Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 47

Ιζιντόρ Ιζού
[1925-2007]


Λετρισμός

Καλλιτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε το 1946 και είχε ως στόχο να μετασχηματίσει το σύνολο των αισθητικών και πολιτισμικών εκδηλώσεων

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου


Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ο «Σουρεαλισμός» φαίνεται να έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του, να είναι κουρασμένος και εξαντλημένος, καθώς έχει χάσει την ανατρεπτική αιχμή του. Το ουσιώδες βρίσκεται στο μουσείο ή στη βιβλιοθήκη, ενώ η διαφημιστική φαντασία οικειοποιήθηκε το υπόλοιπο. Όσο για τον «πάπα» (Αντρέ Μπρετόν) του κινήματος, το έργο του εξακολουθεί να ολοκληρώνεται, αν και φαίνεται όλο και περισσότερο δεκτικό στις φωνές του εσωτερικισμού και σε άλλες πνευματιστικές σειρήνες. Παράλληλα, ο κομμουνισμός είναι αυτό που γίνεται ο «αξεπέραστος ορίζοντας» των διανοούμενων και των καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένων και των ποιητών. Εύκολα λοιπόν κατανοούμε ότι, μέσα σε αυτό το κλίμα, η εμφάνιση του «Λετρισμού» αντιμετωπίστηκε τουλάχιστον σαν μια ενδιαφέρουσα φορμαλιστική καινοτομία.

Ο Ιζιντόρ Ιζού
Ο πρωτεργάτης του κινήματος, ο Ιζιντόρ Ιζού, γεννήθηκε στη Ρουμανία το 1925 και πέθανε στο Παρίσι το 2007, σε ηλικία 82 ετών. Το 1946 εκδόθηκε στο Παρίσι το ιδρυτικό βιβλίο του δόγματός του: «Εισαγωγή σε μια νέα ποίηση και σε μια νέα μουσική». Καταρχάς πρέπει να ληφθεί υπόψη η αξία του ηχητικού υλικού της γλώσσας, ανεξάρτητα από την έννοια, ώστε να οδηγήσουμε την ποίηση πιο μακριά, επιδρώντας στα πρωτογενή της στοιχεία και μαζί με αυτά, στοιχεία τα οποία ο Ρουμάνος ποιητής ονομάζει, λίγο κατά προσέγγιση, τα «γράμματα» («letters»). Το 1951, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ur», ο Ζ.Λ. Μπρο γράφει: «Προχωρώντας προς την εμβάθυνση της ποίησης, διασχίζοντας μέσα στο υποχρεωτικό στένεμα του υλικού ‘το ποίημα’ (Μποντλέρ), ‘την πρόταση’ (Βερλέν) και την καταστροφή της (Ρεμπό), ‘τη λέξη’ (Μαλαρμέ) και την απαξίωσή της (Τζαρά), ο Ιζιντόρ Ιζού θα φέρει ‘το γράμμα’». Ο Ιζού τοποθετεί το «Λετρισμό» στη θέση που του ανήκει στην εξέλιξη της ποίησης, μια εξέλιξη κατά κάποιο τρόπο προγραμματισμένη και αναπόφευκτη, που κατευθύνεται προς τον περιορισμό στον ατομικό, δυναμικό πυρήνα.
   Η καινοτομία δεν είναι απόλυτα εντυπωσιακή, στο μέτρο που ο «Λετρισμός», περιορισμένος σε αυτό τον πρώτο τεχνικό και αισθητικό ορισμό, ήταν κατά βάθος η επανάληψη μιας πειραματικής παράδοσης που είχε ήδη δοκιμαστεί με τα θορυβώδη φουτουριστικά ποιήματα και τις ηχητικές και οπτικές τυπογραφικές έρευνες των ντανταϊστών Χούγκο Μπαλ, Ρίχαρντ Χουελσένμπεκ, Ραούλ Χάουσμαν και Κουρτ Σβίτερς, ιδίως με την «Ur-sonate» που έγραψε ο τελευταίος στις αρχές της δεκαετίας του ’20 και τη δημοσίευσε το 1932.

Ο «Λετρισμός» ως καθολικό κίνημα
Ωστόσο, αυτός ο περιορισμός δεν είναι θεμιτός. Ο «Λετρισμός», όπως και ο «Σουρεαλισμός», δεν περιορίζεται σε μια διαδικασία γραφής, όσο θεμελιώδες και αν φαίνεται αυτό. Η πρόθεση είναι τελείως διαφορετική, συνολική. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε το εφ’ όλης της ύλης ξέσπασμα του λετριστή Ρολάν Σαμπατιέ: «Για τους δημιουργούς του, ο λετρισμός παρουσιάζεται σαν ένα κίνημα δημιουργίας, ανάλογο με τον κλασικισμό ή το ρομαντισμό, που βεβαιώνει ότι είναι ικανό να μετατρέψει, καταρχάς, το σύνολο των αισθητικών κατηγοριών της εποχής του, από την ποίηση μέχρι το θέατρο, περνώντας από τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο και το μυθιστόρημα, προτού ανανεώσει και τα άλλα πεδία του πολιτισμού: τη φιλοσοφία, από την ηθική μέχρι τη μεταφυσική, περνώντας από την αισθητική, τις θετικές επιστήμες, από τη χημεία και τη φυσική έως τα μαθηματικά, περνώντας από την πολιτική οικονομία, όπως και από τη θεολογία και την τεχνολογία». Η παράθεση αυτού του εκτεταμένου αποσπάσματος κρίθηκε απαραίτητη γιατί, καθώς το διαβάζουμε, πειθόμαστε (ο όρος είναι από τους πιο σοβαρούς) ότι υπάρχει μια πραγματικά παραληρηματική διάσταση στο λετριστικό πρόγραμμα, που αφορά στο μετασχηματισμό του πολιτισμού και της κουλτούρας στο σύνολό τους, και όχι τον τάδε επιμέρους καλλιτεχνικό τομέα, π.χ., την ποίηση ή τη ζωγραφική.
   Ο Ιζού είναι πεπεισμένος ότι ο κόσμος πρέπει και μπορεί να αλλάξει, όχι μέσα από μια ανατροπή του οικονομικού συστήματος, αλλά μέσα από την εφαρμογή μιας αρχής γενικευμένης δημιουργίας, που καλείται να εξελιχθεί σύμφωνα με τον «αισθητικό νόμο» που έχει «δύο υποστάσεις»: 1) τη «μεγεθυντική» («amplique») φάση και 2) την «ψαλιδιστική» (ciselante). Η πρώτη αντιστοιχεί στον εμπλουτισμό των μέσων της έκφρασης και του ύφους, ενώ η δεύτερη στην απογύμνωσή τους έως την καταστροφή τους. Σε αυτή τη δεύτερη φάση, «η τέχνη αναζητά τα θεμελιακά της μόρια, που θα τα οργανώσει ξανά σε δομές όλο και πιο πυκνές και ερμητικές, σε θρυμματισμένους και αντικρουόμενους συνειρμούς, οι οποίοι, μέσα από αλλεπάλληλες καθάρσεις, θα οδηγήσουν στην εκθεμελίωση των αξιών της».  

Η αποστασία της «Λετριστικής Διεθνούς»
Ο «Λετρισμός» ανήκει στο χώρο της ουτοπίας και το έργο του Ιζού είναι πολύμορφο. Όποια και αν θα είναι η λετριστκή δημιουργία κατά τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες -ποιήματα, πίνακες, αντικείμενα, φυλλάδια, τρισδιάστατες αφηγήσεις, υπεργραφικά μυθιστορήματα κ.λπ.-, δικαιολογημένα αναρωτιόμαστε αν το πιο ουσιαστικά ανατρεπτικό δημιούργημα της ομάδας δεν ήταν (αρκετά γρήγορα, αφού ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1952) η αποστασία της «Λετριστικής Διεθνούς» («Λ.Δ.») που ιδρύθηκε από τον Γκι Ντεμπόρ τον Νοέμβριο του 1952 και προμήνυε την «Καταστασιακή Διεθνή», που θα έπαιζε σημαντικό ρόλο κατά την καθοριστική περίοδο 1958-1969.
   Τα μέλη αυτής της ομάδας αυτοχαρακτηρίστηκαν «λετριστές» γιατί αρνούνταν στον Ιζιντόρ Ιζού και στους φίλους του το δικαίωμα να αυτοτιτλοφορούνται έτσι. Η «Λ.Δ.» είχε περίπου 12 μέλη, που δεν είχαν όλοι τη γαλλική υπηκοότητα (εξ ου και «Διεθνής»). Ορισμένοι «καταστασιακοί» εργάζονταν σε κάποια καφέ για να δώσουν μορφή στη ριζική ρήξη με την αστική κοινωνία, θεωρώντας τους εαυτούς τους σαν πρωτοπορία, πέρα από τη τέχνη, μετά από το τέλος της τέχνης, και βασίζοντας την πρακτική τους στην αναζήτηση της περιπέτειας (έπαρση της επιθυμίας). Από το 1952 έως το 1954 εκδίδουν τέσσερα τεύχη της «Λετριστικής Διεθνούς» και από το 1954 έως το 1957, 29 τεύχη του «Potlatch», του ενημερωτικού δελτίου της «Λ.Δ.». Σύμφωνα με τον Γκι Ντεμπόρ, «το ‘Potlatch’ υπήρξε αναμφισβήτητα για την εποχή του η πιο ακραία έκφραση, δηλαδή η πιο προχωρημένη στην αναζήτηση μιας νέας κουλτούρας, και μιας νέας ζωής».
   Το αρχικό σημείο του επαναστατικού σχεδίου είναι η υπέρβαση της τέχνης. Για τον Ντεμπόρ, αυτό ήταν το ζητούμενο του λετριστικού μαθήματος, που συνοψίζεται με σαφήνεια στη γυρισμένη το 1952 ταινία του «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ», μια ταινία φτιαγμένη με πολλή σιωπή, με μαύρη οθόνη και άσπρη οθόνη. Παροιμιώδης έμεινε η ακόλουθη φράση: «Ο κινηματογράφος πέθανε. Δεν μπορεί πια να υπάρξει ταινία». Με λίγα λόγια, και χωρίς να διαπράξουμε μεγάλη αδικία, θα μπορούσαμε να προτείνουμε το ακόλουθο: «Λετρισμός», βλέπε «Σιτουασιονισμός».


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 9 Αυγούστου 2015, σ. 4.   



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου