Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Πολιτισμικοί Μετεωρίτες 3

Ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος (Μεταξουργείο, Αθήνα, 1980) στη Λευκωσία, στις 28.09.2015, 20:25… ακριβώς & ακριβός, φωτογραφημένος μάλλον από τον Γιώργο Κ. Μύαρη

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος: « - Ο ξένος βαραίνει μέσα μου άσχημα,/ όπως ο δούλος στη Βίβλο»

[Πολιτισμικοί Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

Εάν μιλήσουμε με όρους «γενιάς», αυτή της πρώτης δεκαετίας του 2000 έχει τον φύσει και θέσει πολιτικό/αναρχικό της ποιητή… με τους στίχους του να αιμορροούν τσακισμένη ανθρωπότητα κομμένη «βίαια από τη μήτρα της ιστορίας»

Ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος με το τελευταίο του βιβλίο «Βόλια» (εκδόσεις τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα, Μάρτιος, 2015), και μετά τη δημόσια απαγγελία του έργου του, κάλλιστα θα μπορούσε να εξοριστεί… της «πόλεως-κράτους». Σύγχρονος τραγωδός, ο ποιητής, στα τριάντα πέντε του χρόνια δίνει ένα από τα ωριμότερα, σημαντικότερα και ανατρεπτικότερα ποιήματα της εποχής μας.  
   Ο «Βόλια» είναι μία σύγχρονη τραγωδία, ένα συνθετικό ποίημα, μία αιμόπτυση της ιστορίας. Εφαρμόζοντας άψογα τα «γρανάζια» των σημείων στίξεως στο παλλόμενο ποιητικό σώμα-λόγο (η μελέτη της χρήσης των σημείων στίξεως στην ποίηση του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου, δικαιολογεί διδακτορική διατριβή με βαριά… χαρτιά) οι φωνές που ξεδιπλώνονται με εγκιβωτισμένους διαλόγους οδηγούνται στην έκρηξη της μνήμης ενάντια στη σύγχρονη αποστροφή-αμνησία (;) γεγονότων που διακύβευσαν και διακυβεύτηκαν την άμεση σχέση/ρήξη με την εξουσία και την επιβολή της στον άνθρωπο/πολίτη του σήμερα. Ο μετανάστης σε πρωταγωνιστικό πλάνο, κι ανάμεσά μας καθημερινά, λογιέται ως ο καταλληλότερος ιστορικός παρίας να καταγράψει το βίωμα. Το εύρος της οικονομίας της εκφοράς του λόγου, στα τρία μέρη του ποιήματος και στο ολιγόστιχο «Ορέστης» που συνθέτουν το «Βόλια», σ’ αυτές τις 13 μόλις καθαρές σελίδες λαγαρού έντυπου εύρωστου ποιητικού λόγου, σηματοδοτούν και την απόσχιση/καθιέρωση/αυτονομία της περίπτωσης του Παπαντωνόπουλου ανάμεσα στους, όχι και λίγους, ποιητές/ποιήτριες που εμφανίστηκαν την πρώτη δεκαετία του αιώνα που διανύουμε, ακόμη, την αρχή του.
    Καμία σύγχυση στα κατακερματισμένα αμοντάριστα πλάνα της επικοινωνίας των προσώπων της τραγωδίας του μύθου. Επαφή, ανταλλαγή πραγματικότητας με βαθιά αλληλεγγύη, φωνές νεκρές -αδικημένα ζόμπι/θύματα μιας αστικής τάξης π’ οφείλει να σφαγιαστεί-, οι οδοί του Δεκέμβρη του ’08, ένα μετεμφυλιακό σπάραγμα, παλιννοστούντες, ένας καλά ταμπουρωμένος Αρχίλοχος, κουσούρια-«ενθυμήματα» στο σώμα… βλάβες ανήκεστες κι όμως αρθρωμένες άφοβα θωρακισμένες την αλήθεια της πάλης, της σύγκρουσης και της ανελέητης καταστολής.
   Ίσως, κι εδώ παρακινδυνεύω μία ανάγνωση, αυτός που τελικά μιλά στο «Βόλια» να είναι ο ίδιος ο «Ν. ΒΟΛΙΑ» όπως και υπογράφει στο τέλος του ποιήματος. Ένας βροντερός μονόλογος με το παρελθόν και το παρόν. Φαντάσματα, σύντροφοι, μετακινήσεις, μετατοπίσεις, κυνηγητό, αμάχη, αρρώστια, μπορντέλα, τσακισμένες πατρόνες κι ένας λαβύρινθος ελευθερίας που οφείλει να περπατηθεί έως τη νεκρική σιγή του. « - Για να πεθάνουμ’ όρθιοι την εποχή πρέπει να/κάψει τρέλα», καρφώνει στο μυαλό μας ο «Σάθης», το έτερο πρόσωπο-φωνή π’ ακούγεται στο ποίημα.
   Ένα μεστό σκηνικό ποίημα, μία απέριττη ομοίωση της πραγματικότητας που περιμένει το σκηνοθέτη της να το μεταφέρει εάν όχι ανοίξει με θεατρικούς όρους. Στην προκειμένη περίπτωση ο ποιητής λειτουργεί ως δραματουργός προσφέροντας εύκολα το δύσκολο του λόγου που αποτυπώνεται στο χαρτί για να απαγγελθεί δημόσια. Όταν ο λόγος χαράσσει την αλήθεια της εμπειρίας συνταράζει και συνταράζεται τη σπασμωδικότητα του τραυλού ουρλιαχτού.

[…]

Κοβββό-μαστε βί-αι-α α-πό α-πό τη μήτρα της τηςςς
Ι-στο-ρίας. Και-μέ-νουμε μόνοι μό-νοι μόνοι στην ανά-
αναμέ-τρη-ση με τα φα-ντάσματα και-τους-εφιάλτες
μας τους ε-φι-ά-λτεςςς μας που συ- που-συναντά-με
σσστην Αγορά και στο στο Με-ταξουργείο».

     Είναι ο σπασμένος τρελός με τον νιπτήρα και
     το ψαλίδι του
     κι είναι μύγες στον ύπνο των θαλάμων
     Η άνοιξη μας θέλει ως το συκώτι και στις
     γάζες κρυώνει κάτι σφάγιο που το λέμε πα-
     ραφορά:
     Ελάβ, οι φονιάδες ειν’ εδώ· παίζαν εδώ όταν
     γεννήθηκες
     και μετά – που ’γραφες χουρίγια μ’ ελλη-
     νικά κι η ’λευθερία σου δεν ήταν μι’ αυλή
     αίματα σε λαλιά ξεριζωμένη

Γιατί υπάρχει ακόμη ένας ουρανός που κραυγάζει το
ματωμένο αντάρτικο· υπάρχει ακόμη ένας πρόσφυγας
ουρανός με άγρια όνειρα, που φυσάει ανελέητα στη
μεθόριο όπου σαπίζουν μαζί ο αναρχικός αγρότης κι η
δασκάλα της Ιστορίας»
(σσ. 19-20)

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015, σελ. 4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου