Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 36


Ο συγγραφέας Στέφανος Σταυρίδης, 17 Νοεμβρίου 2007, φωτογραφία Φοίβος Σταυρίδης


Στέφανος Σταυρίδης
«Όλα ένα παράθυρο κλειστό που μπάζει»

[Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

Βραβευμένος, τόσο για τα ποιήματα όσο και για τα διηγήματά του, αποτελεί μία χαρακτηριστική φωνή της νέας γενιάς λογοτεχνών του νησιού

Συνέντευξη με τον συγγραφέα Στέφανο Σταυρίδη

Γεννημένος στη Λάρνακα το 1972, ο Στέφανος Σταυρίδης, εμφανίζεται στη λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή «Σύντομες Πατρίδες» το 1998. Έκτοτε, έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων («Ιδιωτικές Ανταποκρίσεις», Λάρνακα, 2000 και «Η Βιβλιοθήκη του Ραβέλ», εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2008) και δύο με ποιήματα («Η Κωνική Πραγματικότητα», εκδόσεις Παρμπρίζ, 2004 και «Σιωπηλοί Τραυματιοφορείς», εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα, 2013). Γραφή χαμηλών τόνων, με εσωτερικές κλιμακούμενες εντάσεις, στην ποίησή του, υπερβατική έως μαγικά ρεαλιστική καταγραφή της καθημερινότητας, τις περισσότερες φορές σε πρώτο πρόσωπο, στα διηγήματά του.
         
Μιλήστε μας για τις λογοτεχνικές καταβολές, τις αναγνώσεις και τις όποιες εμμονές που πιθανώς συναντώνται ή όχι στη συγγραφική σας παλέτα;
Οι καταβολές και το αναγνωστικό παρελθόν ενός συγγραφέα είναι ως επί το πλείστον αθέατες, πιστεύω, τουλάχιστον για όσους δεν είναι φιλόλογοι -κι εγώ δεν είμαι. Σάμπως και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την παλέτα χωρίς να κοιτάζει τα χρώματα που αυτή διαθέτει. Εκτός στις περιπτώσεις όπου η επίδραση είναι εμφανέστατη: όλα όσα διαβάζουμε μας επηρεάζουν, άλλα λιγότερο κι άλλα περισσότερο, όμως αν δεν είχα διαβάσει Μπόρχες, τα διηγήματά μου σίγουρα δεν θα γράφονταν όπως γράφτηκαν. Την πρώτη φορά που διάβασα Μπόρχες ένιωσα μια ευφορία που όμοια δεν έχω νιώσει στη λογοτεχνία. Ήταν η στιγμή εκείνη που ανακαλύπτεις ότι στο δικό σου μικροσκοπικό σύμπαν εισβάλλει κάτι που σου ανατρέπει το πώς αντιλαμβανόσουν τα πράγματα μέχρι τότε. Νομίζω ότι το αντίστοιχο στην ποίηση ήταν για μένα ο Εμπειρίκος. Παρόλο που οπωσδήποτε δεν είχε τον ίδιο αντίκτυπο στη γραφή μου, εντούτοις μου αναποδογύρισε την αντίληψη για την ποίηση, εν μέρει ίσως επειδή τον γνώρισα σε μικρή ηλικία. Ανεξαρτήτως της παρουσίας τους στην παλέτα μου, αυτή τη στιγμή μού έρχονται στο μυαλό ο Έντγκαρ Άλαν Πόου, ο Κορτάσαρ και ο Έτγκαρ Κέρετ, όσον αφορά στον πεζό λόγο· στην ποίηση, ο πληθωρικός Σαββόπουλος, το ακαριαίο του Γκανά και η λεπτότητα του Βαρβέρη. Με τις εμμονές νομίζω είναι πιο απλά τα πράγματα, γιατί αυτές δύσκολα κρύβονται και δεν μπορείς να κάνεις την πάπια. Στα διηγήματά μου επανέρχονται η τεχνολογία, η γλώσσα, ο κόσμος του βιβλίου, η γνώση, τα ανθρώπινα πάθη, οι εκκεντρικοί άνθρωποι, το άπειρο, το υπερφυσικό. Στα ποιήματα δεν ξέρω αν έχω εμμονές, αλλά βλέπω ότι η προσπάθεια παραμένει η ίδια: με αυτά προσπαθώ να εντοπίσω αδήλωτα θαύματα που υπάρχουν γύρω μου και να επουλώσω αδήλωτα τραύματα που υπάρχουν εντός μου.

Σε ποιο βαθμό σας επηρέασε ο πατέρας σας, Φοίβος Σταυρίδης, στη διαμόρφωσή σας ως συγγραφέα;
Ο αντίκτυπος ήταν οπωσδήποτε τεράστιος. Ωστόσο, παρόλο που τον εκτιμώ πολύ και ως ποιητή, εντούτοις πιστεύω πως δεν επηρέασε πολύ τον τρόπο γραφής μου. Πολύ περισσότερο με επηρέασε ως πατέρας μου, και με οδήγησε στη συγγραφή ως άνθρωπος που αγαπούσε τη λογοτεχνία, ως βιβλιόφιλος και ως άνθρωπος των γραμμάτων γενικότερα. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι όπου υπήρχαν πολλές χιλιάδες βιβλία προτού γεννηθώ. Ήμουν εννιά χρονών (1981) όταν μας πήγε σε διάλεξη του Σαμαράκη στο Δημητρίειο Πολιτιστικό Κέντρο στη Λάρνακα, κι έχω ακόμα τη δεύτερη έκδοση (1959) του «Ζητείται Ελπίς» με αφιέρωση του συγγραφέα. Μας μιλούσε συχνά για συγγραφείς, για το έργο και τη ζωή τους. Μέσα στους δίσκους βινυλίου που είχε ανακάλυψα τον Σαββόπουλο και τους στίχους του. Επίσης, θυμάμαι την πρώτη φορά που μου έβαλε κι άκουσα τις «Στροφές Στροφάλων», «Ο Δρόμος» και «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων» από το δίσκο «Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο». Το πατρικό μου σπίτι ήτανε για πολλά χρόνια κέντρο διερχομένων για λογοτέχνες, άλλους καλλιτέχνες και φιλολόγους, Κύπριους και Ελλαδίτες. Όλα αυτά με επηρέασαν. Θα ήταν μεγάλο ψέμα να πω ότι ο πατέρας μου είχε απλώς μια συμβολή στο ότι κατέληξα να γράφω: η συμβολή του ήταν καθοριστική και του οφείλω πάρα πολλά, συγγραφικά και μη.

Εκφράζεστε και μέσα από το ποίημα και μέσα από το διήγημα. Πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία ή η ενασχόλησή σας, και με τα δύο αυτά είδη του λόγου,  προκύπτει από κάποια άλλη συγγραφική παράμετρο/ανάγκη;
Ίσως να υπάρχουν κάποιες μικρές δίοδοι επικοινωνίας μεταξύ των δύο, αλλά δεν πιστεύω ότι στην περίπτωσή μου πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία. Το καθένα όντως προκύπτει από διαφορετική ανάγκη, μέσα στο καθένα νιώθω και λειτουργώ εντελώς διαφορετικά, και το αποτέλεσμα του καθενός -ασχέτως ποιότητας- είναι εντελώς διαφορετικό. Τουλάχιστον από τη συγγραφική σκοπιά (αλλά και από τη σκοπιά του αναγνώστη, νομίζω), θεωρώ την ποίηση και την πεζογραφία δύο τέχνες που σχετίζονται μεταξύ τους όσο σχετίζεται η ζωγραφική με τη μουσική. Είναι δύο διαφορετικές ήπειροι.

Στην τελευταία σας συλλογή ποιημάτων, «Σιωπηλοί Τραυματιοφορείς», αναμετριέστε με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον -προσωπικό και συλλογικό-, συνοψίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις. Κλείνετε, ίσως, κάποιους «λογαριασμούς» ανοίγοντας την επούλωση των «τραυματιοφορέων» της ύπαρξης;
Με κάθε ειλικρίνεια, δεν ξέρω. Τουλάχιστον, δεν υπήρχε συνειδητή πρόθεση για κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω κατά πόσο όντως είναι εφικτό να κλείνει κανείς λογαριασμούς. Κατά βάθος, όλα είναι εδώ για να μείνουν, κι όσο περνά ο καιρός, απλώς στριμώχνονται και στοιβάζονται, παλιά και καινούργια, το ένα πάνω στ’ άλλο. «Μην πετάξεις τίποτα», σάμπως και στο χέρι σου είναι. Η ολική επούλωση είναι όνειρο απατηλό. Όμως εσείς κάνετε λόγο για επούλωση των τραυματιοφορέων, κι αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον: αν ο άνθρωπος δεν μπορεί πραγματικά να επουλώσει τις δικές του πληγές, ας φροντίσει τουλάχιστον τους τραυματιοφορείς του. Η τέχνη είναι σημαντικός τραυματιοφορέας. Και, στο κάτω κάτω, η τέχνη, ανεξαρτήτως θεματολογίας, είναι πάντοτε κατ’ ουσία υπαρξιακή.

«Μπραζίλια, μια πόλη μαγική», διαβάζουμε σε διήγημά σας, του 2000, και «Όχι Οκτάνα, μα Μπραζίλια» σε ποίημα σας, του 2013. Ταξιδεύει, συμβολικά ή παραβολικά, η σκέψη σας στην πόλη αυτή -την ανύπαρκτα υπαρκτή- ή κάνω λάθος;
Η σκέψη μου έχει όντως ταξιδέψει στην Μπραζίλια, πέραν της μίας φοράς. Αν και πρόκειται για σύμπτωση το ότι την «επίσκεψη» το 2000 ακολούθησε η «επίσκεψη» το 2013, εντούτοις η πόλη αυτή πράγματι μου έχει δημιουργήσει έναν συμβολισμό. Στο διήγημα, η Μπραζίλια, ιδωμένη ως η έσχατη τεχνητή δημιουργία ανθρώπινης κοινότητας, μετατρέπεται σε έσχατη ενσάρκωση της εικονικής πραγματικότητας. Στο ποίημα, το οποίο εκ πρώτης όψεως αποτελεί ανάστροφη παρωδία του ποιήματος του Εμπειρίκου (είναι κι αυτό, δηλαδή), η Μπραζίλια ενσαρκώνει το προσγειωμένο, το εντός ορίων -αλλά διατηρώντας κάθε πάθος. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Μπραζίλια του 2000 και η Μπραζίλια του 2013 είναι δύο άσχετοι κόσμοι, αν όχι αντίθετοι, όμως στην ουσία και οι δύο Μπραζίλιες αποτελούν την πραγμάτωση του ίδιου ανθρώπινου κόσμου.

Η επαγγελματική σας ιδιότητα ως βιβλιοθηκονόμος στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, «συμμετέχει» στα κείμενά σας (πεζά και ποιητικά) και κατά πόσο τα διαμορφώνει;
Η γραφή και τα βιβλία είναι θέματα που με απασχολούν κατ’ επανάληψη, κυρίως στα διηγήματα. Από αυτή την άποψη, η επαγγελματική μου ιδιότητα συμμετέχει στα κείμενά μου, όμως δεν νομίζω ότι τα διαμορφώνει, καθώς δεν υπάρχει τόσο σχέση αιτίας και αποτελέσματος μεταξύ των δύο, αλλά περισσότερο σχέση κοινής αιτίας και προέλευσης. Από την άλλη, μια βιβλιοθήκη πάντοτε προσφέρει συγγραφικά ερεθίσματα. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι κι η πιο μικρή βιβλιοθήκη είναι ένα κομμάτι από τη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ. Κι η πιο μικρή βιβλιοθήκη προσφέρει πολύ μεγάλο όγκο πληροφοριών κι εμπειριών – άρα και αισθήσεων – σε σχέση με τον χώρο που καταλαμβάνει. Είναι μια συμπύκνωση που δεν ξέρω αν υπάρχει όμοιά της.

Τελευταία ασχολείστε και με τη θεατρική γραφή. Τι σας ώθησε να δοκιμαστείτε και μ’ αυτόν το χώρο έκφρασης;
Αυτό που με ώθησε αρχικά ήταν το γεγονός ότι παρατήρησα πως σε αρκετά διηγήματά μου έκανα εκτενή χρήση διαλόγων. Γενικώς, με συναρπάζει η τριβή μεταξύ των ανθρώπων. Έτσι, δοκίμασα κι έγραψα δυο-τρία μικρά μονόπρακτα, τα οποία κατόπιν έγιναν ενιαίο έργο για σκοπούς συμμετοχής στο πρόγραμμα Play On που διοργάνωσαν από κοινού ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου και το Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου. Στο πλαίσιο του προγράμματος, το έργο αυτό, μαζί με άλλα έργα εγχώριας συγγραφής, παρουσιάστηκε σε θεατρικό αναλόγιο. Βρήκα την όλη εμπειρία πολύ ενδιαφέρουσα. Η συγγραφή, περιλαμβανομένης της θεατρικής, είναι εξ ορισμού μοναχική διαδικασία, όμως ένα θεατρικό κείμενο διαφέρει από άλλα είδη κειμένου ως προς το ότι μεταξύ του αρχικού δημιουργού και του τελικού παραλήπτη μεσολαβούν ένα σωρό άλλοι καλλιτέχνες που δίνουν άλλη διάσταση στο κείμενο και το εμπλουτίζουν με τη δική τους τέχνη. Μπορεί ο αρχικός δημιουργός να χάνει την κυριότητα της δημιουργίας, μια και καθίσταται ένας από τους πολλούς συνεισφέροντες, αλλά όλα έχουν κάποιο τίμημα, καθώς κερδίζει την τριβή. Κι όπως είπα, με συναρπάζει η τριβή μεταξύ των ανθρώπων.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 10 Μαΐου 2015, σ. 4, με κάποιες περικοπές. Εδώ δημοσιεύεται ολόκληρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου