Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Κριτικές 7


Ο Σταύρος Ζαφειρίου και ο Κώστας Ρεούσης

Σταύρος Ζαφειρίου: «Η τεθλασμένη συνθήκη της ύπαρξης»

   Κύπριος στην καταγωγή και την ιδεολογία, κάτοικος Λευκωσίας, ιδρυτής και μοναδικό μέλος της Υπερπραγματικής Φράξιας Λευκωσίας, ο Κώστας Ρεούσης έρχεται να επιβεβαιώσει με την τελευταία του ποιητική συλλογή «Ένα τσεκούρι κάθεται (στο λαιμό χαρτοκόπτη γυναίκας) την προσήλωσή του στην υπερρεαλιστική γραφή και αντίληψη της ποίησης.
   Ως «ανάδελφο» μεταξύ των ομηλίκων του ποιητών τον έχει χαρακτηρίσει η σύγχρονη κριτική και ενδεχομένως ο τρόπος με τον οποίο διαρθρώνει τον λόγο του συνηγορεί σε αυτό τον χαρακτηρισμό.
   Αν ρίξουμε μια ματιά στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση, και ειδικότερα από το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα και μετά, εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι περισσότεροι, ή τουλάχιστον οι μεγαλύτεροι ηλικιακά, ποιητές είναι ταγμένοι στο γεγονός της τουρκικής εισβολής και κατοχής, το οποίο τους καθορίζει, άλλοτε ως συλλογικό, απτό τραύμα στο σώμα της Κύπρου και άλλοτε ως ατομική συνείδηση που υπερασπίζεται την ταυτότητά της. Οι έννοιες του Κύπριου, του Ελληνοκύπριου και του Έλληνα αποτελούν αντικείμενο διαρκούς αναστοχασμού, ενώ η ιστορική μνήμη ενίοτε μυθολογείται, ως μέσον με τον οποίο επιτείνεται το ποιητικό αποτέλεσμα.
   Ωστόσο, τέσσερις δεκαετίες μετά, φαίνεται πως η ζωή συνεχίζεται και οι νεότεροι ποιητές, αν και κουβαλούν, ο καθένας με τον τρόπο του, μέσα τους την ιστορία και τα απόνερά της, σιγά-σιγά αποστασιοποιούνται από αυτή τη θεματική. Τη θέση της παίρνουν και άλλες αναγκαιότητες, όπως ο έρωτας στην περιδίνηση ή την απώλειά του, η υπαρξιακή αναζήτηση, η ειρωνεία, το όνειρο και η φαντασίωση, και μέσω αυτών η διαφυγή από μια πραγματικότητα όπου κυριαρχεί η κατάρρευση των ανθρώπινων αξιών.
   Πιθανόν να γενικεύω, το κάνω όμως ακριβώς για να υπογραμμίσω το «ανάδελφον» του Κώστα Ρεούση. Η επιλογή του να ξεκινήσει και να επιμείνει στην υπερρεαλιστική γραφή, με μια γλώσσα που ενδεχομένως εσκεμμένα δεν διαθέτει την πολυμορφία ή την εκζήτηση ενός Εμπειρίκου ή ενός Εγγονόπουλου, αλλά βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, πιο κοντά στη βιαιότερη γλώσσα των πρώτων, κινηματικών υπερρεαλιστών, τον τοποθετεί μάλλον ανάμεσα σε εκείνους που θεωρούν την ποίηση ως άφρισμα αίματος από μια κομμένη αρτηρία, παρά ως την ελεγχόμενη αιμορραγία μιας ανοιχτής πληγής.
   Διαβάζοντας τα ολιγόστιχα ποιήματα του βιβλίου, επιχειρώ να κάνω τις εξής διαπιστώσεις:
α) Η συνειρμική ακολουθία, ή ανακολουθία, μια αποδρομή, κατά κάποια έννοια, της γλώσσας, δημιουργεί μεν την αίσθηση της αποδιάρθρωσής της, διαθέτει ωστόσο την ικανότητα να αναδιαρθρώνεται σε νοήματα που υπονομεύουν, όχι τη λογική αλλά τον παραλογισμό μέσα στον οποίο είναι αναγκασμένη να ψάχνει τον χώρο της και τον λόγο της η ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτόν ακριβώς τον παραλογισμό βιώνει ο Ρεούσης, ως μια εσωτερική πολλαπλότητα προκλήσεων και αταξίας, και τον εξωτερικεύει αυτούσιο, όχι μόνο στα ποιήματά του αλλά και στον τρόπο που ζει, προσφέροντας στην κοινή θέα έναν θρυμματισμένο και αδιήθητο εαυτό, μέσα σε ένα περιβάλλον που αντιπαλεύει ακόμη τις εκκρεμότητές του.
β) Η «οδός Τεθλασμένης» (υπαρκτή οδός της παλιάς Λευκωσίας), η οποία έρχεται και επανέρχεται, φαινομενικά ως μοτίβο κατεύθυνσης του βιβλίου, μου δημιουργεί την εντύπωση πως παραπέμπει στην αγωνία της αναζήτησης ενός δρόμου, όχι για να ξεφύγει κανείς αλλά για να του αποκαλυφθεί η διάσταση μιας ασταθούς και χαίνουσας γλώσσας, η δυνατότητά της να επενεργεί, εν είδει ουράνιου τόξου, ως καταλλαγή με τη βαθύτερη έννοια του όντος. Γράφει ο Ρεούσης: Πώς! / Να μεταφράσεις / το ουράνιο τόξο. / Πώς! /  Την οδό Τεθλασμένης. Και σε επόμενο ποίημα: Πώς! / Να μεταλάβεις / το ουράνιο τόξο. / Πώς! / Την οδό Τεθλασμένης. Και σε ένα τρίτο: Πώς! / Να μεταφέρεις / το ουράνιο τόξο. / Πώς! / Την οδό Τεθλασμένης. Μετάφραση – μετάληψη – μεταφορά! Τρεις λέξεις, σε τρία ποιήματα, που νοηματοδοτούν τη μετουσίωση της ποίησης και που, μαζί με την «οδό Τεθλασμένης», μένει σ’ εμάς να ανακαλύψουμε αν αφορούν στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος συνδέεται με την ουσία του κόσμου ή αν αποτελούν την τεθλασμένη συνθήκη της ύπαρξής του.
γ) Υπάρχει ένας στίχος: «Συντρίβοντας στις Πλάτρες αηδόνια», σαν απευθείας διάλογος με εκείνον του Γιώργου Σεφέρη «Τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες». Στίχος, που κατά κάποιον τρόπο αποκαλύπτει την αμφίθυμη σχέση του Κώστα Ρεούση με το νησί του. Το οποίο νησί του διατρέχει, άμεσα ή έμμεσα, όλο του το βιβλίο, σαν όριο γης και σαν όριο σώματος, σαν τόπος όπου συντελούνται εξίσου το θαύμα και το τραύμα και όπου συνυπάρχουν τα κοχύλια της Πάφου και το σάβανο της Λάρνακας, ο αέρας που σήκωσε τον ιδρώτα του μιναρέ και τ’ αλώνια την εποχή του θέρους. Και τούτη η συνύπαρξη, ανάγκη ταυτόχρονα και καταναγκασμός, τούτη η ευαίσθητη αντίφαση είναι ένας από τους λόγους και τους τρόπους ανάγνωσης αυτού του βιβλίου.
    Έχοντας κατά νου αυτές τις τρεις διαπιστώσεις, και μέσα σε αυτό το τοπίο, σχηματίζω την άποψη πως η ποίηση του Κώστα Ρεούση, ορθόδοξα υπερρεαλιστική, αντιμάχεται, ή «τσεκουρώνει», όχι μονάχα ό,τι ο ίδιος θεωρεί συμβατικό αλλά και τον ίδιο, αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ως ποιητής, και εν ονόματι της ποίησης που δεν γνωρίζει ή δεν αναγνωρίζει σύνορα, προσεγγίζει την «άλλη μεριά», ως καταγωγικά Ελληνοκύπριος αντιλαμβάνεται την πράσινη γραμμή σαν ένα όριο που τον χωρίζει και τον διαφοροποιεί από αυτούς. Γράφει: Αφουγκραστείτε / τους αντικρύ / στήστε / αυτί / μυρίστε. Όμως αλλού: Ομίχλη ώχρινη έγκλημα του / ήλιου φοίνικες και τ’ αντικρύ / η οροσειρά με τα στίγματα.
   Θέλω να κλείσω, παραθέτοντας ένα ποίημα, που θεωρώ πως είναι το κέντρο ολόκληρου του βιβλίου. Έχει τίτλο «Το γυάλινο σπίτι» και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Αντρέ Μπρετόν:

Και όχι μόνο έζησα
Αλλά
Φρόντισα να είμαι
Το γυαλί
Να σπάσω
Να είμαι κοφτερός.

Δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο του περιοδικού «Εντευκτήριο» (entefktirio.blogspot.com), 25.05.2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου