Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 45

Δανιήλ Χαρμς
[1905-1942]

Ομπεριού
Η απόκρυψη ενός καλλιτεχνικού κινήματος

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου

Ιδρύθηκε από σοβιετικούς καλλιτέχνες το 1925 και διαλύθηκε, μετά από διώξεις, το 1934

   Οι συγγραφείς, οι ποιητές, οι δραματουργοί, οι δοκιμιογράφοι και οι φιλόσοφοι της ομάδας «Ομπεριού» (ενδεικτικά αναφέρουμε τους Ιγκόρ Μπακτέρεφ, που γεννήθηκε το 1908, Δανιήλ Χαρμς, 1905-1942, Νικολάι Ολέινικοφ, 1898-1937, Κονσταντέν Βαγκίνοφ, 1899-1934, Αλεξάντερ Βεντένσκι, 1904-1941, Νικολάι Ζαμπολότσκι, 1903-1958, κ.ά.) επινόησαν ένα είδος αντίστασης που δεν εκφράζεται με τα συνηθισμένα μέσα. Στην πραγματικότητα, σε αυτούς, δεν υπάρχει ούτε επανάσταση ούτε οργή. Ούτε καταγγελία ούτε σάτιρα. Ίσως κάποια ειρωνεία, αλλά και αυτή απόμακρη. Τα μέλη της ομάδας περιορίστηκαν στο να είναι κοινωνικά μηδενικά. Σε κάθε περίσταση, επιδείκνυαν την αδυναμία τους και την επιπολαιότητά τους. Αδύνατον να φανούν πιο παιδαριώδεις ή πιο γελοίοι. Όμως, αυτό που ήταν, το έδειξαν με αρκετή δεξιοτεχνία και οξυδέρκεια –και μάλιστα υπό το βάρος μιας ολόκληρης ρωσικής καλλιτεχνικής σκηνής, στοιχειωμένης από την επιστροφή στην τάξη.
   Η «Ομπεριού» είναι το πιο ριζικό αντίδοτο στο στόμφο, τον ψεύτικο ηρωισμό και στα καλά, δήθεν επαναστατικά συναισθήματα που από το 1925 κατακλύζουν την ΕΣΣΔ. Εντούτοις, η σταλινική εξουσία, που έχει μια εκπληκτική διαίσθηση όσον αφορά και στο παραμικρό ίχνος υποτίμησής της, δεν ξεγελιέται από τους δήθεν «χαζούς του χωριού». Εξιχνίασε την αντίληψη και το όραμά τους για τον κόσμο που κρύβονταν στα κείμενά τους, που φαινομενικά ήταν ανεκδοτολογικά και ασήμαντα. Πολύ σύντομα η ομάδα διαλύεται και δύο από τα πιο δημιουργικά μέλη της, ο Δανιήλ Χαρμς και ο Αλεξάντερ Βεντένσκι, εκτελούνται.

Οι απαρχές και το «Ζαούμ»
   Η έδρα της ομάδας είναι το Λένινγκραντ. Εκεί γνωρίζονται, πολύ νέοι, στο λύκειο και στο πανεπιστήμιο. Σε μια ακατάλληλη στιγμή σε σχέση με την εξομάλυνση που αναγγελλόταν, παθιάζονται με μια αβανγκάρντ ήδη βυθισμένη στο σκοτάδι, αυτήν του κινήματος των Χλεμπνίκοφ και Κρουτόνικ, το οποίο ονομάζεται άλογο ή «υπερνοητικό». Ο «αλογισμός» ή η «υπερνόηση» είναι το ρωσικό ανάλογο του ντανταϊσμού, και αυτό πριν το Νταντά, εφόσον το κίνημα βρίσκεται στην πιο ώριμη φάση του το 1914. Οι Χλεμπνίκοφ και Κρουτόνικ είναι οι εμπνευστές και οι πρωτοπόροι του «ζαούμ-zaoum», αυτής της γλώσσας, που παίζει με τις ρίζες, τις καταλήξεις και τα διφορούμενα.
   Το 1926, οι τελευταίοι «ζαούμνικ» διδάσκουν στην Κρατική Ακαδημία Καλλιτεχνικού Πολιτισμού του Λένινγκραντ, της οποίας διευθυντής είναι ο Μάλεβιτς. Ο τελευταίος ίδρυσε ένα εργαστήρι φωνολογίας που το διευθύνουν δύο ποιητές, οι Τερέντιεφ και Τουφάνοφ. Δίπλα σε αυτούς ξεκινούν τις έρευνές τους ο Χαρμς και ο Βεντένσκι. Ιδρύουν μια ομάδα, τη «Ράντιξ», που σχεδιάζει να ανεβάσει θεατρικά έργα. Ο Μάλεβιτς θα τους παραχωρήσει ένα χώρο μέσα στην Ακαδημία. Το θέατρο του Χαρμς και του Βεντένσκι βασίζεται στην ταχύτητα και στην ενέργεια. Αγκαλιάζουν μια κατάσταση και την οδηγούν μέχρι την τρέλα ή το παράλογο. Όλα είναι μεταβατικά: οι ηθοποιοί δεν παύουν να ανταλλάσσουν τους ρόλους τους. Η υποτυπώδης πλοκή αμφισβητείται συστηματικά από τους πρωταγωνιστές. Πρόκειται περισσότερο για παιδιά ή για τρελούς που επιχειρούν να συγκροτήσουν προσωπικότητες χωρίς συνοχή, παρά για ηθοποιούς που παγιώνουν μια σύνθεση. Όμως, η «Ράντιξ» δεν θα έχει το χρόνο να αναπτύξει το σχέδιο της, εκτός από την παραγωγή και το ανέβασμα ενός πρώτου έργου: «Η μαμά είναι καλυμμένη από ρολόγια». Η Ακαδημία του Μάλεβιτς κλείνει στα τέλη του 1926 επειδή θεωρείται ανώφελη (όχι αρκετά «επιστημονική») και κοινωνικά παρασιτική («ένα μοναστήρι με έξοδα του κράτους»).

Η στιγμή της «Ομπεριού»
   Το φθινόπωρο του 1927, τα μέλη της «Ομπεριού» θα οργανώσουν την πρώτη τους μεγάλη βραδιά ανάγνωσης στον Οίκο του Τύπου, όπου τοιχοκολλούν μανιφέστα τα οποία έχει συντάξει ο Ζαμπολότσκι. Μέχρι και την επόμενη χρονιά, θα συνεχιστεί μια σειρά από συναυλίες σε σχολεία, ακόμα και σε στρατώνες. Αυτές θα διακοπούν μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου που καταγγέλλει την «Ομπεριού» σαν «ένα κίνημα εχθρικό προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και την επαναστατική λογοτεχνία». Λίγο αργότερα, ξεκινούν οι συλλήψεις. Οι κατηγορίες είναι απίστευτες: το «ζαούμ», για παράδειγμα, γίνεται ένα κωδικοποιημένο σύστημα για τη διάδοση της αντισοβιετικής προπαγάνδας! Στην πραγματικότητα, αυτό που η εξουσία δεν συγχωρεί είναι το χιούμορ και η φαντασία.
   Τα περισσότερα μέλη της ένωσης επιβιώνουν γράφοντας κείμενα και βιβλία για παιδιά (οι Χαρμς, Λιπάφσκι και Βεντένσκι είναι γνωστοί για την παιδική τους λογοτεχνία). Μόνο που, αυτή τη λογοτεχνία, την τόσο άμεση και γεμάτη από ετερόκλιτα στοιχεία, την έχουν στηρίξει στις δικές τους ιστορίες ενηλίκων. Διηγήθηκαν τη δική τους καθημερινότητα με μια ψεύτικη αφέλεια, μένοντας με έναν ψεύτικο τρόπο άοπλοι μπροστά της, γεγονός που προσδίδει στο έργο τους ένα χαρακτήρα απελπισίας και θλίψης. Η άθλια πραγματικότητα μιας συντετριμμένης χώρας παίρνει τη μορφή παραμυθιών, παιδικών τραγουδιών, αποσπασμάτων που δεν οδηγούν πουθενά, που χαίρονται να χάνονται, που μετατρέπουν την εγκατάλειψή τους σε μια ευκαιρία για χιούμορ. Όσο πιο ανόητο είναι το ποίημα -όσο περισσότερο καταλήγει σε αδιέξοδο και κάνει επίδειξη της αποτυχίας του- τόσο πιο ακριβές και μαχητικό γίνεται. Ο Χαρμς είναι ειδικός της εξομολογημένης αποτυχίας. Τα μέλη της ομάδας «Ομπεριού» είναι οι πρώτοι που επωφελούνται από τις θλιβερές κωμωδίες που παίζονται στα κοινοβιακά διαμερίσματα. Είναι λίγα τα παραμύθια ή τα σκετς στα οποία δεν παρεμβαίνουν ο στρατιωτικός, η θυρωρός ή ο γείτονας. Ένας κόσμος καταδόσεων στήνεται.
   Όσον αφορά στα μέλη της ομάδας, κάποιοι μίλησαν για το «μη λογικό» και τους έχρισαν πρόδρομους του θεάτρου του παραλόγου, όπως αυτού του Ιονέσκο. Είναι πιο καίριο να αναφερθούμε σε πρόσωπα του Γκόγκολ ή του Ντοστογιέφσκι που γίνονται στόχοι της γραφειοκρατίας. Τα μέλη της «Ομπεριού» αρέσκονται στο να δυναμιτίζουν τα παλαιότερα κείμενα και επιφυλάσσουν μια ειδική μεταχείριση, συχνά προκλητική, γι’ αυτά που τιμούν περισσότερο. Εάν είναι πρόδρομοι κάποιου πράγματος, είναι κυρίως μιας κάποιας υπεράσπισης της ανωριμότητας που τόσο αγαπά ο Γκομπρόβιτς. Αυτό που εννοούν μιλώντας για «πραγματική τέχνη», πέρα από τους πειραματισμούς στην ύλη ακόμα και στη γλώσσα, είναι ακριβώς μια τέχνη ικανή να αντιμετωπίσει τη μετριότητα μιας κατάστασης φέρνοντάς της το άλας και το ξαλάφρωμα ενός μαύρου γέλιου.
   Τη στιγμή που η ΕΣΣΔ έμπαινε στον πόλεμο, αυτή η στάση χρεώθηκε ως ηττοπάθεια. Το 1941, ο Χαρμς (1942) και ο Βεντένσκι πεθαίνουν, ο ένας από μια υποχρεωτική θεραπεία στο άσυλο της φυλακής, ενώ ο άλλος πυροβολείται κατά τη διάρκεια της εξορίας που του είχε επιβληθεί.



Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 7 Ιουνίου 2015, σ. 4.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου