Ο ποιητής στη Λέσχη Φίλων
Μουσικής: «Γιουσουρούμ», του φίλου του Πραξιτέλη Δασκαλάκη, στην παλιά πόλη της
Χώρας Νήσου Κύπρου, στην οδό Άρεως … βαθιά μέσα στη νύχτα … πίνοντας μπίρες με
τους ποιητές-μεταφραστές Μιχάλη Παπαντωνόπουλο και Γιάννη Ζελιαναίο (δεν
διακρίνονται εδώ), στις 3 Σεπτεμβρίου 2015, φωτογραφία Γιώτα Παναγιώτου
Θωμάς Δ. Τυπάλδος
«Κώστας Ρεούσης: Υπερρεαλισμός
ή ρεουσισμός!»
Η γνωστή υπερρεαλιστική ρήση «πρέπει
ν’ αλλάξει το παιχνίδι, όχι οι κανόνες του παιχνιδιού», αν
βρίσκει εκφραστή στο μοντέρνο
ελληνόφωνο υπερρεαλισμό, τότε τον βρίσκει
με τον καλύτερο
τρόπο στο πρόσωπο
του Κώστα Ρεούση. Ο ποιητής των κατακλυσμιαίων εικόνων, των κοφτερών
λέξεων και των φράσεων που ματώνουν πρώτα τον αμφιβληστροειδή του ματιού
κι εν συνεχεία, τ’ αυλάκια του μυαλού. Ο Ρεούσης, είναι
από εκείνους τους ποιητές που γνωρίζουν στο μέγιστο βαθμό τους κανόνες
τόσο της ποίησης όσο και της γλώσσας, μα έχουν συνάμα ως πρό(σ)ταγμα, την
ανατροπή -όχι την καταστροφή- του παιχνιδιού.
Η ποίηση του Ρεούση δεν γνωρίζει
τι θα πει κομφορμισμός, τι θα πει στερεότυπα
και εφησυχασμός. Τρέχουν οι
λέξεις ουρλιάζοντας και κραδαίνοντας τσεκούρια. Κεφάλια παίρνουν ανέμελων
και απαίδευτων αναγνωστών οι οποίοι
θεωρούν πως η ποίηση είναι ματσάκια από
μαδημένες μαργαρίτες και
ερωτοχτυπημένες πεταλουδίτσες. Οι
στιχοπλοκίες του Ρεούση είναι ένας πόλεμος, όχι αναίτιος και δίχως στόχο. Αιτία
έχει το
απόλυτο μηδέν που κοκορεύεται
αυνανιζόμενο, κι αυτοπερνιέται για ένα, και στόχος του είναι σαπισμένα -από
μια αδόκιμη ανήθικη ηθική που όλους μάς
περιβάλει- μυαλά.
Όπως προείπα, ο Ρεούσης, γνωρίζει
πολύ καλά τους κανόνες και το παιχνίδι στο οποίο λαμβάνει μέρος. Όσον αφορά στο «παιχνίδι» του υπερρεαλισμού,
σ’ ένα και μόνο στίχο του κατάφερε ν’ αποδείξει πως το ξέρει
με τον πιο περίτρανο και αδιαμφισβήτητο τρόπο: «ο υπερπραγματικός
στιχοπλόκος πλοηγεί την τρέλα στην
ανάσα!». Η τρέλα είναι η ελευθερία, η επανάσταση του καταπιεσμένου
υπερεγώ απέναντι σε μια
ρομποτοποίηση του ατομικοσυνειδησιακού παράγοντα, ενώ η ανάσα, δεν είναι
παρά η
αντιστεκόμενη στην «αλήθεια», αλήθεια
του. Είναι αυτή η στιγμή της μεθυσμένης νηφαλιότητας που σε ξεσηκώνει
την πιο περίεργη ώρα, γνωρίζοντας πως ίσως αύριο δεν θα ζεις
(τουλάχιστον, όχι όπως ζούσες πριν). Αυτή η στιγμή είναι που έχεις αφεθεί να σε
κατακλύσει η υπερπραγματικότητα, να σε ρουφήξει η δίνη της κι αν δεν έχεις το
φόβο του άγνωστου μες στη καρδιά σου,
οφείλεις ν’ αφεθείς, να μετουσιωθείς ο ίδιος σε υπερπραγματικότητα κι αν
κι εφόσον δεν
νιώθεις και τόσο καλός πλοηγός, μπορείς ν’ αφεθείς στα έμπειρα χέρια του
Ρεούση που αυτός δεν φοβάται τις
φουρτούνες, γιατί πολύ απλά, -κι αυτό να το θυμάσαι-, είναι ο ίδιος μια
φουρτούνα.
Και το παιχνίδι ασταμάτητα
συνεχίζεται…
Ο Ρεούσης δεν μένει στάσιμος σ’
ένα σημείο, ελίσσεται. Τον φαντάζομαι τη
στιγμή που γράφει να είναι εκεί ενώ δεν είναι. Είμαι σίγουρος πως έχει
ανακαλύψει μυστικές θύρες, οι οποίες τον οδηγούν σε προσωπικές,
πολυεπίπεδες διαστάσεις. Εκεί, η ιδιαίτερη, ολοδική του,
πρακτική χρήση της ελληνικής
γλώσσας… γίνεται μία ΤΑΦΡΟΣ! Δεν
χρησιμοποιώ καθόλου μα καθόλου τυχαία αυτή τη λέξη. Σε μια από τις πολλές μας
αλληλογραφίες μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και λίγο πριν με τιμήσει με το
να είμαι ο πρώτος αναγνώστης του ποιήματός του «ΤΑΦΡΟΣ», μου επισήμανε με τον δικό
του απαράμιλλο κι εύστοχο
πάντα τρόπο, ό,τι
η ελληνική γλώσσα, προϋπήρχε κατά
πολύ του υπερρεαλισμού. Απόδειξη για τα λεγόμενα πως έφερε τη λέξη τάφρος, λέγοντάς μου ότι εντός
της εμπεριέχει άλλες δύο λέξεις, τη λέξη φάρος και τη λέξη τάφος.
Η τάφρος, ως γνωστόν, είναι μια
παγίδα η οποία φέρει εντός της νερό, άρα ροή, άρα ζωή. Αν
βρεθείς κάποτε παγιδευμένος
-εγκλωβισμένος, μέσα σε μια τάφρο, να θυμάσαι πως έχεις τη δυνατότητα
τού να μη σε σκοτώσει αρκεί να είσαι έτοιμος να γίνεις ένα
με το νερό -με τη ροή- με τη ζωή… βρες την εσώτερη δύναμή σου,
έτσι που να μετουσιωθείς σε αναπόσπαστο μέλος της ζωντανής αυτής ροής.
Θα χτυπήσεις απεγνωσμένα τα χέρια σου πάνω στο υδάτινο στρώμα που στη καρδιά
του μέσα θα βρεθείς; Θα φοβηθείς; Θα ζητήσεις βοήθεια από απόντες σωτήρες; Η τάφρος, εύκολα
μετατρέπεται στον υγρό σου τάφο και το ίδιο εύκολα μετατρέπεται σε
ολόφωτο φάρο. Η ροή να θυμάσαι, είναι -αν το θες- δίπλα σου, σύντροφός
σου. Θα είναι πιο φίλος από τους φίλους σου και περισσότερο συγγενής από τους
συγγενείς σου. Αν δεν είσαι ένα πληγωμένο και παγιδευμένο αγρίμι, αν σπρώξεις
το ασυνείδητο εγώ σου προς την κατεύθυνση της ροής, αν γίνεις μες στο γλυκό
νερό, ένας διψασμένος για αίμα καρχαρίας,
θα έχεις βρει το νόημα και την κρυμμένη αλήθεια στης τάφρου το βυθό. Αυτή η
τάφρος είναι η ποίηση του Ρεούση και όχι μόνο: είναι και εκρηκτικές εκφάνσεις
βομβών νετρονίου κι όχι πυροτεχνήματα σε
πανηγύρι της εσχάτης υποστάθμης.
Στο τέλος όμως μια απορία
γεννάται: είναι ο ποιητής ή το ποίημα; Ο Ρεούσης είναι και τα δύο μαζί. Ο
Ρεούσης γνωρίζει-αγαπά-σέβεται. Αντίθετα, δεν κολακεύει-δεν προσκυνά-δεν
δέχεται ν’ ασπαστεί κανένα σύμβολο απ’ όπου κι αν αυτό προέρχεται. Μα την
αλήθεια! Μου μοιάζει λες κι είχε αυτόν κατά νου ο Ρενέ Κρεβέλ, όταν σε
μια στιγμή αυτόματης ειλικρίνειας, έγραφε: «Ο ποιητής δεν κολακεύει μήτε και
καταφεύγει σε τεχνάσματα. Δεν αποκοιμίζει τα θηρία του για
να παραστήσει το θηριοδαμαστή, αλλά, με όλα τα κλουβιά ορθάνοιχτα, με τα κλειδιά πεταμένα στον άνεμο, φεύγει,
ταξειδιώτης που δεν σκέπτεται τον εαυτό του αλλά το ταξείδι, τις αμμουδιές των ονείρων, τα δάση των χεριών, τα
ζώα της ψυχής, όλη την αδιαμφισβήτητη υπερπραγματικότητα», (μτφρ.: Νίκος
Σταμπάκης). Το ότι ο Ρεούσης αγαπά τον υπερρεαλισμό, δεν χωρά αμφιβολία, μα
χωρίς η αγάπη του αυτή, να παίρνει ποτέ κάποιες θρησκευτικές διαστάσεις. Στα
ποιήματα -και τα πεζά- του Ρεούση, θα βρεις όλα αυτά τα οποία εμπεριέχει ο
υπερρεαλισμός, -ασύδοτοι συνειρμοί, μαύρο χιούμορ, το θαυμαστό κ.ο.κ.-,
και παρότι θα βρεις αυτά τα στοιχεία, δεν θα τα βρεις ως
μια ακόμα κοινοτυπία ή ως
το όποιο στερεότυπο
υπερρεαλιστικού χαρακτήρα. Θα τα
βρεις με την ιδιότυπη χρήση της γλώσσας από τον δημιουργό, σε ιδιάζοντα
φρενήρη ρυθμό, που στην
κυριολεξία, σου κόβει την ανάσα, με ηχοχρώματα τόσο πρωτόγνωρα. Εκεί που οι
συλλαβές επαναδιαγράφουν την πορεία μιας αιωνιότητας καθώς χωρά σε μια σελίδα.
Όπως προείπα, ο Ρεούσης δεν μένει ποτέ στάσιμος. Ο Ρεούσης είναι τάφρος, δεν
είναι βάλτος.
Κλείνοντας, θα αναφερθώ στον Ν.Γ. Λυκομήτρο,
ο οποίος με τον πλέον εύστοχο τρόπο, ονόμασε σε σχόλιό του σε ανάρτηση στον
ιστότοπο «ΠΟΙΕΙΝ», την τεχνοτροπία του Ρεούση «ρεουσ(ε)ισμό». Και γιατί
όχι; Όταν μπορεί να είναι μόνος του μια υπερρεαλιστική
ομάδα, (βλπ. Υπερπραγματική Φράξια Λευκωσίας), ποιός τον εμποδίζει
να ’ναι μόνος του ένα κίνημα;
Πάτρα, Αύγουστος 2016
Δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό λογοτεχνικό
περιοδικό, «Στάχτες» (www.staxtes.com),
Σάββατο, 20 Αυγούστου 2016.
|
Ἡ ἐλευθερία ἒχει δύο κοφτερές ὂψεις, ὃπως τά παλιά ξυραφάκια~Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Τρίτη 23 Αυγούστου 2016
Κριτικές 10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου