Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Περιθωριακά 33


(1931-1994)

GUY DEBORD
«Ενάντια στον Κινηματογράφο»

[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

«Τον τρόπο για να ανατρέψουμε τον κόσμο, δεν τον βρήκαμε ψάχνοντας στα βιβλία αλλά μέσα από την περιπλάνηση. Ήταν μία  παρέκκλιση πορείας, μια μεγάλη μέρα όπου τίποτα δεν ήταν ίδιο με την προηγούμενη και η οποία δεν είχε ποτέ τέλος».

Guy Debord, In Girum Imus Nocte et Consumimur Igni, 1978


Ο Γκι Ντεμπόρ είναι μία από τις πλέον ριζοσπαστικές και ξεχωριστές μορφές του 20ού αιώνα. Αδιάσπαστα συνδεδεμένος με την Καταστασιακή και Λετριστική Διεθνή, υπερβαίνοντας ωστόσο τα δύο αυτά κινήματα όσο σπουδαία κι αν είναι. Υπήρξε φιλόσοφος που διακήρυττε την υπέρβαση της φιλοσοφίας, καλλιτέχνης που έβλεπε στο θάνατο της τέχνης και στο ξεχείλισμα της ζωής το πιο επιτακτικό έργο, σκηνοθέτης κατά της αναπαράστασης, επαναστάτης χωρίς κόμμα και εξουσία, ο Ντεμπόρ ήταν ένα αινιγματικό πρόσωπο. Στον «Πανηγυρικό» (1989), ένα από τα τελευταία κείμενά του, επιχείρησε να αφηγηθεί με τον τρόπο του μια ζωή χωρίς συμβιβασμούς που τη δονούσαν τα βίαια πάθη. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Γεννήθηκα το 1931, στο Παρίσι. Ήδη η περιουσία της οικογένειάς μου είχε υποστεί τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που είχε εμφανιστεί λίγο νωρίτερα, αρχικά στις Η.Π.Α., και ό,τι απέμεινε δεν φαινόταν ότι μπορούσε να πάει πολύ πιο πέρα από την ενηλικίωσή μου, πράγμα το οποίο τελικά συνέβη. Επομένως, γεννήθηκα κατά κάποιο τρόπο κατεστραμμένος». Βαθιά σημαδεμένος από τα πρότυπα ζωής και δημιουργίας των Αρτίρ Κραβάν και Ιζιντόρ Ντικάς (κόμη του Λοτρεαμόντ), αναζητεί αμέσως την περιπέτεια. Το 1951 συναντά μια ομάδα που προβάλλει στις Κάννες, με σχεδόν παράνομο τρόπο, την «Πραγματεία περί σιέλου και αιωνιότητας» του Ιζιντόρ Ιζού. Αμέσως ο Ντεμπόρ συνδέεται με τα άτομα που συγκροτούν το κίνημα του Λετρισμού. Το 1952, κάνει και ο ίδιος το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με το «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ». Ένα αντί-φιλμ που κυριαρχεί η χρήση παραθεμάτων, ενώ πολλές στιγμές η οθόνη είναι εντελώς λευκή και άλλοτε μαύρη. Το σκάνδαλο δεν αργεί να έρθει. Όμως πολύ γρήγορα ο Ντεμπόρ και μερικοί από τους συντρόφους του χειραφετούνται από την επιρροή του Ιζιντόρ Ιζού και ιδρύουν (τέλη του 1952), τη Λετριστική Διεθνή, που δεν θέλει να έχει καμία σχέση με την ομάδα που φέρει το ίδιο όνομα. Τα τέσσερα τεύχη του περιοδικού «Λετριστική Διεθνής» (1952-1954) και τα 29 του περίφημου «Potlatch» (1954-1957) είναι μάρτυρες εκείνης της θυελλώδους περιόδου κατά την οποία ο Γκι Ντεμπόρ, περιστοιχισμένος από μερικά «δυνατά μυαλά» και μερικούς «κακεντρεχείς», λάμπει με το αυθεντικό ύφος του που δεν είναι μόνο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό, αλλά κυρίως ένας τρόπος ζωής. Οι τεχνικές της απομάκρυνσης, η επινόηση των παρεκκλίσεων και των «καταστάσεων», η επιθυμία να πραγματοποιήσει στη ζωή το σχέδιο της αισθητικής των αβανγκάρντ, η διάθεση για συνωμοσία και η έκφραση μιας σκέψης που θυμίζει Μαρξ και Ντανταϊσμό, με μία εντελώς δικής της νέα-άγρια μορφή, όλα βρίσκονται στις σελίδες του «Potlatch». Αυτή η οργιώδης και δημιουργική περίοδος, καθώς επίσης και η συνάντηση με μερικά μέλη της ομάδας Cobra, κυρίως με το ζωγράφο Άσγκερ Γιορν με τον οποίο ο Ντεμπόρ δημιουργεί δύο πανέμορφα βιβλία-κολάζ («Τέλος της Κοπεγχάγης» και «Αναμνήσεις»), θα οδηγήσουν άμεσα στην ίδρυση (Ιούλιος 1957) της περίφημης Καταστασιακής Διεθνούς, όπου μέχρι τη διάλυσή της (άνοιξη 1972), θα αποτελεί τη θεωρητική και πρακτική πλατφόρμα των ιδεών του Γκι Ντεμπόρ. Η πραγματική μετάβαση απ’ τη Λετριστική Διεθνή στην Καταστασιακή Διεθνή δεν φαίνεται να σημάδεψε κάποια σημαντική αλλαγή στη φύση των δραστηριοτήτων τους. Το 1957, εμφανίστηκε το κείμενο του Ντεμπόρ, «Έκθεση για την Κατασκευή Καταστάσεων», η πρώτη θεωρητικοποίηση των εννοιών της «κατάστασης» και του «θεάματος».

Αλλαγή πλεύσης
Μετά από αυτή την περίοδο του έντονου ακτιβισμού, που σημαδεύεται από την έκδοση της «Κοινωνίας του θεάματος» το 1967, ο Γκι Ντεμπόρ εισέρχεται στο πιο μοναχικό κομμάτι της τροχιάς του. Δεν υπήρξε ποτέ θεωρητικός μιας οργάνωσης ή ενός κόμματος. Αντίθετα ήταν ο καταλύτης φαντασιακών ενοράσεων και ανατρεπτικών πρακτικών, παραμένοντας πιστός στη σκέψη του χωρίς καμία δυσκολία ή αμφισβήτηση των όσων πρέσβευε και υπερασπιζόταν, τουλάχιστον, «επιθετικά». Η συνάντηση με τον Ζεράρ Λεμποβισί, στις αρχές του ’70, του δίνει τη δυνατότητα για μια νέα βάση στα σχέδιά του. Αρχικά εμπιστεύεται στον εκδοτικό οίκο του Λεμποβισί, τον Champ Libre, την πρώτη επανέκδοση της «Κοινωνίας του θεάματος» το 1971. Αργότερα ο Λεμποβισί δίνει στον Γκι Ντεμπόρ την ευκαιρία να συνδεθεί εκ νέου με ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το πραγματικό του «επάγγελμα», δηλαδή τον κινηματογράφο. Μετά την πρώτη του ταινία, ο Ντεμπόρ γύρισε άλλες δύο μικρού μήκους, «Στο πέρασμα ορισμένων προσώπων μέσα από μια αρκετά μικρή χρονική μονάδα» (1959) και την «Κριτική του διαχωρισμού» (1961), που δίνουν έναν καθοριστικό ρόλο στη φωνή off (χωρίς να βλέπουμε αυτόν/αυτήν που μιλάει) και διαμορφώνουν μια αισθητική όπου σκοπός είναι να αμφισβητηθεί ο κινηματογράφος, που είναι εξαρτημένος από το θέαμα, μέσα από τα εργαλεία του ίδιου του θεάματος. Το 1973, ο Ντεμπόρ πραγματοποιεί μία διασκευή της «Κοινωνίας του θεάματος», όμως το αριστούργημά του είναι αναμφίβολα το «In Girum Imus Nocte et Consumimur Igni» (1978). Μέσα από αυτή την ταινία ο Ντεμπόρ αναδύεται ως πρόσωπο και κάνει αισθητό το πέρασμα του χρόνου. Το εμποτισμένο με αναλλοίωτο κλασικισμό υπέροχο ύφος του ξετυλίγεται με μια ηρεμία που δεν είναι απαλλαγμένη από μια τραγική σημασία. Στην πραγματικότητα απομακρυσμένος από την πρακτική της «αγκιτάτσιας-προπαγάνδας» ή «ατζίτ-προπ», παραδίδεται σε μια μελαγχολία όπου δεν αποκλείει την οργή που έχει καταλαγιάσει. Αυτή η εξελικτική πορεία της σκέψης του Γκι Ντεμπόρ θα λάβει έντονες διαστάσεις στα δύο από τα πιο όμορφα βιβλία του, «Σχόλια για την κοινωνία του θεάματος» (1988) και «Πανηγυρικός» (1989) -μια συνειδητοποίηση της συνεχούς αλλαγής και του μη αναστρέψιμου χρόνου. Το πάθος του για το αλκοόλ, που εκφράζεται υπέροχα στον «Πανηγυρικό», δεν λέει τίποτε άλλο: «Μου άρεσε στην αρχή, όπως σε όλο τον κόσμο, η επίδραση της ελαφριάς μέθης, ύστερα πολύ γρήγορα αυτό που είναι πέρα από τη βίαιη μέθη, όταν περνάμε αυτό το στάδιο: μια τρομερή και υπέροχη γαλήνη, όταν αισθανόμαστε πραγματικά το πέρασμα του χρόνου». Κατά αυτόν τον τρόπο, στη γενικευμένη νοθεία της πραγματικότητας όπου κυριαρχούν το μυστικό, η προσποίηση και η παραπληροφόρηση, ο Ντεμπόρ αντιτάσσει τη σφοδρότητα της εμπειρίας, την ακατανίκητη μοναδικότητα του ατόμου, την πίστη στις λιγότερο νοθευμένες απολαύσεις, την αίσθηση μιας ελεύθερης ζωής σε ρήξη με τις αρχές της εμπορικής και θεαματικής οικονομίας. Η ίδια η αυτοκτονία του, στις 30 Νοεμβρίου 1994, αφού είχε καταθέσει για τελευταία φορά στο τελευταίο του έργο, την πένθιμη ταινία «Ο Γκι Ντεμπόρ, η τέχνη του, η εποχή του», δεν μπορεί να εκληφθεί παρά ως η ύστατη παράδοξη εκδήλωση μιας κυριαρχίας που υπήρξε η πιο σημαντική απαίτησή του.


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015, σ. 5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου