πυρήνα της απόλυτης δημιουργίας και προσήλωσης στο «Σκοπό» ενός αυθεντικού «εραστή» της Ευτέρπης (αρχαία μούσα της μουσικής και της λυρικής ποιήσεως) και της Αοιδής (αρχαιότερη Ελικωνιάδα μούσα του τραγουδιού).
  
Ένα κείμενο
Παραθέτω ένα κείμενο του συνθέτη, με την άδειά του, όπως έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του (ανάμεσα σε άλλα κείμενα περί μουσικής και όχι μόνο), όπου και παραπέμπω τον φιλόμουσο αναγνώστη για να ακούσει και δείγματα συνθέσεων-έργων τού Τάσου Στυλιανού (www.stylianoutasos.com):
-Κυπριακή Μουσική: «Εξώγεννα στοιχεία ρημάζουν καθημερινά τις ήδη μειωμένες μας αντιστάσεις. Σχεδόν κανείς δεν θέλει να διαγράψει την προσωπική του αξία, αλλά ταυτόχρονα ούτε και την προσφέρει. Εντούτοις, τα αρχαιοφώτιστα μελωδικά στοιχεία ταυτότητας που μας έχουν παρακαταθέσει οι πατεράδες και οι παππούδες μας, παραμένουν δουλοπρεπώς και οικιοθελώς ξένα. Παρόλα αυτά, εκ ρίζας και εκ φύσεως θα παραμείνουν, έστω και σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων -κοινώς, common time- αλησμόνητα και απροσπέραστα. Ό,τι κι αν κάνουμε, όσα κι αν μάθουμε, «Αυτοί» είναι που μέσα από το συμπαντικό διαδίχτυο θα μας αναγεννούν.
   Ο κυπριακός ήχος, η συνέχεια, το πνεύμα και η αναγκαιότητα ύπαρξής του, δεν μπορεί να μην αφήνεται να περάσει εντός. Ακόμα και μέσα στα αμέτρητα «χαμηλά» και «υψηλά» ιδρύματα καλών τεχνών που ενσαρκώνει ο τόπος, δηλώνει υποσκιασμένος αφού παρακάμπτεται από τις δίγλωσσες και ιδρυματοποιημένες παραδόσεις «μουσικών» διαλέξεων. Μιλούν, και καλώς πράττουν να μιλούν, για τη μουσική των Μπετόβεν, Στραβίνσκι, για ήχους τζαζ, ροκ, μπλουζ κ.ά., αλλά δεν καταλαβαίνω… «γιατί» δεν μιλάνε και για τη δική μας, ενδογενή, μουσική δημιουργία. Μήπως είναι τελικά δυνατόν να αγνοούν, έστω και την ψευδαίσθηση, πως μπορεί να είναι πιθανή η μουσική διαιώνιση στο αφροδίσιο νησί; Μήπως οι ειδήμονες λησμονούν και δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι μέσα από τον υπέρμετρο χορό του έρωτα που επέρχεται η ανθόλουστη κυοφορία της Μούσας; Μούσας, που αν δεν υποστεί μαρτυρικά το πλήγμα της εκτρώσεως, από την ανελέητη εξάντληση που θα της επιφέρουν τα στενόχωρα κέντρα επεξεργασμένων πληροφοριών, τότε, τελετουργικά, θα διανθίσει το είδος και θα περιλούσει, με τους πανέμορφους πονόηχους της γέννας της, τη ζωή του μέλλοντος.
   Το μείγμα έχει διογκωθεί, με αποτέλεσμα να ξεχειλίζει και να διασκορπίζεται ανελέητα στο πουθενά. Έχει γίνει πιάτο με γερμανικό λουκάνικο, ωμό ψάρι και στιφάδο γκούλαζ. Κι όλα αυτά, όχι εξ ανάγκης για μια καινούργια διαλεκτική μορφή έκφρασης, αλλά για χάρη του μείγματος. Παρόλα αυτά, η Κυπριακή Μουσική στέκεται –είτε μέσα από το ΣΟΒΑΡΟ λαουτάρη, είτε μέσα από το νέο ΚΥΠΡΙΟ δημιουργό, που ακόμα κανείς δεν γνωρίζει.».


Τάσος Στυλιανού: In brevis
Γεννήθηκε το 1969 στη, κατεχόμενη σήμερα από τους Τούρκους, Μόρφου. Σπούδασε μουσική στις Η.Π.Α. στο Mannes College of Music, Τζαζ και Σύγχρονη Μουσική στο New School for Social Research, σύνθεση με τον Henry Martin και στη Σχολή Μουσικής Aaron Copland του Queens College (MA στη Σύνθεση) με τους Morris Rosenzweig, Thea Musgrave και Paul Levy. Είναι επίσης κάτοχος Ph.D. στη Σύνθεση από το Πανεπιστήμιο της Utah όπου μελέτησε με τον Morris Rosenzweig. Έχει κερδίσει βραβεία και πολλές τιμητικές διακρίσεις μεταξύ των οποίων είναι, το Βραβείο Σύνθεσης και την υποτροφία στη Σύνθεση Leroy Robertson, το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό σύνθεσης της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου και το τιμητικό βραβείο από το διεθνή διαγωνισμό σύνθεσης ALEA III. Έχει λάβει επίσης χορηγήματα από το UTA (University Teaching Award) του Πανεπιστημίου της Utah και υποτροφία από το Banff Residency στον Καναδά και από το Composers Conference στη Βοστόνη, όπου υπήρξε συνθέτης in residence. Έχει επίσης συνεργασθεί με την Parma Recordings για τον ψηφιακό δίσκο «Mosaic» -μια συλλογή έργων, μέσω του Συλλόγου Συνθετών του οποίου είναι μέλος. Του έχουν ανατεθεί διάφορες συνθέσεις έργων, όπως από τον Όμιλο Κλασικού Ελληνικού Θεάτρου της Utah, τον παγκοσμίου φήμης φλαουτίστα Carlton Vickers, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου κ.ά.. Ανάμεσα στους συνθέτες με τους οποίους έχει συνεργαστεί περιλαμβάνονται οι Morris Rosenzweig, Thea Musgrave, Paul Levy, Mario Davidovsky, Johnathan Harvey, Pierre Boulez, Paul Lanky, Steven Mackie κ.ά. Έργα του έχουν εκτελεστεί από διάφορους μουσικούς όπως οι Bodil Robech και Carla Rees, σύνολα όπως το New York Music Ensemble, Canyonlands New Music Ensemble, ALEA III, Εθνική Χορωδία της Μολδαβίας, New Music Ensemble του Πανεπιστημίου της Utah, dissonArt ensemble, Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου και σε συναυλίες του Κέντρου Κυπρίων Συνθετών, όπου είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Συνεργάζεται συχνά με σύνολα και εκτελεστές από την Κύπρο και το εξωτερικό.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 3 Απριλίου 2016, σ. 4.

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 58

Ο σημαντικός σύγχρονος κοντραμπασίστας Μιχάλης Μέσσιος

Μιχάλης Μέσσιος
«Τα δάχτυλα ενός γίγαντα της τζαζ»

Χωρίς υπερβολή, ένας από τους σημαντικότερους κοντραμπασίστες του καιρού μας, ένας εξαίρετος μουσικός και συνθέτης του τζαζ ιδιώματος που τα θαλάσσια σύνορα του νησιού δεν περιορίζουν τις πολυσχιδείς δραστηριότητές του

Εδώ και πάνω από μια δεκαετία η jazz έχει «εισβάλλει» δυναμικά στον ευρύτερο χώρο της μουσικής που παράγεται, ακούγεται κι εκτίθεται στην Κύπρο. Λαμπροί μουσικοί, και σχεδόν ομήλικοι, επιστρέφοντας από τις σπουδές τους (οι περισσότεροι κυρίως από τις Η.Π.Α.), έχουν με κόπο καταφέρει επιτέλους να μιλάμε… για Κυπριακή Jazz Μουσική Σκηνή. Ένας από τους πρωτεργάτες της άνθισης της jazz στη νήσο, είναι και ο συνθέτης και κοντραμπασίστας Μιχάλης Μέσσιος. Με την ευκαιρία της συναυλίας που θα δώσει με το σχήμα του, «Michael Messios Symmetry Band», στο πλαίσιο του «19ου Πολιτιστικού Φεστιβάλ Πανεπιστημίου Κύπρου», στο «Αρχοντικό Αξιοθέας», την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου, ο κύριος Μέσσιος δέχτηκε να μιλήσει στους «Πολιτισμικούς Μετεωρίτες» και στο «Ηδύφωνο» για όλα όσα, ίσως, είναι η jazz και όχι μόνο.    

Κύριε Μέσσιο, μιλήστε μας για τις επιρροές σας, ποιοι μουσικοί σας έχουν σημαδέψει-διδάξει και κυρίως ποιοι κοντραμπασίστες;  
Καταρχήν, κύριε Παπαθανασίου, σας ευχαριστώ για τη συνέντευξη και για το πραγματικό σας ενδιαφέρον για τη μουσική. Οι επιρροές ξεκινούν από τις πρώτες κασέτες τζαζ που έπεσαν στα χέρια μου σε πολύ νεαρή ηλικία, και στη συνέχεια οι σπουδές μου στην Αμερική όπου εκεί είχα την ευκαιρία να μελετήσω, παίξω και ακούσω βαθύτερα την τζαζ μουσική. Δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω ότι μεγάλη επιρροή για μένα ήταν και είναι, οι μουσικοί με τους οποίους μοιράζομαι τη σκηνή τα τελευταία χρόνια.
   Οι μουσικοί οι οποίοι με στιγμάτισαν είναι πάρα πολλοί, όμως θα αναφέρω μερικούς ξεκινώντας από τον πατέρα της Bebob τον Charlie Parker και θα συνεχίσω με μεγάλα ονόματα της τζαζ όπως οι Coleman Hawkins, Bud Powell, Dexter Gordon, ο πολύ αγαπημένος μου Sonny Rollins, John Coltrane, Chick Corea κ.ά. Όσον αφορά στους μπασίστες από τους πολύ αγαπημένους μου είναι οι Charles Mingus, Paul Chambers, Ray Brown, Scott Lafaro, Niels Ostern Petersen, Christian McBride και John Patitucci.

Δυστυχώς, η κρατική τηλεόραση και ραδιοφωνία… αυτήν -τέλος πάντων- που έχουμε, αδυνατεί να αντιληφθεί τη σοβαρότητα-σπουδαιότητα που έχει η jazz μουσική στην πολιτισμική καλλιέργεια των «φορολογούμενων» πολιτών. Με πίκρα, το λέω, αλλά κάθε φορά που ακούω ραδιόφωνο… φρίττω. Κι η σύγκριση με την κρατική ραδιοφωνία της μητροπολιτικής Ελλάδας είναι αναπόφευκτη. Κι αυτό το σημειώνω εμφατικά: Τις πλείστες των περιπτώσεων, έχω ενημερωθεί από την Ελληνική Ραδιοφωνία, μέσα από τα προγράμματα-εκπομπές σοβαρών και διαβασμένων ραδιοφωνικών παραγωγών, για δουλειές Ελλήνων-Κυπρίων μουσικών, και όχι μόνο της jazz. Πώς θα περιγράφατε αυτήν την πραγματικότητα και πώς αισθάνεστε όταν διαπιστώνετε ότι τελικά ζούμε σ’ έναν τόπο που η μουσική -η όποια μουσική- υποβιβάζεται στο επίπεδο της φθηνής-φασαριόζικης διασκέδασης, ίσως, ενός «σκυλάδικου»; 
Συμφωνώ απόλυτα με την άποψή σας όσον αφορά στο ρόλο των media και ειδικά του κρατικού καναλιού (τηλεόραση-ραδιόφωνο), το οποίο έχει την ευθύνη να προάγει τον πολιτισμό και να προσφέρει στους ακροατές-τηλεθεατές ποιοτικά επιλεγμένη μουσική. Μετά λύπης μου παρατηρώ ότι αυτό γίνεται ελάχιστα και μεμονωμένα. Όμως πιστεύω ότι μεγάλη ευθύνη έχει και ο ίδιος ο ακροατής ο οποίος παραμένει απαίδευτος πολιτισμικά, και νομίζω πως αυτό είναι αποτέλεσμα της γενικότερης παρακμής της χρησιμοθηρικής και μεταπρατικής κοινωνίας μας.

Κακά τα ψέματα, είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να επιβιώσει ένας jazz μουσικός στην Κύπρο. Γνωρίζω πως και εσείς και άλλοι μουσικοί jazz αναγκάζεστε να εργάζεστε και σε άλλους μουσικούς χώρους, που καμία σχέση δεν έχουν με την jazz. Πώς ισορροπείτε εντός σας αυτήν τη «σχιζοφρενική» κατάσταση, και πόσο ψυχοφθόρα τελικά είναι;
Εφόσον η πολιτεία αδυνατεί ή δεν ενδιαφέρεται να στηρίξει επαρκώς τις τέχνες στη χώρα μας, είμαστε αναγκασμένοι όσοι αγαπούμε την τζαζ, να συνεχίσουμε να την προβάλουμε όσο το δυνατόν περισσότερο στο κυπριακό κοινό, αποκλειστικά με τις δικές μας δυνάμεις και «πλάτες». Από την άλλη όμως πρέπει να εξασφαλίσουμε και την επιβίωσή μας. Αν και η τζαζ είναι μια μουσική που θέλει 100% αφοσίωση, αυτό που μου δίνει δύναμη και με ισορροπεί είναι ότι συνθέτω και παίζω-ασκώ αυτή τη μουσική όσο περισσότερο μπορώ, σε μια χώρα που πριν από λίγα χρόνια δεν είχε καθόλου παράδοση ή, τέλος πάντων, κάποια σοβαρή προσέγγιση αναφορικά με την τζαζ.

Κύριε Μέσσιο διδάσκετε χρόνια μουσική τόσο στη δευτεροβάθμια όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πέραν από τα γνωστά προβλήματα που αδυνατεί να επιλύσει  η σε διαρκή μεταρρύθμιση παιδεία του τόπου, πώς αντιμετωπίζετε και πώς σας αντιμετωπίζουν οι μαθητές/φοιτητές σας και τι προσπαθείτε να τους μεταδώσετε μέσα από τις παραδόσεις σας;
Το πρώτο πράγμα που εγώ και οι συνάδελφοί μου προσπαθούμε να μεταδώσουμε στους φοιτητές μας είναι η φιλοσοφία της τζαζ. Στις μέρες μας και ειδικά με το διαδίκτυο, οι φοιτητές μπορούν να βρουν άπειρες πληροφορίες και ηχητικό υλικό μουσικής τζαζ, κι αυτό, πάντα, σε συνδυασμό με τις γνώσεις και εκπαίδευση που παίρνουν από εμάς τους καθηγητές τους.
   Επειδή όμως η τζαζ είναι καθαρά αυτοσχεδιαστική μουσική, το πιο σημαντικό και ωφέλιμο για κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με αυτό το είδος, είναι να παίζει όσο το δυνατό περισσότερο μπορεί και με άλλους μουσικούς. Αυτή η συνδιάλεξη και επικοινωνία που προκύπτει μεταξύ των μουσικών στη σκηνή είναι και ο πυρήνας της τζαζ φιλοσοφίας. Φυσικά εννοείται ότι προηγείται η μεθοδική μελέτη, η αγάπη και η δέσμευση μ’ αυτήν τη μουσική. Τα παιδιά που αγαπούν πραγματικά την τζαζ, επιδεικνύουν επιμονή και υπομονή, στοιχεία απαραίτητα στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν και να μάθουν αυτήν τη μουσική, και στο τέλος ανταμείβονται.

Είστε αισιόδοξος αναφορικά με την πρόσληψη του jazz μουσικού ιδιώματος στην Κύπρο;
Σίγουρα είμαι αισιόδοξος. Αν λάβουμε υπόψη ότι πριν κάποια χρόνια στην Κύπρο υπήρχαν μόνο δύο χώροι που φιλοξενούσαν μουσική τζαζ σε σταθερή βάση, το «JazzyB» στη Λεμεσό και οι «Λωτοφάγοι» στη Λευκωσία. Και μοναχικοί καβαλάρηδες-μουσικοί η παρέα των Ειρηναίου Κουλλουρά, Γιώργου Κούλα και Γιώργου Κρασίδη στο «Λιμάνι» και οι Χάρης Ιωάννου, Ιωάννης Βαφέας, Μάριος Τούμπας κι εγώ στη «Χώρα». Αυτό το λέω, εννοείται, χωρίς να παραβλέπω προσπάθειες που έγιναν παλαιότερα και σε πιο δύσκολες, έως «άμουσες», συνθήκες και εποχές. Αυτήν τη στιγμή οι μουσικοί που ασχολούνται με την τζαζ έχουν πολλαπλασιαστεί, το ίδιο και οι χώροι που προσφέρουν αυτό το είδος στο κοινό της Κύπρου. Επίσης, έχουν γίνει θεσμός τα φεστιβάλ τζαζ μουσικής στη χώρα μας.
   Απ’ όλα αυτά προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι το κοινό που επιζητά ν’ ακούσει τζαζ έχει ποσοτικά μεγαλώσει κατά πολύ. Τα τελευταία δύο χρόνια εμφανίζομαι με τον Τάσο Στυλιανού και τον Ιωάννη Βαφέα, σ’ έναν πολύ όμορφο χώρο το «Καφενείο 11», στην παλιά πόλη της Λευκωσίας. Εκεί διαπιστώνει κανείς πόσο έχει αλλάξει ουσιαστικά ο τρόπος που ακούει και αντιλαμβάνεται το κοινό την τζαζ, και πόσο αγαπά και στηρίζει τις ζωντανές εμφανίσεις. Αν και, επαναλαμβάνω, σε δύσκολες συνθήκες… νομίζω πως η τζαζ σιγά-σιγά εδραιώνεται στην Κύπρο, κι όλοι εμείς που αγαπάμε αυτό το μουσικό ιδίωμα μας κάνει ιδιαίτερα χαρούμενους.

Το νέο σας σχήμα, «Michael Messios Symmetry Band», αποτελείται αναμφισβήτητα από τους καλύτερους μουσικούς jazz που δραστηριοποιούνται στο νησί. Είχατε συνεργαστεί και στο παρελθόν ως «The petsteppers», κυκλοφορώντας κι ένα cd, που εξ όσων γνωρίζω είχαν γραφτεί πολύ καλά σχόλια-κριτικές κυρίως στο -πάλαι ποτέ- σοβαρό και έγκριτο ελλαδικό περιοδικό, «Jazz & Τζαζ». Από τότε μέχρι σήμερα τι έχει μεσολαβήσει, τι έχει αλλάξει και τι έχει ωριμάσει-εξελιχθεί αναφορικά με τη μουσική σας και τη συνομιλία-σχέση σας με τους συνεργάτες, φίλους και ομότεχνούς σας;
Με τα παιδιά-φίλους-μουσικούς έχουμε μία κοινή μακρόχρονη πορεία. Μας συνδέουν πάρα πολλά, τόσο όσον αφορά στη μουσική όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Οι «Petsteppers» νομίζω  πως ήταν μια fusion μπάντα και σταθμός για τα δεδομένα της Κύπρου. Μια μπάντα που έσπασε τα σύνορα του νησιού και έλαβε μέρος σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ.
   Όμως επειδή η μουσική και οι μουσικοί εξελίσσονται, θεωρήσαμε ότι ο κύκλος αυτός της μουσικής μας ζωής είχε κλείσει. Μετά μεσολάβησε μία περίοδος κοινής και παράλληλης πορείας, όπου σ’ αυτήν έγινε μια πολύ σημαντική στροφή προς την παραδοσιακή τζαζ. Εδώ παίρνω και την απόφαση να πάρω το κοντραμπάσο στα χέρια μου.
   Ως συνθέτης δέχομαι επηρεασμούς απ’ όλα τα είδη μουσικής που ασχολήθηκα και ασχολούμαι, και η παραδοσιακή τζαζ δεν αποτελεί εξαίρεση. Με προτροπή του πολύ αγαπημένου μου φίλου και σπουδαίου ντράμερ, Ιωάννη Βαφέα, ο οποίος γνωρίζει ότι μου αρέσει πάρα πολύ να συνθέτω, φέρνω κάποια κομμάτια και τα δοκιμάζουμε ως τρίο με τον Μάριο Τούμπα στο πιάνο. Ο ενθουσιασμός είναι διάχυτος και στους τρεις μας, κι αρχίζει μια σειρά εμφανίσεων ως τρίο. Παρόν στο ακροατήριο, στις πρώτες εκείνες εμφανίσεις, και ο Χάρης Ιωάννου, ο οποίος εκφράζει την επιθυμία να συμμετάσχει. Εδώ είναι που προκύπτει το «Michael Messios Symmetry Band». Συνθετικά νιώθω πολύ πιο ώριμος, και πολλές φορές  συνθέτω έχοντας στο μυαλό μου τα μέλη της μπάντας. Η μουσική έχει επηρεασμούς απ’ όλο το φάσμα της τζαζ, αλλά και από την παραδοσιακή μουσική της Κύπρου τουλάχιστον όσον αφορά στο ρυθμό. Η μπάντα έχει ήδη εμφανιστεί με επιτυχία σε όλα τα μεγάλα τζαζ φεστιβάλ του νησιού, όπως επίσης και στο φεστιβάλ στο Γκάζι στην Αθήνα και στο πολύ γνωστό «Bflat Jazz Club» στο Βερολίνο. 

Μιλήστε μας για την επικείμενη συναυλία σας, την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο του «19ου Πολιτιστικού Φεστιβάλ Πανεπιστημίου Κύπρου», στο «Αρχοντικό Αξιοθέας».
Είμαι πολύ χαρούμενος που θα λάβουμε μέρος στο «19ο Πολιτιστικό Φεστιβάλ Πανεπιστημίου Κύπρου», στο «Αρχοντικό Αξιοθέας», και θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον κύριο Μιχάλη Πιερή. Ένας σπουδαίος χώρος, που υπό την επιμέλεια, καθοδήγηση και αγάπη του αμετανόητου λάτρη των τεχνών, κύριου Πιερή, έχει γίνει θεσμός και πόλος έλξης όλων των καλλιτεχνών.
   Στη συναυλία θα παρουσιάσουμε παλιές και καινούργιες συνθέσεις μου, που θα ακουστούν για πρώτη φορά. Καλούμε, λοιπόν, τον κόσμο να στηρίξει όλους τους καλλιτέχνες του φεστιβάλ, και περιμένουμε τους λάτρεις της τζαζ στις 18 Σεπτεμβρίου να γνωριστούμε μουσικά και μεταξύ μας… καλύτερα και ουσιαστικότερα.

Ποιος είναι
Ο Μιχάλης Μέσσιος γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1971. Σπούδασε με υποτροφία στο «Berklee College of Music» στη Βοστόνη όπου ειδικεύτηκε στη σύνθεση, ενορχήστρωση και εκτέλεση στο είδος της μουσικής jazz. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο δραστηριοποιείται ως μέλος σε διάφορες μπάντες όπως Michael Messios enseble, The petsteppers, Charis Ioannou trio, Cyprus big band , Tasos Stylianou trio στις οποίες συνθέτει και ενορχηστρώνει. Έχει λάβει μέρος σε μεγάλα διεθνή jazz φεστιβάλ όπως, «Kracow Jazz festival» στην Πολωνία, «Kuwait Jazz festival», «Mitrovica Jazz festival» στη Σερβία, «Vortex Jazz» στο Λονδίνο, «Jazz φεστιβάλ Κρήτης», όπως και στα φεστιβάλ «Κύπρια», «Φεστιβάλ Αγλαντζιάς», «Πομού» και «Dogstock». Έχει συνεργαστεί  με πολύ μεγάλα ονόματα της μουσικής jazz, όπως οι: Joe Lovano, Tony Lakatos,  Gilad Atzmon, Janush Muniac, Mamelo Gaitanopoulos και Chris Byars.
Στην Κύπρο εμφανίζεται συχνά σε διάφορα clubs και συναυλιακούς χώρους που φιλοξενούν μουσική jazz.
   Το 2013 δημιουργεί τη δική του μπάντα με το όνομα «Michael Messios Symmetry Band». Την μπάντα αποτελούν οι Μιχάλης Μέσσιος (κοντραμπάσο), Χάρης Ιωάννου (σαξόφωνα), Μάριος Τούμπας (πιάνο) και Ιωάννης Βαφέας (ντραμς). Και οι τέσσερις μουσικοί είναι απόφοιτοι του φημισμένου αμερικανικού κολλεγίου Berklee. Η μπάντα παίζει αποκλειστικά κομμάτια του Μιχάλη Μέσσιου από την τελευταία του δουλειά -συνθέσεις με επιρροές από τη σύγχρονη όσο και την παραδοσιακή jazz- που χαρακτηρίζονται από δυνατές μελωδίες, μοντέρνα αρμονία και πολλές φορές περίπλοκους ρυθμούς και ρυθμικά μοτίβα. Ο Μιχάλης Μέσσιος έχει επίσης την τιμητική διάκριση ως εκτελεστής να αντιπροσωπεύει την πολύ γνωστή φίρμα μουσικών οργάνων «Ashdown Amps».


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016, σσ. 4-5.

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 57

Ο σημαντικός σύγχρονος ντράμερ Ιωάννης Βαφέας


Ιωάννης Βαφέας
«Τα κύμβαλα της τζαζ»

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου


Τον άκουσα για πρώτη φορά πριν δώδεκα-δεκατρία χρόνια και εντυπωσιάστηκα με την καθαρότητα του ήχου του, όπως και με το αυθεντικό τζαζ παίξιμό του. Ένας από τους πολύ καλούς και σοβαρούς ντράμερ μουσικούς του σπουδαίου αυτού ιδιώματος, που συνεχώς εξελίσσεται, μιλάει στους «Πολιτισμικούς Μετεωρίτες» για τη μουσική, την εκπαίδευση, τη βαθύτερη ουσία της τζαζ και για τη σημαντικότητα των ζωντανών εμφανίσεων.

Κύριε Βαφέα, ας ξεκινήσουμε την κουβέντα μας με τις μουσικές σας επιρροές και με το τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με την τζαζ.
Στα πρώτα χρόνια κάποιου μουσικού οι επιρροές του είναι η μουσική που ακούει από τα cds και το διαδίκτυο. Αργότερα, βέβαια, είναι οι μουσικοί με τους οποίους συνεργάζεται. Ακούω πολλούς να εστιάζονται σε διάσημους μουσικούς της τζαζ χωρίς να αναφέρουν τους μουσικούς που μοιράζονται το πάλκο μαζί τους… μια ζωή. Με τη σκέψη αυτή, οι δικές μου επιρροές είναι ο μπασίστας Μιχάλης Μέσσιος, ο σαξοφωνίστας Χάρης Ιωάννου, ο πιανίστας Μάριος Τούμπας, ο κιθαρίστας Τάσος Στυλιανού και όλοι οι μουσικοί που συνεργάστηκα κατά καιρούς. Θα ήταν παράληψή μου να μην αναφέρω τον Chris Byars και τον Gilad Atzmon, που μόνο και μόνο η παρουσία μου στο ίδιο «πατάρι» μαζί τους μου πρόσφερε πολλά. Όσον αφορά στους μεγάλους, ο Max Roach είναι ο αγαπημένος μου ντράμερ. Για το πώς ασχολήθηκα με την τζαζ... αφορμή ήταν ο πατέρας μου, που ήταν λάτρης του είδους, και οι συνάδελφοι μουσικοί στη ΣΜΕΦ, με πρώτο και καλύτερο τον κιθαρίστα Γιάννο Σαββίδη.

Ποια είναι για εσάς η βαθύτερη φιλοσοφία και κατ’ επέκταση ουσία της τζαζ;
Η ελευθερία και η δημιουργία, που στις ημέρες μας δεν έχουν μόνο μία έννοια. Για κάποιους ελευθερία πάει να πει κάνω ό,τι θέλω χωρίς να λογαριάζω τίποτα και για άλλους πάει να πει δημιουργώ, έχοντας υπόψη κάποιες παραμέτρους που προϋπήρξαν (κυρίως στιλιστικά). Διαφορετικά κινδυνεύεις να είσαι εκτός του ιδιώματος της τζαζ. Ποιο είναι το καλύτερο; Για μένα είναι πολύ σημαντική η γνώση της ιστορίας της τζαζ και των μουσικών που την καθιέρωσαν, άρα ανήκω στη δεύτερη κατηγορία.

Ως εκπαιδευτικός, τόσο στη δευτεροβάθμια όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ποιο νομίζετε πως είναι το σημαντικότερο κίνητρο για έναν μαθητή/φοιτητή να ασχοληθεί επί μακρόν και ουσιαστικά με τη μουσική και τι προβλήματα αντιμετωπίζετε τόσο με το εκπαιδευτικό σύστημα όσο και με τους μαθητές σας;
Σημαντικό κίνητρο είναι ο ίδιος ο καθηγητής. Αυτός μπορεί να δώσει τα ερεθίσματα στο μαθητή, είτε παίζοντας μουσική είτε παρουσιάζοντάς του (μέσω διαδικτύου) είδη μουσικής που δεν θα άκουγε από μόνος του. Θα μπορούσα να αναφέρω πάρα πολλά παραδείγματα μαθητών μου, ειδικά από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, που αγάπησαν τη μουσική μέσω των πιο πάνω. Τώρα, για να ασχοληθεί κάποιος επί μακρόν με την τζαζ μεγάλο μερίδιο έχει και το σύστημα, και δεν αρκεί το μουσικό λύκειο. Είναι εκεί που σπάει η αλυσίδα και χάνονται πολλά ταλέντα. Τι πρέπει να γίνει; Ένας χώρος που να μπορούν να συναθροίζονται όλοι οι καλλιτέχνες και να παίζουν, τύπου «Jam Session». Και δεν μιλώ μόνο για τζαζ αλλά και για άλλα στυλ. Κάθε μέρα και ένα είδος: Δευτέρα τζαζ, Τρίτη κλασική μουσική, Τετάρτη νέοι συνθέτες, Πέμπτη ποίηση και πάει λέγοντας. Ταυτόχρονα σ’ αυτόν τον ιδανικό χώρο θα μπορούν να γίνονται εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας. Έτσι εκκολάπτονται ταλέντα και όχι με το να ξοδεύονται μεγάλα ποσά σε υπερπαραγωγές και μεγάλα θέατρα. Αν όλοι μας σκεφτόμασταν με τον ίδιο τρόπο το εκπαιδευτικό σύστημα θα ήταν πολύ πιο παραγωγικό και δεν θα ψάχναμε το πώς κάνουν μουσική οι DJ’s για να αγαπήσουν οι μαθητές τη μουσική στα σχολεία. Εννοείται, φυσικά, ότι χωρίς την προσωπική αναζήτηση και επιμονή από μέρους του μαθητή τα πιο πάνω είναι αχρείαστα.   

Μιλήστε μας ειδικότερα για τα ντραμς, μια κι αποτελεί το όργανο που σας έχει αναδείξει και χαρακτηρίσει ως μουσικό της τζαζ.
Τα ντραμς εμφανίζονται γύρω στο 1900 για τις ανάγκες της μουσικής τζαζ. Φυσικά, έκτοτε, τα συναντάμε σε όλα σχεδόν τα είδη μουσικής. Κορυφαίος ντράμερ όλων των εποχών θεωρείται ο Αμερικανός Buddy Rich. 

Αναμφισβήτητα οι ζωντανές εμφανίσεις τζαζ σχημάτων και μεμονωμένων μουσικών είναι και η κύρια πρακτική μετάδοσης αυτής της μουσικής. Επίσης, τα τελευταία, ας πούμε δέκα, χρόνια στο νησί ακούμε επιτέλους τζαζ κι από καλούς «παίκτες». Το γεγονός, όμως, ότι ακόμη να δημιουργηθεί ένας σταθερός και μόνιμος χώρος που θα παίζει αποκλειστικά τζαζ και τα συγγενή μ’ αυτήν ιδιώματα, πού νομίζετε πως οφείλετε;     
Το ότι σήμερα υπάρχει τζαζ μουσική σκηνή στην Κύπρο, σ’ αυτό το μέγεθος, οφείλεται σ’ ένα κυρίως άτομο: στον Χάρη Ιωάννου. Όσον αφορά στο δεύτερο μέρος της ερώτησης, εν μέρει το απάντησα προηγουμένως. Να προσθέσω μόνο ότι με τα σημερινά δεδομένα πολύ δύσκολα ένας χώρος μπορεί να συντηρηθεί μόνο από την τζαζ. Γι’ αυτό και η συνύπαρξη διαφορετικών στυλ μουσικής κάτω από την ίδια στέγη θα είναι ευεργετική για όλους, καλλιτέχνες και κοινό.


Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
Ο Ιωάννης (Γιάννος) Βαφέας γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1970. Το 1990 πήγε για μουσικές σπουδές στις Η.Π.Α., και συγκεκριμένα στο «The Boston Conservatory» και στο «Berklee College of Music», όπου αποφοίτησε το 1998 με μεταπτυχιακό τίτλο στον κλάδο Jazz Pedagogy. Έκτοτε εργάζεται ως μουσικός και εκπαιδευτικός (στη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Συνεργάστηκε με πολλούς μουσικούς, όπως οι Gilad Atzmon, Tony Lacatos, Chris Byars και άλλοι. Είχε επίσης την ευκαιρία να ταξιδέψει σε πολλές χώρες του εξωτερικού, ως ντράμερ με σχήματα και τραγουδιστές άλλων μουσικών ειδών (Συμφωνική της Μόσχας, Γιώργος Νταλάρας, Μαρία Φαραντούρη κ.ά.). Στην Κύπρο συνεργάστηκε και συνεχίζει να συνεργάζεται με διάφορες μπάντες και μουσικούς. Το 2012 σχημάτισε το «Ioannis Vafeas Project», παίζοντας κυρίως αυθεντική τζαζ μουσική. Μέσα στο 2016 αναμένεται να κυκλοφορήσει και ο πρώτος δίσκος ακτίνας του σχήματος με πρωτότυπες συνθέσεις. Ο Ιωάννης Βαφέας από το 2009 στηρίζεται από την, ίσως, καλύτερη εταιρεία κυμβάλων στον κόσμο, «Zildjian».


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016, σ. 4.

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 56

Ο σημαντικός σύγχρονος σαξοφωνίστας Χάρης Ιωάννου

Κύπρος & Jazz
Θητεύοντας στην ελεύθερη δυναμικότητά της

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου

«Το πιο σημαντικό για έναν jazz μουσικό είναι η καθημερινή επαφή με το αντικείμενο»

Συνέντευξη με τον σαξοφωνίστα Χάρη Ιωάννου 

Αν και το κοινό της είναι περιορισμένο, εντούτοις η jazz στο νησί τα τελευταία τουλάχιστον 10 χρόνια, έχει κάνει αισθητή την παρουσία της μέσα από την προσπάθεια σημαντικών, σπουδαίων έως κορυφαίων μουσικών του είδους. 

Κύριε Ιωάννου, ποιες ήταν οι πρώτες κινήσεις σας με την επιστροφή, το 2005, απ’ τις σπουδές σας στο νησί;
Όταν επέστρεψα στην Κύπρο, το 2005, τους πρώτους 6 μήνες δεν ασχολήθηκα με τη μουσική. Αργότερα άρχισα να χτίζω στενές σχέσεις με τους Ειρηναίο Κουλλουρά, Γιώργο Κούλα, Λάκη Καραπατάκη, Σάββα Χουβαρτά, Ρόδο Παναγιώτου, Στέλιο Ξυδιά, Μάριο Τούμπα, Μιχάλη Μέσσιο και Γιάννη Βαφέα. Σιγά σιγά άρχισα να δουλεύω σε διάφορα μαγαζιά μέχρι και εφτά φόρες την εβδομάδα σε διάφορα στυλ μουσικής, κυρίως όμως jazz και παρακλάδια της (latin jazz, funk κ.ά.).

Σας παρακολουθώ, όσο μπορώ, τα τελευταία 10 χρόνια και πραγματικά με έχετε εκπλήξει με την ικανότητά σας να ελίσσεστε δημιουργικά και να εμφανίζεστε σε ετερόκλητους χώρους, προτάσσοντας τη γνώση και την αγάπη σας για την jazz. Τι έχετε αποκομίσει -μέσα από τα gigs, τα sessions, τις συναυλίες και τα φεστιβάλ- την τελευταία δεκαετία; Πώς ανταποκρίθηκε/ανταποκρίνεται το κοινό;
Για μένα το πιο σημαντικό για έναν jazz μουσικό είναι η καθημερινή επαφή με το αντικείμενο. Να συναντάτε με άλλους μουσικούς και να δημιουργούν μουσική, είτε αυτή είναι σε jam session (σε σπίτι, σε σχολή, σ’ ένα μικρό μπαρ… ακόμα και στο δρόμο) είτε επίσημη συναυλία (μπροστά σε 50 ή 500 άτομα). Οπότε εγώ σαν jazz μουσικός επιδιώκω να κάνω τα πιο πάνω όσο το δυνατόν περισσότερο και πιο συχνά. Αυτό θεωρώ έχει τον πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη μου σαν jazz μουσικός. Με την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότερος κόσμος γνωρίζει την jazz μουσική μέσα από τις εμφανίσεις μας και μπορώ να πω ότι η ανταπόκριση είναι όλο και πιο θερμή.

Συνεργαστήκατε και συνεργάζεστε με σπουδαίους μουσικούς, τόσο της Κύπρου όσο και του εξωτερικού. Πείτε μας κάποια ονόματα, και πώς προέκυψαν οι jazz ή άλλες μουσικές συνευρέσεις/συμπράξεις σας;
Μέσα σ’ αυτά τα 10 χρόνια έχω συνεργαστεί με πολλούς Κύπριους μουσικούς, αλλά και μουσικούς από την Ελλάδα, το Ισραήλ, την Ολλανδία, την Πολωνία, τη Σερβία, την Αρμενία, την Ιταλία και την Αμερική. Κάποιες από αυτές τις συνεργασίες προέκυψαν από δική μου πρωτοβουλία μέσω διαδικτύου, άλλες από μουσικούς που επισκέφτηκαν την Κύπρο και τους προσέγγισα για μελλοντικές συνευρέσεις/συμπράξεις, όπως το λέτε, κι άλλες από ταξίδια που έκανα για συναυλίες και για τέτοιου είδους επαφές. Θεωρώ ότι μεγάλος σταθμός στη σταδιοδρομία μου ήταν η γνωριμία μου με τους Chris Byars, Ari Roland, John Mosca, Stefan Schatz  που επισκέφτηκαν την Κύπρο το 2007, και ακολούθως τους  Zaid Nasser, Vahag Hayrapetyan, Sacha Perry, Phil Stewart, Ofer Landsberg, Leroy Williams, George Fludas και Keith Balla σ’ ένα πρόγραμμα συνεργασίας μέσω της Αμερικανικής Πρεσβείας στο νησί, που στήριξε και προώθησε την jazz μουσική σε δικοινοτικό επίπεδο.     

Μιλήστε μας, ειδικότερα, για τη συνεργασία σας με τον Gilad Atzmon.
O Gilad είναι μια μεγάλη μουσική και πολιτική μορφή, που είχα την τύχη να γνωρίσω σε μια συναυλία που έδωσε στην Κύπρο. Μέσα από τη γνωριμία μας προέκυψαν πολλές συνεργασίες, όπως συναυλίες με τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, πολλαπλές παρουσιάσεις σε clubs και φεστιβάλ στην Κύπρο καθώς και κοινές εμφανίσεις μας στην Αγγλία.

Αλήθεια, κύριε Ιωάννου, και για να μην ξεχνιόμαστε, είναι ή δεν είναι η jazz τρόπος ζωής, θέσης στα πράγματα (σε όλα τα επίπεδα του θνητού μας βίου) και ακλόνητης στάσης σ’ ό,τι σαθρό;
Μέσα από τη μουσική, αλλά και μέσα από τις άλλες μορφές τέχνης ακόμα και μέσα απ’ τον αθλητισμό, θεωρώ ότι ο άνθρωπος ωθείται σε μία προσωπική αναζήτηση η οποία, ναι, πιστεύω πως τον βοηθά να αποβάλει τα καθημερινά προβλήματα και τις δυσκολίες της ανθρώπινης ύπαρξης.

Διδάσκετε jazz στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο Λευκωσίας κι απ’ ό,τι έχω πληροφορηθεί σας εκτιμούν πολύ οι φοιτητές σας, και όχι μόνο ως καθηγητή τους. Η νέα γενιά φοιτητών/μουσικών, αντιλαμβάνεται την ουσία της θεωρίας και πρακτικής της jazz, που μέσα από τις παραδόσεις σας προσπαθείτε να μεταδώσετε; Είστε ικανοποιημένος με την προσληπτική τους μάθηση;
Έχω την τύχη να διδάσκω στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας όπου μου δίνεται η ευκαιρία να μεταδώσω σε νέους μουσικούς τις γνώσεις μου, το πάθος και την αγάπη μου για τη jazz  μουσική. Γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια από το πανεπιστήμιο κι όλους τους άλλους καθηγητές να μεταλαμπαδεύσουμε στους φοιτητές την ουσία της jazz μουσικής μέσω της θεωρητικής διδασκαλίας αλλά κυρίως μέσω της πρακτικής ενασχόλησης μ’ αυτή. Νιώθω μεγάλη ικανοποίηση όταν βλέπω μουσικούς, απόφοιτούς μου, όπως ο Greg Makamian και ο Μάριος Σπύρου να διαπρέπουν στο χώρο της jazz με συνεχή ανοδική πορεία.

Ποια τα μελλοντικά σας σχέδια; Ετοιμάζετε κάτι που θα θέλατε να αποκαλύψετε και μοιραστείτε μαζί μας;
Σαν jazz μουσικός τα σχέδια μου είναι να συνεχίσω να εξελίσσομαι αποκωδικοποιώντας τη μαγεία που προσφέρει η μουσική αυτή. Ίσως μέσα απ’ αυτή την εσωτερική αναζήτηση να οδηγηθώ στην κυκλοφορία ενός προσωπικού δίσκου.


Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
Ο Χάρης Ιωάννου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1976. Σπούδασε στο Berklee College of Music της Βοστόνης, σαξόφωνο και σύνθεση. Συνέχισε τις σπουδές του στο New York University, αποκτώντας master στην ερμηνεία, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως σαξοφωνίστας και καθηγητής. Με την επιστροφή του στην Κύπρο, το 2005, συνεργάστηκε με μουσικούς της jazz και άλλων (μουσικών) ιδιωμάτων, όπως οι The Jazz Futures Quintet, The Petsteppers κ.ά. Δημιούργησε το The Cyprus Big Band, όπου εμφανίστηκε -εκτός της Κύπρου- και στην Ελλάδα, το Κουβέιτ, την Πολωνία, τη Σερβία, την Ισπανία, την Αγγλία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, την Ολλανδία και τις Η.Π.Α. Είναι καθηγητής της jazz στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 26 Απριλίου 2015, σ. 4.

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Περιθωριακά 55

Ο συγγραφέας Γεώργιος Χαριτωνίδης


Κώστας Ρεούσης
«Ένα σύντομο υπόμνημα για τον Γ. Χαριτωνίδη»

Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου

Ένα ζόρικο κείμενο του ποιητή Κώστα Ρεούση για τον συγγραφέα Γεώργιο Χαριτωνίδη, που αξίζει να υπενθυμιστεί, αναδημοσιεύει η στήλη, μια κι η επικινδύνως ανοδική πορεία του χαλεπού των ημερών το επιβάλλει.


Στο 5ο τεύχος του «Ηδύφωνου», της Κυριακής 3.5.2015, η διπλανή στήλη («Πολιτισμικοί Μετεωρίτες») είχε φιλοξενήσει συνέντευξη του συγγραφέα Γεώργιου Χαριτωνίδη, με την ευκαιρία τότε της κυκλοφορίας του νέου του βιβλίου με διηγήματα, «Ανέβας και Κατέβας». Λόγω της έκτασης της συνεντεύξεως και του περιορισμού των λέξεων που επιβάλλει η δημοσιογραφική πρακτική, είχα αναγκαστεί να κόψω μια ερώτηση-απάντηση, σε συμφωνία φυσικά με τον συγγραφέα.
   Την εποχή, επίσης, που κυκλοφόρησε το βιβλίο του κύριου Χαριτωνίδη, ο εξ αποστάσεως φίλος του συγγραφέα και συνεργάτης μου, Κώστας Ρεούσης, είχε δημοσιεύσει σ’ ένα έγκριτο ελλαδικό διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό ένα ζόρικο κείμενο που αφορούσε στον συγγραφέα και στο βιβλίο του με αποκαλυπτικές προεκτάσεις. Το κείμενο, φυσικά, διαβάστηκε από πλήθος αναγνωστών κι είχε προκύψει κι ένα θέμα για τη σκληρότητα των επιθετικά λεχθέντων… όσων.
    Έχει περάσει, σχεδόν ένας χρόνος, από τότε κι ήρθε καιρός να δημοσιεύσουμε τόσο την κομμένη ερώτηση-απάντηση όσο και το κείμενο του Ρεούση, για έναν άνθρωπο που πρωτίστως τιμά την πατρίδα που φορά κατάσαρκα στην ψυχή του.

Η κομμένη ερώτηση-απάντηση
Κ.Α.Ει.Π.: Γράφεται στο μυθιστόρημά σας, «Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια»: «Στη συνέχεια μας έδωσαν μια πρόχειρη βεβαίωση ότι διατελέσαμε αιχμάλωτοι, δυο λίρες ως χρηματικό βοήθημα, και μας άφησαν ελεύθερους. Οι δύο αυτές λίρες ήταν και η μοναδική κρατική υποστήριξη που είχαμε μέχρι σήμερα ως αιχμάλωτοι πολέμου… ». Δεν επιδέχεται σχόλιο τέτοια κατάθεση, αλλά επιτρέψτε μου μία ίσως ενοχλητική ερώτηση. Γιατί αποδεχθήκατε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του Υπουργείου Παιδείας & Πολιτισμού της Κύπρου;
Γ.Χ.: Όπως αγνοούσα τα περί συγγραφής βιβλίων και εκδοτικών οίκων έτσι αγνοούσα ότι υπήρχε και επιτροπή που κρίνει και βραβεύει βιβλία. Ένας φίλος εκπαιδευτικός θυμάμαι με συμβούλευσε να καταθέσω βιβλία μαζί με αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας, για να εγκριθεί για τις βιβλιοθήκες των σχολείων. Όταν πέρασα από το τμήμα της Δημοτικής Εκπαίδευση, η κυρία εκεί που παράλαβε την αίτηση με έπιασε κουβέντα, γιατί έτυχε να το διαβάσει το βιβλίο μου και με ρώτησε αν το κατέθεσα και στην επιτροπή για τα κρατικά βραβεία. «Εδώ δίπλα είναι», μου είπε, «για να μη ξανάρχεσαι». Αφού ήταν δίπλα, πήγα και άφησα βιβλία με μια πρόχειρη θυμάμαι αίτηση. Απίστευτο αλλά το διάβασα στην εφημερίδα ότι το «Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια» βραβεύτηκε. Δεν πίστευα στα μάτια μου. «Μα είναι δυνατόν», έλεγα «εγώ που δεν ήξερα μια έκθεση να γράψω…». Η έκπληξη και η χαρά μου ήταν μεγάλη. Βιώνοντας συνεχείς ήττες στη ζωή μου το εξέλαβα ως νίκη. Με την ωριμότητά μου όμως σήμερα πιστεύω ότι η αληθινή βράβευση για ένα βιβλίο είναι η αντοχή του μέσα στον χρόνο. Εννοείς όμως γιατί το δέχτηκα, αφού η πατρίδα δε μου πρόσφερε τίποτε. Δε με ενοχλεί. Ό,τι κάναμε και ίσως χρειαστεί να κάνουμε δε θέλουμε ανταμοιβή. Η σχέση μας με την πατρίδα δε στηρίζεται στο δούνε και λαβείν. Μόνο αναγνώριση χρειαζόμαστε και αν δε μας τη δώσει ούτε και αυτή, δεν πειράζει.

Για τον Γεώργιο Χαριτωνίδη: ένα σύντομο υπόμνημα
[Αναφορά στη συλλογή διηγημάτων του, «Ανέβας και Κατέβας», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, Οκτώβριος 2014]
  
Σε ανύποπτο χρόνο και στην ειλικρίνεια της νύχτας, όταν πάνω στην αλκοολική μπάρα καταθέτεις ψυχή, είχα ψελλίσει πως η Ποίηση και η Μουσική (και το πι και το μι κεφαλαία) γίνεται από λαϊκούς ανθρώπους. Από γνήσιους πατριώτες κι από πηγή, που απαθανάτισε το βλέμμα τους το «Κακό» και δεν έστερξαν ποτέ να εξαργυρώσουν τον θάνατο ή τ’ ανείπωτο τραύμα στο βωμό του κατάπτυστου κέρδους και της προδοτικής περιδίνησης της νεότερης ελληνικής/κυπριακής ιστορίας/τραγωδίας. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι και ο Γεώργιος Χαριτωνίδης από τη Λάπηθο της Κερύνειας. Ένας αφανής στρατιώτης/πολεμιστής, αιχμάλωτος, πρόσφυγας, απόδημος «νεκροτόμος» και σπουδαίος συγγραφέας από ανάγκη να λεχθούν τα πράγματα κι οι καταστάσεις επακριβώς, κι όχι με τη γνωστή «λογοκρισία» που καλοπληρώνει ο κάθε Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ή Ενοχών στο άτιμο παζάρι της επαναπροσέγγισης.
   Ο κύριος Χαριτωνίδης δεν γράφει για να τον αποκαλέσουμε λογοτέχνη και δεν γράφει για να καταταχτεί κάπου ή όπως ή διά της πλαγίας οδού στην ξεπεσμένη εδώ και καιρό ελληνική και κυπριακή/ελληνική γραμματολογία. Από την πρώτη του εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα (και το έψιλον και το γάμμα κεφαλαία), το 2003 με το ευσύνοπτο μυθιστόρημά του «Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια», έως σήμερα, με τη συλλογή διηγημάτων του «Ανέβας και Κατέβας», προσφέρει, γενναιόδωρα, αποσπάσματα εύρωστης ψυχικής καταβύθισης και ανάδυσης στον υπαρκτό κέλευθο του έντιμου βίου του. Χωρίς την ηλιθιότητα της κομπορρημοσύνης και με το νερό του ματιού του γεμάτο την πίκρα της βιασμένης μνήμης, επιστρέφει στον τόπο του τον τόπο του κι όλα εκείνα που οφείλει να ξεσκεπάσει εκ νέου. Απλός, κατανοητός, ρέων ο λόγος του στα 19 σύντομα, αν όχι ακαριαία, διηγήματα της προαναφερθείσας συλλογής. Χωρίς να το γνωρίζει συνομιλεί απευθείας, και μέσω των εκχυημάτων φαντασίας τού υπογράφοντος το σύντομο τούτο υπόμνημα, με την περίφημη διάλεξη που έδωσε ο Federico García Lorca τον Οκτώβριο του 1934 στο Buenos Aires, κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στην Αργεντινή, «Juego y teoría del duende». Κάντε τον κόπο να τον διαβάσετε.           

Κώστας Ρεούσης
Λευκωσία, 18.12.2014
[21 Δεκεμβρίου 2014, διαδικτυακή επιθεώρηση ποιητικής τέχνης «Ποιείν»]


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016, σ. 5.