Jacques Mesrine
[1936-1979]
Ζακ Μεσρίν
«Το Ένστικτο του Θανάτου»
Διάσημος Γάλλος παράνομος, γεννήθηκε στο Κλισί, στις
28 Δεκεμβρίου 1936, και δολοφονήθηκε στο Παρίσι, στις 2 Νοεμβρίου 1979
Ο Μεσρίν (Jacques Mesrine) δεν είναι διάδοχος του δανδισμού του Λασενέρ
ή της αναρχικής παρανομίας του Ραβασόλ, του Ζακόμπ ή των «τραγικών ληστών» της
συμμορίας του Μπονό. Δεν οχυρώθηκε πίσω από μια ιδεολογία. Δεν δήλωνε κάθε λίγο
και λιγάκι «η κοινωνία φταίει», αν και είχε μετρήσει τα κουσούρια της. Πάντα
παραδεχόταν ότι τον έλκυε η βία και το κακό. Αυτό που δεν μπορούσε να
κατανικήσει ήταν η ροπή του προς τη δράση και τον κίνδυνο. Στην περίπτωσή του
θα μπορούσαμε να παραθέσουμε τη φράση του Ζενέ: «Καύλωσα για το έγκλημα». Το
μοναδικό πράγμα που του άρεσε ήταν ότι έβρισκε τον εαυτό του «ωραίο τύπο»,
δηλαδή ήταν ο ασυναγώνιστος ληστής που σεβόταν τους κανόνες του παιχνιδιού του
χώρου του. Όμως, αν είχε πάθος για τους εγκληματικούς άθλους, δεν απολογήθηκε
ποτέ γι’ αυτό. Απλώς διαπίστωνε ότι η αγάπη του για τη ζωή τον έσπρωχνε προς
ένα θανάσιμο παιχνίδι. Ο Μεσρίν υπήρξε ένας φιλήδονος ληστής. Αποζητούσε την
ένταση. Αυτοπροσδιορίστηκε σαν ένα αγρίμι και σαν αγρίμι τον αντιμετώπισε η
δημόσια τάξη.
Η ικανοποίηση που νιώθει ο
αυθεντικός κακοποιός δεν έχει σχέση με την απληστία. Εμπεριέχεται στις λέξεις
«εκτός νόμου». Ο Μεσρίν διαμόρφωσε μια προσωπικότητα στα πρότυπα των λαϊκών
ηρώων. Ο ληστής είναι πράγματι μια ηρωική και αθώα φιγούρα, της οποίας κάθε
κατόρθωμα υποτάσσεται σε ένα ιδεώδες περί της ομορφιάς και της οποίας η εντιμότητα
έγκειται στην πραγματικότητα των κινδύνων που αντιμετωπίζει. Στον Μεσρίν, η
παράδοση του Παριζιάνου αλήτη, λίγο Βιγιόν (ηχογράφησε μια παραλλαγή του
μοιρολογιού του έργου «Οι πύλες του σωφρονιστικού συστήματος»), λίγο Αρσέν
Λουπέν (όταν παραδίδεται στον αστυνόμο Μπρουσάρ ανοίγει μια σαμπάνια), συναντά
το γουέστερν ή τη χολιγουντιανή ταινία.
Αναζητώντας να υλοποιήσει στη
ζωή του αυτά που τον γοήτευαν στα αστυνομικά μυθιστορήματα και στον
κινηματογράφο, του αρκούσε ένα «κλικ», που παραδόξως ήταν νόμιμο, για να
καταλάβει ότι μπορούσε να παίξει στην πραγματικότητα: αυτό είναι ο Πόλεμος της
Αλγερίας. Κατατάχτηκε στρατιώτης και έκανε τις μεγαλύτερες αγγαρείες, το
αποφασιστικό βήμα όμως έγινε όταν είχε πια εκπληρώσει το καθήκον του. Είχε
γνωρίσει την αηδία για ό,τι νομιμοποιούσε το έγκλημα αλλά και την ευχαρίστηση
για το ίδιο το έγκλημα. Μετά την Αλγερία είναι ένας άνθρωπος σε εμπόλεμη
κατάσταση που κάνει όλο και περισσότερες ένοπλες ληστείες και παραχαράξεις.
Ένας δολοφόνος που αποθεώνει τον εαυτό του επειδή αφαίρεσε τη ζωή από
αξιοκαταφρόνητα άτομα: μαστροπούς, χαφιέδες και μικροκακοποιούς που ήθελαν να
τον μιμηθούν. Αντίθετα, θα λυπηθεί για τον θάνατο δύο δασοφυλάκων που τον
αιφνιδίασαν όταν είχε δραπετεύσει, στον Καναδά, μαζί με το συνένοχό του , τον Ζαν-Πολ
Μερσιέ. Από το 1969 στο Κεμπέκ, όπου είχε καταφύγει για να ξεφύγει από την
ευρωπαϊκή αστυνομία, οι πράξεις του παίρνουν μια ξέφρενη στροφή. Μετά από μια
υπόθεση απαγωγής που πήγε άσχημα, τον συνέλαβαν στο Τέξας και τον καταδίκασαν
στον Καναδά, σε 15 χρόνια φυλάκισης. Μαζί με τον Μερσιέ, που τον είχε
συναντήσει στη φυλακή, καταφέρνει να δραπετεύσει από ένα απόρθητο φρούριο. Η
επίθεση στις φυλακές του Σεν-Βενσάν-ντε-Πολ, στις 3 Σεπτεμβρίου 1972, με τον
Μεσρίν και τον Μερσιέ οπλισμένους μέχρι τα δόντια, είναι μια καθαρή τρέλα, μια
απελπισμένη μάχη που δείχνει το συσσωρευμένο μίσος των φυλακισμένων στις
πτέρυγες υψίστης ασφαλείας, όπου η πλήρης απομόνωση ισοδυναμεί με βασανιστήριο.
Λόγω αυτού του συμβάντος, η επαρχία του Κεμπέκ θα αναθεωρήσει την πολιτική της
για τον εγκλεισμό.
Οι ληστείες που διαπράχθηκαν
στη συνέχεια είναι εξίσου προκλητικές. Ενώ όλο το Μόντρεαλ τους καταδιώκει, οι
δύο ληστές βάζουν στο μάτι την τράπεζα «Toronto Dominion», αδειάζουν τα ταμεία της και επιστρέφουν μετά από τρεις μέρες για να
τα αδειάσουν ξανά. Ο Μεσρίν, που κατορθώνοντας να φύγει από τον Καναδά,
εγκαθίσταται στη Βενεζουέλα, αλλά πολύ σύντομα αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη
χώρα και να επιστρέψει στη Γαλλία. Αρχίζει μια περίοδος αλλαγών ταυτότητας –και
το ταλέντο του στις μεταμφιέσεις κάνει θαύματα. Συλλαμβάνεται το 1973,
διαφεύγει χάρη σε ένα ρεβόλβερ που είχε τοποθετήσει πολύ νωρίτερα, στις
τουαλέτες του δικαστηρίου της Κομπιέν. Συλλαμβάνεται και πάλι μετά από μια σειρά
παράνομες πράξεις, καταδικάζεται σε 20 χρόνια κάθειρξη και μεταφέρεται στις
φυλακές από όπου δραπετεύει ξανά, αφού προηγουμένως έχει γράψει ένα
βιβλίο-κατηγορητήριο. «Το ένστικτο του θανάτου» κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό
οίκο Lattes το 1977, απαγορεύτηκε και επανεκδόθηκε το
1984 από τις εκδόσεις «Champ
Libre», ενώ στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος». Στο βιβλίο αυτό, που κάνει πάταγο, αποκαλύπτει τις
πιο σκοτεινές πλευρές του, μιλά όμως και για καλύτερες συνθήκες κράτησης και
επανένταξης των φυλακισμένων. Είναι ένα ψύχραιμο κατηγορητήριο που στήνεται
κατά του ίδιου του εαυτού του: ο Μεσρίν δεν αναζητά δικαιολογίες για την έλξη
που αισθάνεται για το εύκολο χρήμα και για το σαδισμό με τον οποίο εκτελεί
μερικά θύματά του. Αντίθετα, δηλώνει περήφανος και καυχάται επειδή λίγοι άνθρωποι
αγαπούν τόσο πολύ την ελευθερία, ώστε να περιφρονήσουν, όπως αυτός, την κρατική
εξουσία. Δηλώνει επίσης ότι δέχεται να πληρώσει το τίμημα. Αυτό δεν θα αργήσει
να έρθει καθώς, όταν δραπέτευσε και πάλι από τις φυλακές, πολιορκημένος από
παντού, τελικά έπεσε στη μια παγίδα που του έστησαν οι αστυνομικοί της Δίωξης
του Εγκλήματος, που τον γάζωσαν με δεκάδες σφαίρες στο τιμόνι του αυτοκινήτου
του.
Δημοσιεύτηκε
στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής
εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 9 Αυγούστου 2015, σ. 5.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου