Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Περιθωριακά 46

Από ταριστερά: Allen Ginsberg (1926-1997), Jack Kerouac (1922-1969) & Gregory Corso (1930-2001)

Beat Generation
«Ρομαντικοί κι υπαρξιστές»

Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου

Μία ελάχιστη εισαγωγή στο λογοτεχνικό, αμερικανικό κίνημα των Μπιτ σε μία εποχή όπου «τα πάντα επιτρέπονται και τα πάντα απαγορεύονται».

   Σχεδόν πάνω από εξήντα χρόνια μετά την εμφάνιση της Μπιτ γενιάς στο χώρο των αμερικανικών γραμμάτων, έχουμε διατρέξει τόσο τους άνυδρους τόπους όσο και τις ένυδρες περιοχές της σύγχρονης ποίησης και λογοτεχνίας. Για κάποιους, το Μπιτ «φαινόμενο» έχει περάσει στο χρονοντούλαπο των ιστορικών της λογοτεχνίας -για άλλους, παραμένει μία ανεξάντλητη πυριτιδαποθήκη για τη δημιουργία της πολυπόθητης νέας κοινωνίας.
 
Η κυοφορία
   Το στοιχείο beatnik, ένα είδος μποέμικης αλλά και επιθετικής συνείδησης της βαθύτητας του ανθρώπινου όντος, τροφοδότησε το δεύτερο μεγάλο επαναστατικό ρεύμα λογοτεχνικής σκέψης μετά τον Υπερρεαλισμό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 κι ύστερα από την τρομακτική εμπειρία της ατομικής βόμβας ένας άνεμος φιλελεύθερων καλλιτεχνικών αρνήσεων του κατεστημένου άρχισε να (ουσία) ταράζει την αμερικανική κοινωνία. Έννοιες όπως αγάπη, ελευθερία, ταξίδι, κοινότητα επέστρεψαν στο προσκήνιο. Μπορούσε κανείς να ξαναδεί τη σχέση ποίησης και μουσικής με άλλο μάτι.

Η αρχή
   Η λέξη «beat» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από μουσικούς της jazz. Ασυμβίβαστους, αλήτες και περιθωριακούς σημαίνοντας πως κάποιος ήταν στα όρια του, τσακισμένος, φτωχός, χωρίς καμιά ελπίδα. Το 1944 ο επιθετικός προσδιορισμός «beat» τράβηξε την προσοχή του William S. Burroughs [1914-1997] απόφοιτο του Harvard, που άκουσε τη λέξη από τον Herbert Huncke ενός αλήτη και αργότερα συγγραφέα της Times Square. Μέσω του Burroughs ο χαρακτηρισμός πέρασε στον πρωτοετή τότε φοιτητή του Columbia Allen Ginsberg [1926-1997] και στον απόβλητο από το ίδιο κολέγιο φίλο του συγγραφέα Jack Kerouac [1922-1969], που εκείνη την περίοδο εργαζόταν στο αμερικανικό εμπορικό ναυτικό. Ο Kerouac σαγηνεύτηκε με τον όρο και βάφτισε μ’ αυτόν όλο εκείνο τον κύκλο των καλλιτεχνών που μοιράζονταν το «Νέο Όραμα», την απόλυτη απελευθέρωση του αμερικανικού λόγου, των τεχνών και της ευρύτερης συνείδησης του αμερικανικού λαού. Μαζί με τον Gregory Corso [1930-2001], ο οποίος ξεκίνησε να μελετά λογοτεχνία και να γράφει τα πρώτα του ποιήματα στη φυλακή, αποτέλεσαν την «Αγία Τριάδα» της Μπιτ Γενιάς. Το Μπιτ κίνημα εξερράγη στην αμερικανική κοινωνία στις αρχές της δεκαετίας του ’50 με τη δύναμη της «προφητείας». Δεν ήταν ακόμη μία λογοτεχνική σχολή, αλλά μία καλλιτεχνική και κοινωνική επανάσταση.

Its just beat
   Η λέξη «beat» αντιστοιχεί σε τρεις ερμηνευτικές κατευθύνσεις, οι οποίες αντικρούονται, αλλά και αλληλοσυμπληρώνονται. Η πρώτη, αναμφίβολα η πιο σημαντική, αφορά μια συμπεριφορά. Είναι ο δρόμος, το ταξίδι, η μύηση με όλους τους τρόπους, ακόμη και τους πιο επικίνδυνους, μέχρι την κατάσταση της μακαριότητας. Η δεύτερη κατεύθυνση, όχι λιγότερο σημαντική είναι η μουσική. Πρόκειται για το «beat» (το ρυθμό, το μέτρο δηλαδή) που δίνει στην jazz την ιδιαιτερότητά της. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική των blues, του swing και του be-bop και αργότερα με τη free jazz. Άλλωστε, η έννοια της ελευθερίας φαίνεται σύμφυτη με το άκουσμα των ζωτικών παλμών. Πρόκειται για ελεύθερη ποίηση και ζωή, που έχουν απελευθερωθεί, που απελευθερώνουν και, ταυτόχρονα, παραπέμπουν στην αναζήτηση ενός μουσικού τρόπου ύπαρξης στη γλώσσα και στον κόσμο. Η τελευταία κατεύθυνση είναι η πιο αρνητική. Δείχνει την ήττα, την αποτυχία, το συναίσθημα εκείνου που έχει πληγωθεί από την εποχή και την ανθρώπινη ιστορία.

Το ουρλιαχτό της απόγνωσης
   Γνήσιοι απόγονοι του ρομαντισμού και του υπαρξισμού με πνευματικές καταβολές από τους Αμερικανούς Υπερβατιστές (Έμερσον, Θορό, Ουίτμαν) οι Μπιτ έχοντας βαθιά σχέση με τους βουδιστές, τη βεδική φιλοσοφία και το ζεν αποκάλυψαν ένα πρωτογενές σύμπαν με κεντρικούς άξονες το κενό, τη μη συνείδηση, τον αμοραλισμό και τον αντικομφορμισμό. Αυθόρμητοι, μεθυσμένοι, ποτισμένοι από τα οράματα των ναρκωτικών «ανατίναξαν» με τις κραυγές, τις εξομολογήσεις, τους λυγμούς και τα χαμόγελά τους το περιλάλητο «αμερικανικό όνειρο», φέρνοντας την κίνηση του πνεύμονα ως προϋπόθεση γνήσιας, επαναστατικής και ελευθεριακής ποίησης.
   Βέβαια, όπως επισημαίνει και ο δεινός γνώστης και μεταφραστής (ποιητής, επίσης ο ίδιος) των Μπιτ ποιητών και συγγραφέων Γιάννης Λειβαδάς: «οι Μπιτ ποιητές μόνο ιστορικά μπορούν να αντιμετωπιστούν ως ‘γενιά’, αφού οι μεταξύ τους διαφορές είναι καθοριστικές και ουσιαστικές -και πάλι όμως μέσα στα στενά πλαίσια των ορισμών, αφού στην πραγματικότητα δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς μια ποιητική γενιά- εξάλλου, η εικόνα που έχουν οι περισσότεροι γι’ αυτή δεν είναι παρά ένα άχρηστο στερεότυπο που δημιούργησαν οι δημοσιογράφοι και, παραδόξως, συνεχίζουν να καλλιεργούν οι περισσότεροι σύγχρονοι διανοούμενοι».


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 24 Μαΐου 2015, σ. 5.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου