Η πρώτη έκδοση στα ισπανικά,
εκδόσεις «Séneca», Μεξικό, 1940
Federico García Lorca
«Ποιητής στη Νέα Υόρκη»
[Πολιτισμικοί
Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]
«Να το κάνω γνωστό με τη μορφή διάλεξης. Θα διαβάζω
ποιήματα και θα εξηγώ πώς τα έφτιαξα. Θα διαβάζω το βιβλίο και θα το αναλύω την
ίδια στιγμή», (από συνέντευξη του 1933)
Ολοκληρώνοντας το Αφιέρωμα στον Μεγάλο Ισπανό Ποιητή, που ούτε λίγο
ούτε πολύ ταξίδεψε -με την καρδιά και με το πνεύμα- όλον τον Αύγουστο από τη
Λευκωσία στη γη των Ανδαλουσιανών, οι «Πολιτισμικοί Μετεωρίτες»… αιωρούνται και
πέφτουν, στην επικράτεια της ποιητικής συλλογής του Λόρκα, «Poeta en Nueva York-Ποιητής στη Νέα Υόρκη».
Και τώρα κάτι με ωθεί ν’
αναφερθώ, εν πρώτοις, στην τραγωδία του Αισχύλου, «Προμηθέας Δεσμώτης», και να
σας μεταφέρω τους στίχους 454-461, και στο πρωτότυπο και στη μετάφραση του
Παναγιώτη Μουλλά. Μιλά ο Προμηθέας, απευθυνόμενος στους ανθρώπους, κι αυθαίρετα
(σίγουρα) καταργώ το Χρόνο (που δεν υπάρχει) και «βλέπω» τον Λόρκα, πικραμένο,
ν’ απαγγέλει τα ίδια λόγια: «ην δ’ ουδέν αυτοίς ούτε χείματος τέκμαρ/ούτ’
ανθεμώδους ήρος ούτε καρπίμου/θέρους βέβαιον, αλλ’ άτερ γνώμης το παν/έπρασσον,
έστε δη σφιν αντολάς εγώ/άστρων έδειξα τας τε δυσκρίτους δύσεις.//και μην
αριθμόν, έξοχον σοφισμάτων,/εξηύρον αυτοίς, γραμμάτων τε συνθέσεις,/μνήμην
απάντων, μουσομήτορ’ εργάνην.-Και δεν είχαν κανένα σίγουρο σημάδι του χειμώνα,/ούτε
της ανθοφόρας άνοιξης μήτε του καρπερού καλοκαιριού,/παρά έκαμναν τα πάντα στα
τυφλά, ώσπου τους έδειξα/τις αξεδιάλυτες ανατολές των άστρων και τις δύσεις.//Κι
ύστερα, ακόμα, υπέρτατη σοφία, τον αριθμό/τους βρήκα και τη γνώση των
γραμμάτων,/μνήμη των πάντων και μητέρα των Μουσών.».
Κάπως έτσι, κι ο Λόρκα, φώτισε/φωτίζει
τον κόσμο της Ποίησης, που είναι ο πραγματικός… «μάταιος κόσμος αλλά πέρασμα»,
για να θυμηθούμε και τον δικό μας Νίκο Καρούζο. Ο Λόρκα, στο σύντομο βίο του,
κι αφοσιωμένος αποκλειστικά στην «Υπόθεση Ποίηση», κατάφερε να χαράξει τα
πάντα: ποιήματα όλων των τεχνοτροπιών, αξεπέραστα δοκίμια, υψηλό θέατρο, ακόμη
και σχέδια και ζωγραφιές που συνδέονται άρρηκτα με το κύριο σώμα του έργου του.
Έτσι, και ο Υπερρεαλισμός δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορο έναν τέτοιου
εύρους Ποιητή.
Η «φυγή» στη Νέα Υόρκη
Τον Φεβρουάριο του 1929 το καθεστώς του Πρίμο ντε Ριβέρα, απαγορεύει το
ανέβασμα του θεατρικού έργου του Λόρκα, «Ο Έρωτας του Δον Περλιμπλίν για την
Μπελίσα στον κήπο του». Αυτό ενέτεινε την απέχθεια που έτσι κι αλλιώς ο Ποιητής
ένιωθε για τον ντε Ριβέρα. Μάλιστα, λίγο καιρό αργότερα υπέγραψε, μαζί με
είκοσι τέσσερις άλλους νέους συγγραφείς, ένα μάλλον αφελές κείμενο στο οποίο
εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους για την πολιτική κατάσταση, την αποφασιστικότητά
τους να αναζητήσουν καινούργιες λύσεις για τα προβλήματα της χώρας υπό την
καθοδήγηση του φιλοσόφου Ορτέγα υ Γκασέτ και την πεποίθησή τους ότι μια νέα και
πιο ελεύθερη Ισπανία θα εμφανιζόταν σύντομα. Η διακήρυξη αποτέλεσε αφορμή για
ζωηρές συζητήσεις στον τύπο και ήταν μια επιπλέον ένδειξη του βαθμού στον οποίο
ο Πρίμο ντε Ριβέρα είχε αποξενωθεί από τους διανοούμενους της χώρας.
Την ίδια περίοδο οι γονείς του
Λόρκα ήξεραν ότι ο μεγάλος τους γιος περνούσε περίοδο κατάθλιψης. Έτσι μια
μέρα, πιθανόν τον Φεβρουάριο του 1929, ο πατέρας του Ποιητή, που βρισκόταν στη
Μαδρίτη, κάλεσε τον φίλο του γιου του, Ραφαέλ Μαρτίνεθ Ναδάλ, για να τον
ρωτήσει «τι συνέβαινε» με το γιο του και αν, κατά τη γνώμη του, μια αλλαγή
περιβάλλοντος θα του έκανε καλό. Ο Ναδάλ δεν αποκάλυψε όλα όσα γνώριζε για τα
προβλήματα του Λόρκα, του είπε όμως ότι ένα ταξίδι εκτός Ισπανίας σίγουρα θα
έκανε καλό στον Ποιητή. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Λόρκα άρχισε να διαδίδει
ότι σύντομα θα ταξίδευε στη Νέα Υόρκη με τον παλιό του φίλο και καθηγητή
Φερντάντο ντε λος Ρίος, που θα έφευγε τον Ιούνιο για να διδάξει ως λέκτορας στο
Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Το πρωί της 19ης
Ιουνίου 1929 το ατμόπλοιο «Ολύμπικ» της εταιρείας White Star Lines απέπλευσε από την προβλήτα του Σαουθάμπτον στην
Αγγλία, μεταφέροντας τους δύο σπουδαίους Ανδαλουσιανούς στη Νέα Ήπειρο. Στις 25
Ιουνίου 1929, το «Ολύμπικ» δένει στην προβλήτα της Νέας Υόρκης. Στην αποβάθρα
τους περιμένουν φίλοι από την πατρίδα, και μαζί τους ο Ισπανός σημαντικότατος
ποιητής, Λεόν Φελίπε -που τότε δίδασκε στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ-, δημοσιογράφοι
και ανάμεσά τους και ο Χοσέ Καμπρουμπί, κουνιάδος του ποιητή Χουάν Ραμόν
Χιμένεθ και εκδότης της ισπανόφωνης
εφημερίδας της Νέας Υόρκης «La Prensa».
Ο Ποιητής εγγράφεται ως
φοιτητής της αγγλικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Κολούμπια, και ξεκινά η
παραμονή του εκεί, έως τον Μάρτιο του 1930, που συνεχίζει το ταξίδι του για την
Κούβα. Τα αγγλικά του ποτέ δεν ξεπέρασαν το επίπεδο ενός «συλλέκτη» λέξεων,
όμως -κι αυτό είναι το σημαντικό και μας ενδιαφέρει-, ο Ποιητής εμπνεύστηκε,
συνέλαβε, κατέγραψε, έδωσε το «Ποιητής στη Νέα Υόρκη», όπου ένας καλοχωνεμένος
υπερρεαλισμός περνάει από το ποιητικό κόσκινο του μεγάλου Γραναδίνου και
συνομιλεί, όχι μόνο με το κίνημα, αλλά μ’ όλη τη δυστοπία του αναδυόμενου τότε
ματεριαλιστικού, και «δικτάτορα» στις ημέρες μας, κόσμου.
«Ο Βασιλιάς του Χάρλεμ»
Μία από τις πρώτες συνθέσεις του «Ποιητής στη Νέα Υόρκη», είναι το
μακροσκελές ποίημα, «Ο Βασιλιάς του Χάρλεμ», με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1929. Το
χειρόγραφο του σπουδαίου αυτού ποιήματος είναι ένας λαβύρινθος από σβησίματα
και διορθώσεις και δίνει την εντύπωση ότι γράφτηκε γρήγορα και υπό την επήρεια
έντονης έμπνευσης. Το ποίημα υπονοεί ότι ο Λόρκα είχε αντιληφθεί μια σχέση τόσο
μεταξύ της μαύρης μουσικής και του cante jondo όσο
και μεταξύ του γένους των μαύρων, πολιτών τρίτης κατηγορίας,
καταδικασμένων σε συνθήκες κυριολεκτικού απαρτχάιντ, και των τσιγγάνων της
Ανδαλουσίας, που βασανίζονταν από μια μισαλλόδοξη κοινωνία. Εφόσον οι
τσιγγάνοι, κατά την άποψη του Λόρκα, ήταν θύματα μιας βάναυσης, δίχως
ευαισθησίες κοινωνίας, το ίδιο ίσχυε και για τους μαύρους, που προσπαθούσαν να
επιβιώσουν σ’ έναν απάνθρωπο κόσμο, κυριαρχούμενο από μηχανές.
«Ο Βασιλιάς του Χάρλεμ»
αποτελεί μια άγρια επίθεση κατά των υλιστικών αξιών της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής
κοινωνίας και μια φλογερή δήλωση εξ ονόματος των μαύρων. Ο θυμός και η
καταγγελία της καταπίεσης είναι εδώ πολύ πιο έντονα απ’ ό,τι στα προηγούμενα
έργα του Ποιητή. Όταν επέστρεψε στην Ισπανία ο Λόρκα θα δήλωνε πως το γεγονός
ότι ήταν από τη Γρανάδα τον έκανε να νιώθει «αλληλέγγυος προς όσους διώκονται.
Προς τον Τσιγγάνο, το νέγρο, τον Εβραίο… τον προσηλυτισμένο Μαυριτανό, που όλοι
έχουμε μέσα μας». Αυτό το αίσθημα αλληλεγγύης είναι διάχυτο στο « Ο Βασιλιάς
του Χάρλεμ» και δίνει στο ποίημα τη δύναμή του. Και όταν ο Λόρκα προβλέπει την
ημέρα που οι μαύροι θα ξεσηκωθούν εναντίον των καταπιεστών τους και η φύση θα
διεκδικήσει πάλι τα δικαιώματά της στη γη που έχουν σφετεριστεί οι πόλεις,
έχουμε την αίσθηση ότι δεν μιλάει μόνο για την απελευθέρωση των μαύρων, αλλά
και για όλες τις καταπιεζόμενες μειονότητες, στις οποίες συγκαταλέγεται και
εκείνη των ομοφυλόφιλων: «Άι, Χάρλεμ! Άι, Χάρλεμ! Άι, Χάρλεμ/Δεν υπάρχει αγωνία
να συγκρίνεται/με τα φυλακισμένα μάτια σου,/με το αίμα σου που τουρτουρίζει σε
μια σκοτεινή έκλειψη,/με την ορμή σου πορφυρή, κωφάλαλη στα σκοτεινά,/με το
μέγα φυλακισμένο βασιλιά σου με λιβρέα θυρωρού.», (μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη,
βλέπε «Πηγές»).
Η διάλεξη-ρεσιτάλ
Ο Λόρκα δεν είχε πρόθεση να τυπώσει άμεσα τη συλλογή, «Ποιητής στη Νέα
Υόρκη». Όπως γράφω και στην πρόταξη του κειμένου τούτου ο Ποιητής προτίμησε:
«να το κάνω γνωστό με τη μορφή διάλεξης.». Έτσι, η διάλεξη-ρεσιτάλ δόθηκε από
τον Ποιητή πρώτα στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 1932 και την επανέλαβε και σε άλλες
πόλεις της Ισπανίας, της Αργεντινής και της Ουρουγουάης. Όπως είναι γνωστό, ο
Λόρκα, δεν είδε ποτέ τυπωμένο το βιβλίο, τον δολοφόνησαν το 1936 και κατόπιν τα
έργα του απαγορεύτηκαν από το φασιστικό καθεστώς του στρατηγού Φράνκου. Η πρώτη
ολοκληρωμένη έκδοση έγινε τελικά το 1940. Μάλιστα έχουμε δύο πρώτες «εξόριστες»
εκδόσεις. Μία δίγλωσση (ισπανικά-αγγλικά) τον Μάιο του ’40 από τις εκδόσεις «Norton» της Νέας Υόρκης, και μία ισπανική από τις εκδόσεις «Séneca» στο Μεξικό, έναν
μήνα αργότερα, με πρόλογο του Χοσέ Μπεργαμίν, ένα ποίημα του Αντόνιο Ματσάδο
και τέσσερα πρωτότυπα σχέδια του Λόρκα. Ας ακούσουμε-διαβάσουμε ένα απόσπασμα
απ’ αυτήν, στην εξαίρετη, κοπιώδη και αξεπέραστη μετάφραση του Βασίλη Λαλιώτη
(βλέπε «Πηγές»). Ουσιαστικά, το απόσπασμα που παραθέτω, είναι ένα ανυπέρβλητο
μάθημα «Ποίησης & Ποιητικής», που ισχύει για όλες τις εποχές και για όλους
όσοι καταπιάνονται «μ’ αυτήν τη σκρόφα τέχνη», που λέει κι ο ποιητής Μιχάλης
Πιερής.
«Με κάθε τρόπο οφείλω να είμαι
σαφής. Δεν έρχομαι σήμερα για να σας διασκεδάσω. Ούτε το θέλω, ούτε μ’
ενδιαφέρει, ούτε μου αρέσει. Μάλλον έχω έρθει για να παλέψω. Να παλέψω σώμα με
σώμα με μια μάζα ήσυχη, γιατί αυτό που πάω να κάνω δεν είναι μια διάλεξη, είναι
μια ανάγνωση ποιημάτων, σάρκα μου, χαρά μου κι αίσθημά μου, κι εγώ χρειάζομαι
προστασία απ’ αυτό τον τεράστιο δράκο που έχω μπροστά μου, που μπορεί να με
φάει με τα τριακόσια χασμουρητά του από τα τριακόσια απογοητευμένα του κεφάλια.
Κι αυτή είναι η πάλη· γιατί επιθυμώ διακαώς να επικοινωνήσω μαζί σας μια κι έχω
έρθει, μια και βρίσκομαι εδώ, μια κι εγκαταλείπω για μια στιγμή τη μακρά
ποιητική σιωπή μου και δεν θέλω να σας δώσω μέλι, γιατί δεν έχω, αλλά άμμο ή
κώνειο ή αλμυρό νερό. Πάλη σώμα με σώμα στην οποία δεν με νοιάζει αν θα νικηθώ.
»Ας συμφωνήσουμε πως μια από
τις πιο όμορφες στάσεις του ανθρώπου είναι η στάση του Αγίου Σεβαστιανού.
»Έτσι λοιπόν, πριν διαβάσω
μεγαλόφωνα και μπροστά σε πολλούς ανθρώπους κάποια ποιήματα, το πρώτο που
πρέπει να κάνω είναι να ζητήσω βοήθεια απ’ το ‘ντουέντε’, που είναι ο μοναδικός
τρόπος με τον οποίο κατανοεί ο ένας τον άλλον χωρίς τη βοήθεια της διάνοιας και
χωρίς κριτικό όργανο, σώζοντας την ίδια στιγμή τη δύσκολη κατανόηση της
μεταφοράς και κυνηγώντας, με την ίδια ταχύτητα με τη φωνή, το ρυθμικό σχέδιο
του ποιήματος. Γιατί η ποιότητα μιας ποίησης κι ενός ποιητή δεν μπορεί ποτέ να
εκτιμηθεί με την πρώτη ανάγνωση, και περισσότερο αυτό το είδος των ποιημάτων
που θα διαβάσω και τα οποία, με το να είναι γεμάτα από ποιητικά γεγονότα
αποκλειστικά μέσα σε μια λυρική λογική και υφασμένα πυκνά πάνω στο ανθρώπινο
αίσθημα και την αρχιτεκτονική του ποιήματος, δεν είναι κατάλληλα για να γίνουν
γρήγορα κατανοητά χωρίς την εγκάρδια βοήθεια του ‘ντουέντε’.
»Έτσι κι αλλιώς, εγώ, ως
άνθρωπος κι ως ποιητής, έχω ένα μεγάλο αδιάβροχο, το αδιάβροχο του ‘δικό σου το
φταίξιμο’, που βάζω πάνω στους ώμους του καθένα που έρχεται να ζητήσει
εξηγήσεις από μένα, από μένα που δεν μπορώ να εξηγήσω τίποτε άλλο πέρα από το
να ψελλίζω τη φωτιά που με καίει.».
«Επιστροφή από περίπατο»
Δολοφονημένος απ’ τον ουρανό.
Ανάμεσα στα σχήματα που παν ως το ερπετό
και στα σχήματα που ψάχνουνε το κρύσταλλο,
θ’ αφήσω να μακρύνουν τα μαλλιά μου.
Με το κουτσουρεμένο δέντρο που δεν τραγουδά
και το παιδί με το λευκό από αυγό πρόσωπο.
Με τα ζωάκια που έχουνε σπασμένο το κεφάλι
και το νερό κουρελιασμένο απ’ τα ξερά τα πόδια.
Με όλα εκείνα που έχουνε μια κούραση κωφάλαλη
και μια πνιγμένη πεταλούδα μες στο μελανοδοχείο.
Σκοντάφτοντας
στο διαφορετικό μου πρόσωπο της κάθε μέρας.
Δολοφονημένος απ’ τον ουρανό!
6
Σεπτεμβρίου 1929, (μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης)
Πηγές
1. Federico García Lorca, «Ποιητής στη Νέα Υόρκη», δίγλωσση έκδοση, εισαγωγή-μετάφραση Βασίλης
Λαλιώτης, εκδόσεις Σμίλη, πρώτη έκδοση, Αθήνα, 1993
2. Selected Poems of Federico
García Lorca, translated by J.L. Gili & Stephen Spender, The Hogarth Press,
second impression, London, October 1943
3. The Penguin Book of Spanish
Verse, introduced & edited by J.M. Cohen, with plain prose translations of
each poem, first published, Middlesex, 1956
4. Federico García Lorca, «Selected Poems», with parallel Spanish text,
a new translation by Martin Sorrell, with an introduction & notes by D.
Gareth Walters, Oxford University Press, reissued 2009
5. Ίαν Γκίμπσον, «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», μτφρ. Σπύρος
Τσούγκος, εκδ. Μικρή Άρκτος, Αθήνα, 1999
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 28
Αυγούστου 2016, σελίδες 4-5.
|