Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Οίκος Ενοχής 7


Αλληγορίες ενός λιμανιού που δεν υπήρξε
7ος Οίκος Ενοχής
~
η Λευκωσία σε μαύρο & κόκκινο φόντο


Τα προγονικά φυλάνε καραούλι απ’ την Παράδεισο και ο Ρουμί πουλιέται ως κονκάρδα, μέσα στο τελευταίο τάγμα των περιστρεφόμενων δερβίσηδων και του νεκροταφείου των μουσουλμάνων. Να σκοτώσει, κανείς, ή να σκοτωθεί… εκείνο το μεταίχμιο. Ωδή ακαριαία εις λεχρίτη: «Στην κρήνη το σπέρμα να ταράζεται». Το ακροστόλι εμβόλιζε τη ρεμούλα του οσφυοκάμπτη όχλου, ή άλλως κυρίαρχου ελληνικού κυπριακού λαού. Δε φεύγεις από το παραπόρτι, με τ’ άμφια ν’ ανεμίζουν σκεπασμένα τον πατερναλισμό μίας κεκαλυμμένης δήθεν ανεξαρτησίας ή κτήσης του παπαδαριού. Μονάχα στέκεσαι -ατάραχα τεταραγμένος- με χέρι σταθερό και πετρωμένο το μέλλον του νεκρού σε πολυβόλου τη σκανδάλη, στα σκαλοπάτια ενός Προεδρικού Μεγάρου εκεί στο Σαντιάγο της Χιλής, ή αυτοχειριάζεσαι πιστός στον όρκο μιας παντιέρας. Και ρέει το αίμα σου τ’ αδελφικό και η ψυχή σου ελεύθερη καταδιώκει την έλευση μίας ελεεινής δικτατορίας των παρασημοφορημένων άτιμα δυνάμεων ενόπλων κι ενός παραστρατιωτικού κράτους μισητού. Ήτανε τότε που δάκρυσε ο Σιμόν Χοσέ Αντόνιο δε λα Σαντίσιμα Τρινιδάδ Μπολίβαρ υ Παλάσιος, και ο Libertador, φυματικός, έφτυσε το τραύμα της επαναφοράς στην εποχή των βάρβαρων κονκισταδόρων. Una voz antigua, αρχέτυπου αγέρα και άλατος σιγή στα ματοτσίνορα: Δεν κατεβαίνω μοναχός στα βάθη του εαυτού μου,/σέρνω μαζί μου ζωντανούς πολλούς να κατεβούν./Να το ’χουν σίγουρο όσοι μπουν στις παγερές σπηλιές μου/πως θα μπορέσουν από εκεί για λίγο έστω να βγουν;/Σωριάζω μες στη νύχτα μου σαν πλοίο που βουλιάζει/ανάκατα επιβάτες μου και πλήρωμα ναυτών,/περνώ από τις καμπίνες τους και τους σφαλνώ τα μάτια/φίλοι για να μου γίνουνε των τρομερών βυθών. Καθάρματα ορίζουν, προαιώνια, πόσα τα τάλαντα χαλκού παρτούζα την εταίρα Νήσο. Πρόθυμη, έκτοτε, εξώλης και προώλης μαζί με τους προαγωγούς της. Όμως: θαρσῶν νῦν Διόμηδες ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι: ἐν γάρ τοι στήθεσσι μένος πατρώϊον ἧκα ἄτρομον, οἷον ἔχεσκε σακέσπαλος ἱππότα Τυδεύς: ἀχλὺν δ᾿ αὖ τοι ἀπ᾿ ὀφθαλμῶν ἕλον ἣ πρὶν ἐπῆεν, ὄφρ᾿ εὖ γιγνώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα. τὼ νῦν αἴ κε θεὸς πειρώμενος ἐνθάδ᾿ ἵκηται μή τι σύ γ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι τοῖς ἄλλοις: ἀτὰρ εἴ κε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη ἔλθῃσ᾿ ἐς πόλεμον, τήν γ᾿ οὐτάμεν ὀξέϊ χαλκῷ. Στην Παναγιά τη Δέσποινα -εκεί στον αρσανά των Βατοπαι(ε)δινών-, μέσα στο Περιβόλι Της, όλες οι ψαλμωδίες. Αίφνης, γραμμή ταχύπλοου ή πλεύση υποβρυχίου, κωδωνοκρούστης θυμιατό, του Νειμποριού προσκύνημα των ξέμπαρκων λοστρόμων στην Παναγιά Θαλασσινή κάτω από τη Χώρα Άνδρου. Κι ο ύμνος στην τοξότρια, ενός απ’ την Κυρήνη, fragmenta, θραύσματα κι επίκληση γεννήτορα θέαινας άμωμης και Ταυροπόλου: Ἄρτεμιν (οὐ γὰρ ἐλαφρὸν ἀειδόντεσσι λαθέσθαι) ὑμνέομεν, τῇ τόξα λαγωβολίαι τε μέλονται καὶ χορὸς ἀμφιλαφὴς καὶ ἐν οὔρεσιν ἑψιάασθαι, ἄρχμενοι ὡς ὅτε πατρὸς ἐφεζομένη γονάτεσσι παῖς ἔτι κουρίζουσα τάδε προσέειπε γονῆα· «δός μοι παρθενίην αἰώνιον, ἄππα, φυλάσσειν, καὶ πολυωνυμίην, ἵνα μή μοι Φοῖβος ἐρίζῃ, δὸς δ᾽ ἰοὺς καὶ τόξα -ἔα πάτερ, οὔ σε φαρέτρην οὐδ᾽ αἰτέω μέγα τόξον· ἐμοὶ Κύκλωπες ὀϊστούς αὐτίκα τεχνήσονται, ἐμοὶ δ᾽ εὐκαμπὲς ἄεμμα· ἀλλὰ φαεσφορίην τε καὶ ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα ζώννυσθαι λεγνωτόν, ἵν᾽ ἄγρια θηρία καίνω. δὸς δέ μοι ἑξήκοντα χορίτιδας Ὠκεανίνας, πάσας εἰνέτεας, πάσας ἔτι παῖδας ἀμίτρους. δὸς δέ μοι ἀμφιπόλους Ἀμνισίδας εἴκοσι νύμφας, αἵ τε μοι ἐνδρομίδας τε καὶ ὁππότε μηκέτι λύγκας μήτ᾽ ἐλάφους βάλλοιμι, θοοὺς κύνας εὖ κομέοιεν. δὸς δέ μοι οὔρεα πάντα· πόλιν δέ μοι ἥντινα νεῖμον ἥντινα λῇς· σπαρνὸν γὰρ ὅτ᾽ Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν· οὔρεσιν οἰκήσω, πόλεσιν δ᾽ ἐπιμείξομαι ἀνδρῶν μοῦνον ὅτ᾽ ὀξείῃσιν ὑπ᾽ ὠδίνεσσι γυναῖκες τειρόμεναι καλέωσι βοηθόν, ᾗσί με Μοῖραι γεινομένην τὸ πρῶτον ἐπεκλήρωσαν ἀρήγειν, ὅττι με καὶ τίκτουσα καὶ οὐκ ἤλγησε φέρουσα μήτηρ, ἀλλ᾽ ἀμογητὶ φίλων ἀπεθήκατο γυίων». Εντός μου η Alfonsina Storni y el movimiento de las caracolas marinas.

Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο διαδικτυακό φύλλο επιλεγμένης λογοτεχνίας «Φτερά Χήνας» (www.fteraxinasmag.wordpress.com), 13.06.2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου