Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Car je est un autre: Γιώργος Καλοζώης 2

Ο Κώστας Ρεούσης (αριστερά) & ο Γιώργος Καλοζώης (δεξιά), τον Δεκέμβριο του 2007, κάπου στη Λευκωσία, φωτογραφία Βασίλης Καφαντάρης


Η μπουτονιέρα

Ήταν μικρή και την είχα
στην μπουτονιέρα μου
όταν κρύωνε τον χειμώνα
την έβαζα στη μέσα
τσέπη μου
κοιμόταν μέσα σ’ ένα
σπιρτόκουτο πάνω σε
μπαμπάκι δίπλα στο
μαξιλάρι μου
ήταν ο κόσμος μου ο μισός
και ο άλλος μισός
όμως οι καιροί  με φθόνησαν
καβαλάρηδες από το πουθενά
ήρθαν με λάσα και σπαθιά
και πυρσούς έκαψαν τους
αχυρώνες και τα σπίτια μας
λαιμοί πλάτες και έντερα
ένιωσαν το μαχαίρι
και μέσα στον άγριο
χαλασμό την έχασα
τώρα με ποιαν θα τιτιβίζω
τώρα ποιο πουλάκι
θα ταΐζω με τα βρεγμένα
ψίχουλα
ποια θα μου αλείφει τα
χέρια με αμυγδαλέλαιο
ποιανής θα ανακατεύω
τα μαλλιά ποιανής
των αυτιών θα μυρίζω
τις ρίζες
ποιανής θα είμαι ο κόσμος
ο μισός και ο άλλος μισός
Σέλωσα άλογα άλλαξα
δεκάδες άλογα
όπου έφτανα ρωτούσα
κρατώντας τη φωτογραφία
της μήπως την είδε κανείς
σε κάποιους έδινα λεφτά
κάποιοι δε δέχονταν να
πάρουν λεφτά μου έλεγαν
να εμπιστευτώ τον Θεό
να κάμω τάματα στους
αγίους να μεσολαβήσουν
στον Θεό για να τη βρω
άγιοι μου υποσχέθηκαν
θαύματα με αντάλλαγμα
δώρα και υποταγή
αλαζόνες για την όποια
εξουσία τους
τους είπα πως δεν τους
χρειάζομαι τους εκδικήθηκα
καίγοντας τις εικόνες τους
έριξα τις κολόνες των
ναών τους αναποδογύρισα
τα παγκάρια τους γιατί
ήμουν μέσα στην τέλεια
μανία και την έξαψη
κι αφού δεν ήξερα τι άλλο
να κάμω
ρώτησα τα ψηλά βουνά
τα χαμηλά βουνά και
τα μεσαία ρώτησα τα ζώα
που τρέχουν πριν να τα δεις
μυρίζοντάς σε από απόσταση
δεν είπαν τίποτα
πήγα λοιπόν σε ποτάμια
μικρά μεγάλα μικρομέγαλα
εκεί ρώτησα τα ψάρια
τα κωφάλαλα με τη γλώσσα
τη νοηματική
άδικος κόπος
αποτάθηκα τότε στους
νεκρούς
έβγαλα από το στόμα τους
το χώμα και τις πέτρες
τούς υποσχέθηκα ό,τι
μου ερχόταν στο μυαλό
συνάντηση με τα παιδιά
ή τη γυναίκα τους
κι ένας νεκρός που τον είχα
εξυπηρετήσει στα νιάτα του
μου είπε να πάω στο δάσος
το μαγικό
όπου εύκολα χάνεσαι
γιατί όλα τα μονοπάτια είναι
τα ίδια και τα ξέφωτα
αλλά πρώτα να ντυθώ στα
φαιοπράσινα
να βάψω με χρώμα κατάλληλο
τ’ ακάλυπτα μέρη του
σώματος
για να μη με πειράξουν τα
ξωτικά
και τότε μπορεί να βρω
εκείνην που ψάχνω ή έστω
να καταλάβω
πως ποτέ δεν υπήρξε
κι ότι ποτέ δεν ανήκε σε
τούτον τον κόσμο αλλά σε
έναν άλλο των θεοπάλαβων
των τρελών ή των
απελπισμένων ποιητών
αυτών που πείθονται από
το απίθανο που όμως εφόσον
το πιστεύουν είναι το ίδιο
και περισσότερο πραγματικό
κι από το μη πραγματικό


Γιώργος Καλοζώης, «Τα νύχια του κόκορα», εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα, Ιούνιος 2013, σσ. 60-63.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου