Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Car je est un autre: Carol Ann Duffy


Carol Ann Duffy
(23.12.1955, Γλασκώβη, Σκωτία, Μεγάλη Βρετανία ή Ηνωμένο Βασίλειο)

Pilates Wife

Firstly, his hands -a woman’s. Softer than mine
with pearly nails, like shells from Galilee.
Indolent hands. Camp hands that clapped for grapes.
Their pale, mothy touch made me flinch. Pontius.

I longed for Rome, home, someone else. When the Nazarene
entered Jerusalem, my maid and I crept out,
bored stiff, disguised, and joined the frenzied crowd.
I tripped, clutched the bridle of an ass, looked up

and there he was. His face? Ugly. Talented.
He looked at me. I mean he looked at me. My God.
His eyes were eyes to die for. Then he was gone,
his rough men shouldering a pathway to the gates.

The night before his trial, I dreamt of him.
His brown hands touched me. Then it hurt.
Then blood. I saw that each tough palm was skewered
by a nail. I woke up, sweating, sexual, terrified.

Leave him alone. I sent a warning note, then quickly dressed.
When I arrived, the Nazarene was crowned with thorns.
The crowd was baying for Barabbas. Pilate saw me,
looked away, then carefully turned up his sleeves

and slowly washed his useless, perfumed hands.
They seized the prophet then and dragged him out,
up to the Place of Skulls. My maid knows all the rest.
Was he God? Of course not. Pilate believed he was.

Η Γυναίκα του Πιλάτου

Πρώτα, τα χέρια του -γυναίκας. Απαλότερα απ’ τα δικά μου,
με μαργαριταρένια νύχια σαν όστρακα της Γαλιλαίας.
Ράθυμα χέρια. Χέρια εκστρατείας που χειροκροτούν για σταφύλια.
Η ωχρότητά τους, άγγιγμα σκώρου μ’ έκανε να οπισθοχωρώ. Ο Πόντιος.

Λαχταρούσα τη Ρώμη, την πατρίδα, κάποιον άλλο. Όταν ο Ναζωραίος
έμπαινε στην Ιερουσαλήμ, η υπηρέτριά μου κι εγώ, νεκρές από πλήξη,
μεταμφιεσμένες, ξεφύγαμε κι ενωθήκαμε με το έξαλλο πλήθος.
Σκόνταψα, έπιασα το χαλινάρι ενός όνου, κοίταξα ψηλά

και τον αντίκρισα. Το πρόσωπό του; Άσχημο. Προικισμένο.
Με κοίταξε. Εννοώ κοίταξε εμένα. Ο Θεός μου.
Τα μάτια του ήταν μάτια να πεθάνεις με. Μετά έφυγε,
οι τραχείς άνδρες του άνοιγαν με τους ώμους το δρόμο προς τις πύλες.

Τη νύχτα πριν τη δίκη του, τον ονειρεύτηκα.
Τα μελαχρινά του χέρια μ’ άγγιξαν. Τότε πόνεσε.
Μετά αίμα. Είδα ότι κάθε σκληρή παλάμη ήταν σουβλισμένη
απ’ ένα καρφί. Ξύπνησα ιδρωμένη, σεξουαλική, τρομοκρατημένη.

Άφησέ τον ήσυχο. Έστειλα ένα προειδοποιητικό μήνυμα, μετά ντύθηκα
                                                                                                 γρήγορα.
Όταν έφτασα, ο Ναζωραίος είχε στεφθεί μ’ αγκάθια.
Το πλήθος γάβγιζε για τον Βαρραβά. Ο Πιλάτος με είδε,
κοιτάζοντας αλλού, προσεχτικά σήκωσε τα μανίκια του

και αργά έπλυνε τα άχρηστα, αρωματισμένα χέρια του.
Αρπάξανε τον προφήτη τότε και τον έσυραν έξω,
ψηλά στον Τόπο των Κρανίων. Η υπηρέτριά μου ξέρει τα υπόλοιπα.
Ήταν Θεός; Φυσικά όχι. Ο Πιλάτος πίστευε πως ήταν.

Μετάφραση: Κώστας Ρεούσης

   
Η μετάφραση έγινε από την ανθολογία, 20th Century Scottish Poems, Selected by Douglas Dunn, Faber & Faber, 2000, σσ. 113-114, το ποίημα περιέχεται στη συλλογή της Carol Ann Duffy, The Worlds Wife, Picador, 1999. Δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή επιθεώρηση ποιητικής τέχνης, Ποιείν, την 1η Απριλίου 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου