Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Car je est un autre: Οδυσσέας Ελύτης 3

Ο Οδυσσέας Ελύτης, Κύπρος, 1970, η φωτογραφία σαρώθηκε από το βιβλίο, «Οδυσσέας Ελύτης-Ο Ναυτίλος Του Αιώνα», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Νοέμβριος 2011, σ. 224 © Ιουλίτα Ηλιοπούλου


Δρώμενα Της Μικρής Τρίτης   

Από τη μεταθανάτια ποιητική συλλογή, «Εκ Του Πλησίον», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Νοέμβριος 1998, σσ. 45-47


Αέτειος τύχη φυσάει κι ολοένα πιο φθοροποιά παρουσιάζονται τα ερείπια. Εγώ τα βλέπω καινούργια με στολή αετού, μεγεθυμένα μες στο μέλλον. Μια γυναίκα ξετυλίγει τον ήχο και τον στρώνει στο δάπεδο. Τα δύο πόδια που φαίνεται να προχωρούν προς τα πίσω εξακολουθούν να έρχονται καταπάνω μου. Ξάφνου ανάβουν τα φώτα και βλέπεις την ηρωίδα του έργου με τα καθημερινά της.

Μυρίζει κλεισούρα εδώ μέσα. Φαίνεται πως ο μικρός του εικοσιεννέα είναι που σκηνοθέτησε την κλοπή. Στην αίθουσα του δικαστηρίου οι δύο γυναίκες από την πολλή προσπάθεια έγιναν τρεις. Ο αγκώνας της μιας είναι συνάμα και κρύπτη. Στο βάθος υπάρχει κι ένας ανδριάς αορίστου εποχής έφιππος. Βουίζει κι ακούς τα γεγονότα να τρέχουν. Είναι χρόνια τώρα που περιμένω μιαν απόφαση. Μα δεν παρουσιάστηκε κανείς.

Κείνοι που κάναν την παρέλαση θα ’χουν κιόλας τώρα φτάσει στην εκκλησία. Μια κυρία με σταματά και μου ζητάει λίγο νερό. Μια άλλη με κοιτάζει απ’ απέναντι. Φορά μια πλατιά κι ανάλαφρη ψάθα, προσπαθώντας να χωρέσει μέσα της όλον τον ήλιο. Δίπλα της μια μισάνοιχτη πόρτα. Κι η θάλασσα. Μια ελαφριά τρικυμία όπου κυριαρχούν εναλλάξ τ’ αρώματα της μπανάνας και της βιολέτας. Κλυδωνίζομαι κι επιμένω. Έχουνε δίκιο. Το μεγάλο μας όφελος είναι από τις πολλές μικρές καταστροφές. Έτσι εξηγείται πως οι τοίχοι όλοι καίνε και βγάζουν καπνούς, χωρίς να φαίνεται πουθενά φλόγα. Που σημαίνει ότι ο ήλιος ταξιδεύει, και όχι πάντοτε.

Ούτε ξέρει κανείς πως βρέθηκε εδώ. Διαθέτει μια πελώρια κινηματογραφική μηχανή και ίπταται. Με κάθε κλικ εκτινάσσει μικρά καθημερινά αντικείμενα, σφυρίχτρες, χτενάκια, μολύβια, βούρτσες. Μου μπαίνει ο πειρασμός και πλησιάζω. Βάζω με το νου μου ένα παλιό εγγλέζικο τραγούδι για την Άνοιξη και περιμένω με δυσπιστία. Πρώτα αισθάνομαι να πέφτει χωρίς λόγο μια λεπτή βροχούλα, και σε λίγο βλέπω από ψηλά λουλούδια πολλά, σκόρπια, σε μπουκέτα, και σε ολόκληρα στεφάνια. Σωστός κατακλυσμός. Την ίδια στιγμή που μήτε ακούς μήτε οσφραίνεσαι τίποτε· αλήθεια θα ’ναι, φαίνεται, και το ύψος του Κρόνου και το βάθος του Τάμεση.

Αν δεν σου λείψει ένα κομμάτι ζωής, όνειρα μην περιμένεις. Του χαμού πάντοτε είναι ιδιοκτήτης ο καιρός, κι εμείς σχεδόν σοφοί αλλ’ ως γέροντες, που ο ύπνος μας μαθαίνει ολόκληρους απέξω. Μας αποστηθίζει. Το εικοσιτετράωρό μας είναι μια συνεχής ανάκριση. Είναι χρόνια τώρα που περιμένω μιαν απόφαση. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει τίποτε. Κάθε καθρέφτης έχει κι από ’να δικό του είδωλο που, μόλις πάω να κοιταχτώ, με αλλοιώνει. Κατά λάθος μαθαίνει κανείς και μυστικά που περνούν γι’ αλήθεια. Μολονότι τόσο εκτεθειμένη στο φως δεν ξεβάφει.

Η παρέλαση ακόμη συνεχίζεται. Μπρος πάνε οι σαλπιγκτές και πίσω τους οι βαθμοφόροι με τα διακριτικά τους. Από το πλάι στη διαδρομή προφταίνουν να ιδρυθούν ζαχαροπλαστεία και ζυθοποιεία. Σκέφτεσαι τι σπουδαίο θα ήταν να μπορούσε όλος ο τελευταίος πόλεμος να χωρούσε σ’ αυτό το τετραγωνάκι. Τώρα οι πρώτοι θα έχουν φτάσει κιόλας στη στροφή του δρόμου και θα πλησιάζουν στο λιμάνι. Με το που αρχίζει να σκοτεινιάζει, ο καφετζής της γωνιάς σκαρφαλώνει σ’ ένα τραπέζι για να κρεμάσει ένα φαναράκι. Μόλο που δεν έχει δεύτερη παράσταση απόψε. Ετοιμάζομαι να τρομάξω.

Ακούγεται μια βοή. Θα ’ναι τα γεγονότα που ολοένα τρέχουν. Μερικά παραχαραγμένα σαν χαρτονομίσματα. Ζητώ ν’ αγοράσω αξιοπρέπεια σαν αυτή των ελεφάντων που απομακρύνονται για να πεθάνουν. Είναι μέρες τώρα που ανεβοκατεβαίνω σκαλιά χωρίς να βρίσκω το σπίτι μου. Θα πρέπει να γραφτεί και το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας για να δω αν ανήκω στη φυλή σας. Δεν μου αρέσει. Όλα τελειώνουν κάποτε.

Ένας κλητήρας απλώνει τον τάπητα της δικαιοσύνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου