(1842-1914)
Αμβρόσιος Μπιρς
(Ambrose Gwinnett Bierce)
[Πολιτισμικοί
Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]
Αμερικανός δημοσιογράφος και λιβελλογράφος, γεννήθηκε
στην Κομητεία Μέιγκς (στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής), στις 24 Ιουνίου
του 1842, και πέθανε στο Μεξικό, το 1914
Ο Αμβρόσιος Μπιρς, που ανήκει πιο πολύ στον 19ο αιώνα παρά
στον 20ό, παραμένει ακόμη και σήμερα αντικείμενο εκμετάλλευσης από
πολλές μικρές αναρχικές ομάδες λόγω της ανεπιφύλακτης άρνησής του της
οποιασδήποτε εξουσίας. Ένας αναρχικός που είχε πιστέψει ότι η ιδεολογική
δέσμευση είναι κάτι σαν μια «πνευματική συνάθροιση», δεν συνδέθηκε ποτέ με
κάποιο ρεύμα, ενώ η προσωπικότητά του ξεφεύγει από κάθε κατηγορία στην οποία θα
θέλαμε να τον κατατάξουμε.
Ένας νεοφώτιστος αθεϊστής
Το 1868 δημοσιεύονται στο «News Letter» του Σαν Φρανσίσκο
τα πρώτα σατιρικά κείμενα του Μπιρς, στα οποία εκδηλώνεται ένας νεοφώτιστος και
οξύθυμος αθεϊσμός. Η δριμύτητα αυτών των κειμένων τού προσφέρει κάποια τοπική
φήμη και του δίνει τη δυνατότητα να καταλάβει τη θέση του διευθυντή σύνταξης
στο περιοδικό «Αργοναύτης», όπου θα καταγγείλει με πάθος την εκμετάλλευση των
νεοφερμένων μεταναστών οι οποίοι εργάζονταν στην κατασκευή των σιδηροδρομικών
γραμμών, που τότε βρίσκονταν σε πλήρη εξάπλωση.
Όμως θα ήταν λάθος το να δούμε αυτή την
καταγγελία σαν απόδειξη της στράτευσης του Μπιρς στο πλευρό των εργαζομένων.
Μολονότι τον συντάραξαν οι πολλές επιθέσεις κατά της κινεζικής κοινότητας, της
οποίας είχε γίνει ο υπερασπιστής, δεν θα προσφέρει κανενός είδους υποστήριξη
στις εργατικές εξεγέρσεις, που ενορχηστρώθηκαν από τον Κίρνεϊ και οι οποίες από
το 1875 μέχρι το 1877 συγκλονίζουν το Σαν Φρανσίσκο.
Εγκαταλείποντας προσωρινά τη
δημοσιογραφία (1880), ο Μπιρς υποκύπτει στον πειρασμό μιας μικρής περιπέτειας
στα χρυσορυχεία της Καλιφόρνιας, και βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κοινωνική
πραγματικότητα η οποία μέχρι τότε του ήταν άγνωστη. Αυτή η εμπειρία δεν είναι
άλλωστε ξένη με τη συγγραφή ενός μεγάλου δοκιμίου με τίτλο «Το δικαίωμα στην
εργασία» (The Right to Work), που θα ενταχθεί
αργότερα στα ολοκληρωμένα του έργα.
Μπιρς & Λόντον
Ο Μπιρς, σε αντίθεση με τον Τζακ Λόντον που ήταν κοινωνικός αγωνιστής,
ποτέ δεν αφοσιώθηκε στην υπόθεση της εργατικής τάξης, της οποίας ναι μεν
υποστηρίζει πολλά αιτήματα, όμως ταυτόχρονα του δημιουργεί μια πραγματική
δυσπιστία.
Η ζωή του Μπιρς θυμίζει σε
πολλά τη ζωή του Λόντον. Ταπεινής κοινωνικής καταγωγής, νιώθουν και οι δυο μια
κάποια έλξη για τον πόλεμο (που θα τους οδηγήσει στο επαναστατημένο Μεξικό), η
καριέρα τους αρθρώνεται γύρω από τον Τύπο και τη λογοτεχνία, ενώ και οι δύο
χαρακτηρίζονται από μια υπερβολική αγάπη για την πρόκληση και μια διφορούμενη
σχέση με τον πατέρα.
Σε μια επιστολή του προς τον
αναρχικό ποιητή Τζορτζ Στέρλινγκ, ο Λόντον θα παρατηρήσει για τον Μπιρς ότι «αν
είχε γεννηθεί μια γενιά αργότερα, θα είχε γίνει σοσιαλιστής και μάλλον
αναρχικός».
Η απογείωση της φήμης
Μετά από ένα πέρασμα από το «The Wasp», ο Μπιρς
ανταποκρίνεται στην πρόσκληση του Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ (του μεγιστάνα του
Τύπου τον οποίο απεικόνισε ο Όρσον Γουέλς στον «Πολίτη Κέιν») και
προσλαμβάνεται στην εφημερίδα «San Francisco Examiner». Χάρη στην αρθρογραφία του αποκτά φήμη σε όλη τη χώρα και ασκεί
κάποια επιρροή στην πολιτική ζωή.
Βαθιά επηρεασμένος από τον
Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, στον οποίο συμμετείχε στα 19 του χρόνια στο πλευρό
των Βορείων, ο Μπιρς αισθάνεται για τον θάνατο μια έλξη ανάμεικτη με τρόμο, και
από αυτόν εμπνέεται. Το πιο σημαντικό έργο του, το «Ιστορίες για στρατιώτες και
πολίτες» (Tales of Soldiers and Civilians, 1891), το οποίο αντανακλά με τον καλύτερο
τρόπο αυτό το διφορούμενο, αφυπνίζει -30 χρόνια μετά την ήττα των Νοτίων- την
ανάμνηση ενός εμφυλίου πολέμου, απογυμνωμένου από κάθε μυθολογία. Όμως αυτή η
συλλογή 26 διηγημάτων, που μιλά για τον θάνατο με μια σκληρότητα που μπορεί να
φαίνεται ψυχρή και αναίτια, εκφράζει όλη τη συμπόνια του βετεράνου στρατιώτη.
Για πολλούς λόγους, ο Μπιρς
είναι ένας συγγραφέας που δεν έχει «ολοκληρωθεί», όμως ταυτόχρονα είναι ο
πατέρας του διηγήματος (short
story) και επομένως, όπως ο Μαρκ Τουέιν, θα
μπορούσε να συμπεριληφθεί στους τεχνίτες ενός λογοτεχνικού είδους που έχει
αποδεσμευτεί από τις επιρροές της Γηραιάς Ηπείρου. Όμως μόνο ο Λάβκραφτ
αναγνώρισε ότι έχει επηρεαστεί από αυτόν, γεγονός που συνέβαλε στην κατάταξη του
Μπιρς στην ίδια κατηγορία με κορυφαίους συγγραφείς, όπως με τον Έντγκαρ Άλαν
Πόε, με τον οποίο κάποιοι τον θεωρούν εφάμιλλο. Παρά την ταξινόμηση αυτή, το
«Μπορούν να υπάρχουν τέτοια πράγματα;» (Can Such Things Be?,
1893), η πιο γνωστή συλλογή του με
διηγήματα για το «υπερφυσικό», δεν έχει τη βαρύτητα του «Ιστορίες για
στρατιώτες και πολίτες» ή του «Λεξικού του Διαβόλου» (Devil’s Dictionary), που ολοκληρώθηκε το 1911. Αυτή η συλλογή
αφορισμών (που κατατάσσονται με αλφαβητική σειρά) είναι χαρακτηριστική μιας
αμφισβήτησης και ενός κυνισμού που καθιερώνονται σαν σύστημα σκέψης. Η φιλία
περιγράφεται σαν «ένα σκάφος αρκετά μεγάλο για να μεταφέρει δύο ανθρώπους με
καλό καιρό, όμως μόνο έναν με καταιγίδα», ενώ μια λέξη απλή σαν το «δρόμο»
ορίζεται ως «μια λωρίδα γης από την οποία περνάμε από ένα μέρος όπου είναι
πληκτικό το να μείνουμε σε ένα άλλο όπου είναι χωρίς νόημα το να πάμε». Το
δημοσιογραφικό έργο του έχει εξαντληθεί και ορίζεται σαν «εκείνο ενός συγγραφέα
που χαράζει ένα δρόμο μέχρι την αλήθεια μέσα από υποθέσεις και ύστερα τη
σκορπίζει με έναν καταιγισμό λέξεων».
Ο αινιγματικός θάνατος
Πολλές υποθέσεις έχουν διατυπωθεί για τον θάνατο του Μπιρς, οι συνθήκες
του οποίου παραμένουν αδιευκρίνιστες. Τον Νοέμβριο του 1913, στα 71 του,
αναχωρεί για το Μεξικό, που έχει επαναστατήσει, δίχως να δώσει άλλη εξήγηση
στους δικούς του πέρα από το ότι θέλει να δει «αν οι Μεξικανοί τραβούν σωστά το
όπλο». Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, τα ίχνη του χάνονται. Μερικοί βεβαιώνουν
ότι τουφεκίστηκε από τους στρατιώτες του Πάντσο Βίγια, άλλοι λένε ότι θα
πήγαινε να συναντήσει στο Λονδίνο τον στρατηγό Κίτσενερ, που τότε ήταν
επικεφαλής του βρετανικού υπουργείου Πολέμου, για να γίνει μυστικοσύμβουλός
του. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, ο Μπιρς αγωνίστηκε στο πλευρό των επαναστατημένων
Μεξικανών και χάθηκε στη μάχη του Οχινάγκα στις 11 Ιανουαρίου του 1914. Αυτή η
εκδοχή ενέπνευσε τον Κάρλος Φουέντες που έγραψε το μυθιστόρημα «Ο
γερο-Γκρίνγκο» (El Gringo Viejo) προς τιμήν του Αμβρόσιου Μπιρς, περιγράφοντας το τελευταίο
μυθιστορηματικό κεφάλαιο της ζωής του.
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 5 Ιουλίου
2015, σ. 4.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου