Το εξώφυλλο του βιβλίου με το kitsch κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη
Μην τρυπανίζετε τον Ποιητή που
κατοικεί… τον ουρανό!
[Πολιτισμικοί
Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]
Ένα κείμενο πολεμικής για την παρουσίαση του βιβλίου
της κυρίας Νάντιας Στυλιανού (και για το βιβλίο καθεαυτό) «Navire éternel mon pays», La grécité dans l’ œuvre d’
Odysseas Elytis
Τη Δευτέρα 16 Νοεμβρίου βρέθηκα στην Ερευνητική Μονάδα Αρχαιολογίας του
Πανεπιστημίου Κύπρου στην «περίφημη» οδό Γλάδστωνος στη Λευκωσία, όπου και
παρουσιάστηκε το βιβλίο -η διδακτορική διατριβή, δηλαδή- της κυρίας Νάντιας
Στυλιανού, «Πλοίο διαρκείας η χώρα μου», η ελληνικότητα στο έργο του Οδυσσέα
Ελύτη. Το βιβλίο, γραμμένο στα γαλλικά, κυκλοφορεί από τις πανεπιστημιακές
εκδόσεις της Μεσογείου του Μονπελιέ, με αναγραφόμενη τιμή (στο οπισθόφυλλο) 29
ευρώ, ενώ στην παρουσίαση πουλιότανε 30 (στην προνομιακή όπως ελέχθη) καθώς στα
βιβλιοπωλεία της νήσου η τιμή ανεβαίνει στα 38 ευρώ. Μιλάμε, για μία ψηφιακή
εκτύπωση σε χαρτί φωτοτυπίας, με θερμοκόλληση στο δέσιμο των σελίδων και
επιεικώς μέτρια στοιχειοθεσία. Εάν, ίσως, κάτι δικαιολογεί την υπερβολική
τιμολόγησή του είναι τα έγχρωμα κολάζ του ποιητή, αλλά όπως αναφέραμε η
εκτύπωση είναι ψηφιακή και το κόστος δεν είναι αυτό της τετραχρωμίας μίας όφσετ
τυπογραφικής εργασίας.
Η πρόσκληση της παρουσίασης
Απορίας άξιο, πώς συγκεντρώνονται τόσα επιφανή ονόματα της ακαδημαϊκής
κοινότητας για να μιλήσουν για ένα βιβλίο μίας, ουσιαστικά, διδακτορικής «φοιτήτριας»
προπερασμένων ετών, που καλείται να το υποστηρίξει. Όταν όμως
διατηρείς-κατέχεις-συντηρείς τη θέση της Ανώτερης Μορφωτικής Λειτουργού στις
Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της νήσου, όταν
στο βιογραφικό ευθαρσώς αναφέρεις ότι ειδικεύεσαι στον Ελύτη, όταν οι μελέτες
σου αφορούν στο ζήτημα της ταυτότητας και του υπερρεαλισμού στη σύγχρονη
ελληνική λογοτεχνία… τα συμπεράσματα αφήνονται στον αναγνώστη.
Παρόλα αυτά, οι
ομιλητές/ομιλήτριες, λίγο έως πολύ, κατάφεραν να σταθούν στο ύψος τόσο του
ονόματος και τίτλου που φέρουν κι απέκτησαν με κόπο και κόστος στην υγεία τους
όσο και της σημαντικής-ασημαντότητας ενός βιβλίου που αναφέρεται στον άνθρωπο
που έφερε στην Ελλάδα το δεύτερο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ακόμη κι αν τα κείμενα που
ακούστηκαν ήταν φανερό ότι κουβαλούσαν στις λέξεις τους το άχθος-ζόρι της
υποχρέωσης-διεκπεραίωσης, εντούτοις ικανοποίησαν το εν πολλοίς μεγαλοαστικό
ακροατήριο της εκδηλώσεως που έτρεξε να εμφανιστεί στη στενάχωρη
αίθουσα-βιβλιοθήκη της Ερευνητικής Μονάδας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου
Κύπρου.
Κάπου εδώ θυμάμαι, εκείνο το
εκπληκτικό που είχε αναφωνήσει ο Βέλτσος σε μια εκδήλωση στην Αθήνα για τον
Ντεριντά, όταν εμφανίστηκε στην αίθουσα ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας,
Γιώργος Παπανδρέου: «Όλα τα ’χε η Μαριωρή ο Ντεριντά της έλειπε».
Η δομή του βιβλίου
Εμφανώς καθοδηγούμενη η δομή του βιβλίου-μελέτη από την επιτηρήτρια
καθηγήτρια του πανεπιστημίου που κατατέθηκε και το/την εξέδωσε. Φυσικά, αυτό
δεν είναι μειονέκτημα, μια κι ο φοιτητής/φοιτήτρια οφείλει να καθοδηγείται από
τον καθηγητή του/της όταν καταπιάνεται με ποιητικά μεγέθη όπως είναι ο Ελύτης.
Να καθοδηγείται ναι, όχι όμως να χειραγωγείται και μάλιστα σε μια ώριμη ηλικία
που δεν δικαιολογεί την αντιμετώπιση του υπό έρευνα ζητήματος ωσάν… άντε
τριτοετής φοιτητής/τρια σοβαρής φιλοσοφικής σχολής.
Πλήθος οι μελέτες για τον Ποιητή, πλήθος οι
μονογραφίες, πλήθος οι διδακτορικές διατριβές, πλήθος τα δημοσιεύματα. Άρα, η
σύγκριση είναι αναπόφευκτη, πολεμική και συγκρουσιακή. Το θέμα είναι να
διαβάζουμε και να βλέπουμε τη βιβλιογραφία που έχει προηγηθεί και
χρησιμοποιούμε για να προσθέσουμε κάτι νέο, κι όχι να την ξεφυλλίζουμε και να
την κοιτάμε όπως ο Ελληνοκύπριος (Αυστραλός-Εγγλέζος-Αμερικανός
πρόσφυγας-μετανάστης-κάτοικος των μεγαλουπόλεων) το χωριό του που ανήκει,
πλέον, στους Τούρκους.
Αφήνω, κατά μέρος, την
αναγνωστική μελέτη του καθεαυτού έργου του Ποιητή
(ποιητικού-δοκιμιακού-φιλοσοφικού-μεταφραστικού-εικαστικού). Εδώ είναι ηλίου
φαεινότερον το γεγονός της ελλειμματικής έως επιφανειακής προσέγγισης της
συγγραφέως στον «πρωτότυπο» Ελύτη.
Η χρήση της γαλλικής γλώσσας
Η γνώση της γαλλικής γλώσσας, που έχω αποκτήσει χωρίς ούτε έναν τίτλο
σπουδών, μου επιτρέπει να αναγιγνώσκω Γάλλους, Γαλλίδες και γαλλόφωνους/ες
ποιητές και ποιήτριες που αγαπώ στο πρωτότυπο, και συνεχίζω ακαταπαύστως να
μελετώ. Κάθε φορά όμως που ανατρέχω στο δοκιμιακό-πανεπιστημιακό λόγο
συγγραφέων που έχουν τη γαλλική γλώσσα ως μητρική ή όχι, ένα στραμπούληγμα
τοποθετεί τη σκέψη μου στο γύψο. Αχρείαστη πολυλογία, λαβυρινθώδη ευρήματα,
άκαιρα παραθέματα, μεταφράσεις που «δολοφονούν» τα ποιήματα της πρωτότυπης
ελληνικής γλώσσας κι άλλα πολλά μπαρόκ χρυσοποίκιλτα των Βερσαλλιών.
Να, και ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης εδώ, που έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες για να διαβάζει στο
πρωτότυπο αγαπημένους του συγγραφείς, κι όχι για να τις μιλά ως γκρουμ
ξενοδοχείων ή ως καλεσμένος στις πρεσβείες των αλλόγλωσσων και των αλλοεθνών
κατακτητών ή μη.
Η «ελληνικότητα» του Ελύτη
Απερίφραστα κι αυστηρά η κάθε μελέτη που επικαλείται και αναφέρεται
την/στην «ελληνικότητα» του Οδυσσέα Ελύτη είναι άκυρη έως ύποπτη.
Επιχειρηματολογώντας παραθέτω δύο αποσπάσματα από το δοκίμιο του Οδυσσέα Ελύτη
«Τα δημόσια και τα ιδιωτικά», εκδ. Ίκαρος, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, 1990:
1. «Θέλω να πιστεύω -και η πίστη μου αυτή βγαίνει πάντοτε πρώτη στον
αγώνα της με τη γνώση- ότι, όπως και να το εξετάσουμε, η πολυαιώνια παρουσία
του ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα έφτασε να καθιερώσει
μιαν ορθογραφία, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε
υπογεγραμμένη, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου
πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα
εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί, από περιστεριώνες και γλάστρες με
γεράνια.
Είναι μια γλώσσα με πολύ
αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν
επήγαινε ακόμη σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή
αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα
διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το
ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε
την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα
μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας
πολυκατοικίας του Αιγάλεω.» (σσ. 8-10).
2. «Ω να μπορούσανε, λέει, και τα οργανωμένα κράτη να διαμορφώσουν
μια δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα
κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του υπουργείου Υγείας να ξαπόστελνε στα
εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες των συμφερόντων,
για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς. Να έπαιρνε πότε πότε η
συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις προεκτάσεις που παίρνει ένα δάκρυ όταν διαθλά
τις αθλιότητες όλες κι απομένει να λάμπει σαν μονόπετρο.
Κοντολογίς, να μπορούσαν και
τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για
μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις ημέρες μας, αλλά απ’ το πόση ευγένεια παράγουν,
ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο
λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο
φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα
τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων.» (σσ. 24-26).
Έτσι ο ποιητής. Σκληρός. Και να ζητάει τ’ αδύνατα.
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 13
Δεκεμβρίου 2015, σ. 4.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου