Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Κείμενα μιας ψύχραιμης οργής 8

Ο λεσσεψιανός μετανάστης, τοξικός ιχθύς, Lagocephalus sceleratus


#8
Κείμενα μιας ψύχραιμης οργής
Η κακοήθης εμπλοκή μιας καταστάσεως


Εσμός αυλοκολάκων. Μία κυρίαρχη διεστραμμένη σεφερολαγνεία αγγίζει το σάβανο του Αλεξανδρινού. Γλώσσες διχαλωτές νιώθω να μ’ απειλούν, σάμπως και κατοικώ σε βιλαέτι νήσο. Σκληρή πορεύεται η ζωή, να συγκρατεί υδρορροή στο μάτι, όταν οι φίλοι κι οι γνωστοί με προσεγγίζουν ωσάν καθάρματα του ρημαδιού που είμαι. Χρονοθύελλες ελάτε και σαρώστε τα πάντα, (Γιώργος Καλοζώης, «Η κλίση του ρήματος»), κι εμένα τον τσιλιβήθρα  χλεμπονιάρη μ’ ένα φραγγέλιο-ράπισμα ῥυήσεσθαι το βήτα ρέζους θετικό.

Έχω χάσει τα λογικά μου σημαίνει: αναπνέω μες στον πυθμένα της κινούμενης άμμου όπου με μακροβούτι εισχώρησα. Νεκρό με αντικρίζω, σ’ αυτό που εμφανίζεται στα μπρούντζινα των ρόπτρων, να βλέπω τον Αρχίλοχο -τον πρώτο υπερρεαλιστή ιαμβογράφο- στίχο ή σπάραγμα ν’ αγγέλλει: σὺ γὰρ δὴ παρὰ φίλων ἀπάγχεαι.

Η κακοήθης εμπλοκή μιας καταστάσεως που δε συμφέρει, μια κι η απώλεια είν’ ακριβή έως βραδυφλεγής, και τ’ αύριο όλους μάς θέλει μες στη διάρκεια της παρατεταμένης παρακμής του Πάντα· ήσυχους, νομοταγείς, προσκυνημένους, ιντριγκαδόρους, διπλωμάτες, έξυπνους, λαμόγια ή μοσχοπουλημένους. Τετρομασμένος, (Διονύσιος Σολωμός, «Η γυναίκα της Ζάκυθος»), βρίζω, Θεέ μου, βρίζω… και να με συγχωρείς αλλά: Θέλει τουφέκι ο χρόνος, αν επιθυμεί να γίνεις μια σκέτη ανάμνηση., (Οδυσσέας Ελύτης, «Εκ του πλησίον»). Παρατηρώ το, εντάξει το, μπορεί και να το ευεργετούμαι: Όταν φυσάει, και της πουτάνας η παράγκα παρθεναγωγείο είναι., (Κομπαγιάσι Ίσσα, 1819, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας). Όμως αδυνατώ να το ισορροπήσω «μη-», αδυνατώ να το ελέγξω «-δέν». Αλήθεια ή ψέματα, πάντως πως μ’ ανακρίνουν ακαταπαύστως δέχομαι, από το κνέφας της ηλικίας μου της παιδικής έως το Τώρα. Είναι που: Φεύγω, μύγες μου. Άντε (να) γαμηθείτε ελεύθερα!, (Κομπαγιάσι Ίσσα, 1815, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας).
 
Τον Ρώμο Φιλύρα έχω στο νου, κι από την «Ιερά Οδό» κι από την «Αθαλάσσα» πρέπει να γεννηθώ στην πρώτη. Ποιος το συμβούλιο να συγκαλέσει των δήθεν σαμάνων των ψυχών; Έτσι κι αλλιώς το κρίμα στο λαιμό μου, ούτε να γιατροπορευτώ πλέον· αγκομαχώ. Ένας ακόμη π’ αγαπώ έρχεται μες στο κείμενο, κι ας καταλήξει η ψυχή μου για δεύτερη φορά ξεκούρδιστη προφέροντας -Θεέ μου, σε παρακαλώ- φωνήεντα με σύμφωνα Ελλήνων… έστω και σόλοικα. Έτσι, με τη φιγούρα μου στ’ αλαμπουρνέζικο και στο σακατεμένο να επικουρεί την ψάθα: Ἀπὸ τὴν κανδήλαν τὴν ἀχανῆ ἐκείνην κατῆλθεν ἡ βοή, ὁ ροῖβδος τῆς λαίλαπος, καὶ ἀπὸ τὸ κουφόβρασμα τὸ ὓπουλον ἀνέβη ὁ ρόχθος τῆς θαλάσσης, ζευχθέντα εἰς φοβερὸν ὑμέναιον, προσοχθοῦντα ἐπὶ τῆς ἐλεεινῆς σανίδος· ἦτον ὡς βέλασμα οἱονεὶ ἀπὸ χιλιάδας καὶ μυριάδας ἐρίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα· καὶ ὁ Βορρᾶς, ὁ χιονόμαλλος βασιλεὺς τῶν χειμώνων, τὰ ἒσπρωχνε καὶ τὰ ἤλαυνεν ἐμπρός, κατὰ τοὺς βράχους πάντοτε καὶ τὰς ἐσχατιάς· ζητοῦντα νὰ εὕρουν τέρμα καὶ τέρμα δὲν εὕρισκον, εἰμὴ τὴν σανίδα τὴν ταλαίπωρον· καὶ τὴν κατεπάτησαν, καὶ τὴν ἒκαμαν δρόμον, βόσκοντα τὴν σκωρίαν της, λείχοντα τὰς πληγάς της, ροφῶντα τὴν δύναμίν της. Ἐν μέσῳ δὲ καὶ ὑπεράνω ὅλης αὐτῆς τῆς πάλης καὶ τῆς βοῆς, τὴν ὁποίαν συνετέλουν ἐπαναβαίνοντα τ’ ἀχθοφόρα κύματα, ἀντήχει ὡς θρῆνος ὀξὺς τὸ σφύριγμα τῶν τροχαλιῶν, ὅμοιον μὲ τὴν ἀπηλπισμένην κραυγὴν πτωχῆς ἐρημικῆς κόρης, σπαρασσομένης τὸ δέμας, βιαζομένης τὴν τιμήν, ὑπὸ φαύλων βιαστῶν εἰς ἒρημον τόπον, ὑπὸ τὸ ὂμμα τοῦ πολυευσπλάγχνου καὶ παντοδυνάμου Κριτοῦ, τοῦ καθημένου ἐπί τῶν Χερουβείμ, τοῦ βλέποντος ἀβύσσους., (Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Κοκκώνα θάλασσα ἢ Τὸ γράμμα τῆς πεθερᾶς»).  
   
Ίσως ετούτη η τακτική της συρραφής, ένα, αυθαίρετα, ανάμεσα σε παρενθέσεις (να) και πώς σημεία στίξης ανεμίζω-ατενίζω να είναι τερατούργημα. Κάτι-άτι πάντως καλπάζω-εικάζω: έχει ρυθμό, κι αυτό που σας ξερνώ-ξεβράζω άλλο πάει να πει και άλλο λέει· αναξιοπρεπέστατος, αλίμονο, εγώ, μες στου καιρού μας το γαμήδι.

-Ράτσα γλωσσοκοπάνα της ένδοξης-ηρωικής μας ρουφιανιάς και της ανίερης οικειοποίησης των Τέλος-Έλος ή Σκοπός των Πάντων, από της φτώχειας μου τον δνόφο σας μιλώ, σ’ ένα ελεεινό μονάρι-στάβλο και μια ταμπέλα στην εξώπορτα που γράφει με μικρό το πι τη λέξη… ποιητής ή το περίπου 3,14 η περιφέρεια του κύκλου: εισπράττω καρπαζιές π’ αόρατα εκσφενδονίζετε-ηδονίζεσθε, και τα σιχάθηκα τα ελεήμονα τα τραπεζώματά σας!

Χώρα (Παλιό Λιμάνι), Δεκέμβριος 2016


Δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή επιθεώρηση ποιητικής τέχνης «Ποιείν» (www.poiein.gr), στη στήλη «Τα Επίκαιρα», στις 22 Δεκεμβρίου 2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου