Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Οίκος Ενοχής 3

Αλληγορίες ενός λιμανιού που δεν υπήρξε
 3ος Οίκος Ενοχής
~
 η Λευκωσία σε μαύρο & κόκκινο φόντο

Το ποδοβολητό του ιππικού ερχότανε ρυθμικά από το βάθος της Ίσπαλις. Καθώς τ’ αυτί το δεξιό ακουμπισμένο στο κυψελόφωνο της ελλειμματικής βαρύτητας, μια αιωρούμενη λαιμητόμος αφαιρούσε τη σκουριασμένη αγανάκτηση της άκυρης κεφαλής. Το βουνό, το κάστρο και το γκρεμοτσάκισμα των παιδιών με τα γόνατα γδαρμένα ν’ ανασαίνουν το ιώδιο του σάλτου στο Μπαστούνι. Ἔμποροι λήρου, λόγων ὑποκριτῆρες, σάλαγοι κι άλλοι μούργοι μουλωχτοί ζυγώνουνε. Στο μπετόν αρμέ το ιπτάμενο υποβρύχιο εμφανίστηκε χαραγμένο τη ρότα του σώματος. Μ’ ένα πλατάγισμα φτερουγίζοντας το βηματισμό τού σακάτη, ο γάντζος αγκίστρωσε την πλέμπα της ψιττακισμένης ρουφιανιάς των λαθρεμπόρων. Ποιο κόστος, ποια ασφάλεια, ποιο βάρος; Ελεύθερο στην κουπαστή τ’ αρματωμένο καράβι. Όταν δένει το κανναβόσχοινο κι η ανεμόσκαλα ξεκουλουριάζεται η υβριστική στρατιά εμβολίζει ανηλεώς. Έτσι, συμμαχικά, απ’ τις υπώρειες του Λυκαβηττού εμφανίζεται εκ νέου η Carmen Lucia Reyes Dias, γνέφοντάς μου τις κορδιλιέρες των Άνδεων. «Santiago de Chile, Santiago de Chile, Santiago de Chile… », με την ιαχή να σβήνει την κάψα της στην κατάψυξη μιας Γης που εμβαπτίστηκε Παταγονία. Αιμοβόροι εγκάθετοι συναγωνίζονται στα στενοσόκακα το δόλιο φόνο –είναι ιπποδρομιακή η άτιμη πληρωμή. Οι ορκισμένοι καθαροί στο καραούλι που σκούριασε αγκαλιασμένο την κάλυψη του φοίνικα, στριμώχνουν το τρισάθλιο συμβόλαιο χαλασμού μιας αρσενικής φαλαμπέλας ή ενός πάνοπλου ιππέα από την εποχή των πιονέρων του pony express. Κάποιες γυναίκες προσδοκούν κατάρες, μοιρολόγια και παρηγοριές· είναι κι οι άνδρες οι ευνουχισμένοι χειρότεροι, αυτιστικοί και ελλειμματικοί, ζώντας τη διαστρέβλωση της δειλής ανικανότητάς τους. «Tengo miedo de miedo mio», ακουγόταν να ξεστομίζει από το βάθος του κρατήρα του σπλάχνου. Είκοσι και πλέον χρόνια το ξύλινο άλογο σκονιζότανε τη χειρονομία αγαπημένης γυναίκας πρώτης και μόνιμα στρατωνισμένης στην καρδιά του. Όταν χαρίστηκε σ’ ένα μικρό πολύ μικρό παιδί που θύμιζε την εποχή της άκρατα δίκαιης ενοχής, η μάνα του -σύγχρονη αβανταδόρισσα των μπαρ- εμφάνισε το πρόσωπο της ένωσης των Σλάβων ή Σέρβων καταδοτών του Ρήγα. Έτσι έμπαινε, ξανά, ο καθυστερημένος χειμώνας στην πολίχνη των λακέδων. Όπως συνήθως, απότομα, σαν να κλείνεις ή ανοίγεις το διακόπτη του φωτός τ’ αντιθαλάμου, ψαχουλεύοντας στα τυφλά τη θέση του στον τοίχο. Δεν εμπιστευότανε τη θερμότητα της κηροζίνης, ούτε κι αυτή του πετρελαίου πόσω μάλλον εκείνη την ηλεκτρική ή του καυσόξυλου. Διατηρούσε εντός του άσβεστο το τζάκι της βασιλικής σειράς των προπατόρων του: «Ο βασιλιάς ο Άγριος… Ο βασιλιάς ο Τύμβος… », επαναλάμβανε νεκρώνοντας στο αίμα του τον όρκο. «Hasta La Libertad Siempre y La Junta con La Madre Grecia», η ουτοπία ενός δυστοπικού διαμελισμού κι η δυστοπία μίας ουτοπικής ενώσεως. Ύστερα αναλογιζότανε εάν έπρεπε να διορθώσει το γράμμα βήτα, κι από μικρό να το συγγράψει κεφαλαίο. Έπαιζε ελάχιστα με τα μολύβια του, καρφώνοντάς τα ανηλεώς βαθιά μέσα στη σάρκα του ώστε να αναβλύσει αρχέτυπος ο υδράργυρος που κυλούσε στις φλέβες του. Νήστευε, κατά καιρούς και περιόδους, από αιδοίο -εξαγνίζοντας το σώμα, το πνεύμα, την ψυχή απ’ ό,τι θηλυκό όποτε γούσταρε μέσα στη βαρβατίλα του να δαγκώνει. Τον αποκάλεσαν και μισογύνη, ενώ εκείνος ανέδυε ή έζεχνε τη χαρακτηριστική κακοσμία των κτηνών που βρίσκονται σε οργασμό. Αὐνανίζεσθε καί μήν πληθύνεσθε, είχε μηνύσει-υμνήσει κάποτε ο Ποιητής που σύχναζε στο «Φλάουερ», τον «Λώρας» και το «Μικρό το Μπαρ»… Μαβίλης θαρρώ πως λένε, ακόμη, την πλατεία.

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο διαδικτυακό φύλλο επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (www.fteraxinasmag.wordpress.com), 20.02.2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου