Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Ποιήματα 33

Ο Κώστας Ρεούσης (δεξιά) με τον φίλο του, μουσικό της τζαζ και βιρτουόζο ντράμερ, Ιωάννη Βαφέα (αριστερά), στη «Φωτοδό» στην παλιά Λευκωσία, στις 18 Μαρτίου 2016 (εκδήλωση για τα 20 χρόνια από τον θάνατο του Οδυσσέα Ελύτη), 21: 51… ακριβώς & ακριβοί, φωτογραφία αγνώστου 


Πέντε ποιήματα… προς το τέλος του χρόνου


 ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ

στον Γιώργο Χαριτωνίδη

Σκονισμένες ανορθογραφίες
Ενός χειμερινού κολυμβητή
Αθέατα συρματοπλέγματα
Τσιμπούν το βλέμμα

Καθώς το ποίημα
Με συντονισμένες απλωτές
Οδηγεί την τέφρα στη
Μνημονική αμνησία του καιρού

Λευκωσία, Πέμπτη, 13 Οκτωβρίου 2016


MANTIS RELIGIOZA

μνήμη Γιάννη Ενταφιανού

Απόψε η μπάρα χηρεύει

Αίφνης ο λόγος άχαρος
Εξακολουθητικά
Το αποκρουστικό
Χλευάζει

Λευκωσία, Τετάρτη, 2 Νοεμβρίου 2016


ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΣΑΒΒΑΤΟ ΝΥΧΤΑ

Χωρίς σκοπό
Να περπατώ
Τα βρόμικα
Στενά
Της Χώρας

Παραμονεύοντας
Σ’ ασύμπτωτη
Γωνιά
Το ποίημα π’
Αγκομαχώ ν’ αποτυπώσω

Μίας πουτάνας
Πατσουλί
Πιάτσα παγίδα προσευχή
Το ξεδοντιάρικο χαμόγελο
Αρπαχτικά καλώντας άγρα

Ανταμοιβή το χάλι το
Ρεμάλι το
Παρτάλι της
Ζωής θανάτου αντικαθρέφτισμα
Να αναπνέω είμαι

Λευκωσία, Κυριακή, 6 Νοεμβρίου 2016


ΣΥΝΤΑΓΗ Μ’ ΕΝΑΝ ΧΕΙΜΩΝΑ

στον Νίκο Σταμπάκη

Οι φακές ολιγώρησαν
Αγκαλιάζοντας
Τα σωσίβια
Καρότα μίας όξινης
Βροχής κρεμμυδιών

Τα φύλλα δάφνης
Προορίζονταν
Στην αλχημεία της βράσης
Ενός κουταλιού
Σούπας ασημένιου

Οι ελιές Καλαμών
Περήφανες αναχώρησαν
Μες στην ανέξοδη
Κρίση της κατανάλωσης
Αλεσμένων ψυχών

Δυο αυγά έσπερναν
Το φόβο στο τηγάνι
Της απέραντης τρομοκρατίας
Ενός βιασμένου ελαιόκαρπου
Προσχεδιασμένου καλοκαιριού

Τόνοι αλατοπίπερο
Ράντισαν
Τη μυστική βάφτιση
Των πρώιμων
Εσπεριδοειδών

Λευκωσία, Τετάρτη, 16 Νοεμβρίου 2016



ΠΕΡΙΔΙΝΗΣΗ ΣΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ

Ανώνυμο πρωινό
Σχεδόν κωφάλαλο
Αρχειοθετούσε τη συνέχεια
Των σημειώσεων που
Θριάμβευαν στη νύχτα

Εκτελούσε τις ώρες
Μες σε καπνό από
Χασίς έτσι φορές
Συντρόφευε μία
Πορεία στο νεκρό

Πελεκούσε αξύριστο
Άγαρμπα χειροποίητα
Τυπογραφικά στοιχεία
Αλιευμένα με πυροφάνι
Απ’ τον κρατήρα του γέλιου

Γελοίο πρωινό
Σχεδόν αόμματο
Οδηγούσε το δείκτη
Των τοπωνυμίων που
Φυλλορροούσαν στη μέρα

Λευκωσία, Παρασκευή, 25 Νοεμβρίου 2016



Από την ανέκδοτη και σε εξέλιξη, ποιητική συλλογή, του Κώστα Ρεούση, «Ξεκούρδιστος Λυγμός» [άχαροι στίχοι].

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Κείμενα μιας ψύχραιμης οργής 8

Ο λεσσεψιανός μετανάστης, τοξικός ιχθύς, Lagocephalus sceleratus


#8
Κείμενα μιας ψύχραιμης οργής
Η κακοήθης εμπλοκή μιας καταστάσεως


Εσμός αυλοκολάκων. Μία κυρίαρχη διεστραμμένη σεφερολαγνεία αγγίζει το σάβανο του Αλεξανδρινού. Γλώσσες διχαλωτές νιώθω να μ’ απειλούν, σάμπως και κατοικώ σε βιλαέτι νήσο. Σκληρή πορεύεται η ζωή, να συγκρατεί υδρορροή στο μάτι, όταν οι φίλοι κι οι γνωστοί με προσεγγίζουν ωσάν καθάρματα του ρημαδιού που είμαι. Χρονοθύελλες ελάτε και σαρώστε τα πάντα, (Γιώργος Καλοζώης, «Η κλίση του ρήματος»), κι εμένα τον τσιλιβήθρα  χλεμπονιάρη μ’ ένα φραγγέλιο-ράπισμα ῥυήσεσθαι το βήτα ρέζους θετικό.

Έχω χάσει τα λογικά μου σημαίνει: αναπνέω μες στον πυθμένα της κινούμενης άμμου όπου με μακροβούτι εισχώρησα. Νεκρό με αντικρίζω, σ’ αυτό που εμφανίζεται στα μπρούντζινα των ρόπτρων, να βλέπω τον Αρχίλοχο -τον πρώτο υπερρεαλιστή ιαμβογράφο- στίχο ή σπάραγμα ν’ αγγέλλει: σὺ γὰρ δὴ παρὰ φίλων ἀπάγχεαι.

Η κακοήθης εμπλοκή μιας καταστάσεως που δε συμφέρει, μια κι η απώλεια είν’ ακριβή έως βραδυφλεγής, και τ’ αύριο όλους μάς θέλει μες στη διάρκεια της παρατεταμένης παρακμής του Πάντα· ήσυχους, νομοταγείς, προσκυνημένους, ιντριγκαδόρους, διπλωμάτες, έξυπνους, λαμόγια ή μοσχοπουλημένους. Τετρομασμένος, (Διονύσιος Σολωμός, «Η γυναίκα της Ζάκυθος»), βρίζω, Θεέ μου, βρίζω… και να με συγχωρείς αλλά: Θέλει τουφέκι ο χρόνος, αν επιθυμεί να γίνεις μια σκέτη ανάμνηση., (Οδυσσέας Ελύτης, «Εκ του πλησίον»). Παρατηρώ το, εντάξει το, μπορεί και να το ευεργετούμαι: Όταν φυσάει, και της πουτάνας η παράγκα παρθεναγωγείο είναι., (Κομπαγιάσι Ίσσα, 1819, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας). Όμως αδυνατώ να το ισορροπήσω «μη-», αδυνατώ να το ελέγξω «-δέν». Αλήθεια ή ψέματα, πάντως πως μ’ ανακρίνουν ακαταπαύστως δέχομαι, από το κνέφας της ηλικίας μου της παιδικής έως το Τώρα. Είναι που: Φεύγω, μύγες μου. Άντε (να) γαμηθείτε ελεύθερα!, (Κομπαγιάσι Ίσσα, 1815, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας).
 
Τον Ρώμο Φιλύρα έχω στο νου, κι από την «Ιερά Οδό» κι από την «Αθαλάσσα» πρέπει να γεννηθώ στην πρώτη. Ποιος το συμβούλιο να συγκαλέσει των δήθεν σαμάνων των ψυχών; Έτσι κι αλλιώς το κρίμα στο λαιμό μου, ούτε να γιατροπορευτώ πλέον· αγκομαχώ. Ένας ακόμη π’ αγαπώ έρχεται μες στο κείμενο, κι ας καταλήξει η ψυχή μου για δεύτερη φορά ξεκούρδιστη προφέροντας -Θεέ μου, σε παρακαλώ- φωνήεντα με σύμφωνα Ελλήνων… έστω και σόλοικα. Έτσι, με τη φιγούρα μου στ’ αλαμπουρνέζικο και στο σακατεμένο να επικουρεί την ψάθα: Ἀπὸ τὴν κανδήλαν τὴν ἀχανῆ ἐκείνην κατῆλθεν ἡ βοή, ὁ ροῖβδος τῆς λαίλαπος, καὶ ἀπὸ τὸ κουφόβρασμα τὸ ὓπουλον ἀνέβη ὁ ρόχθος τῆς θαλάσσης, ζευχθέντα εἰς φοβερὸν ὑμέναιον, προσοχθοῦντα ἐπὶ τῆς ἐλεεινῆς σανίδος· ἦτον ὡς βέλασμα οἱονεὶ ἀπὸ χιλιάδας καὶ μυριάδας ἐρίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα· καὶ ὁ Βορρᾶς, ὁ χιονόμαλλος βασιλεὺς τῶν χειμώνων, τὰ ἒσπρωχνε καὶ τὰ ἤλαυνεν ἐμπρός, κατὰ τοὺς βράχους πάντοτε καὶ τὰς ἐσχατιάς· ζητοῦντα νὰ εὕρουν τέρμα καὶ τέρμα δὲν εὕρισκον, εἰμὴ τὴν σανίδα τὴν ταλαίπωρον· καὶ τὴν κατεπάτησαν, καὶ τὴν ἒκαμαν δρόμον, βόσκοντα τὴν σκωρίαν της, λείχοντα τὰς πληγάς της, ροφῶντα τὴν δύναμίν της. Ἐν μέσῳ δὲ καὶ ὑπεράνω ὅλης αὐτῆς τῆς πάλης καὶ τῆς βοῆς, τὴν ὁποίαν συνετέλουν ἐπαναβαίνοντα τ’ ἀχθοφόρα κύματα, ἀντήχει ὡς θρῆνος ὀξὺς τὸ σφύριγμα τῶν τροχαλιῶν, ὅμοιον μὲ τὴν ἀπηλπισμένην κραυγὴν πτωχῆς ἐρημικῆς κόρης, σπαρασσομένης τὸ δέμας, βιαζομένης τὴν τιμήν, ὑπὸ φαύλων βιαστῶν εἰς ἒρημον τόπον, ὑπὸ τὸ ὂμμα τοῦ πολυευσπλάγχνου καὶ παντοδυνάμου Κριτοῦ, τοῦ καθημένου ἐπί τῶν Χερουβείμ, τοῦ βλέποντος ἀβύσσους., (Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Κοκκώνα θάλασσα ἢ Τὸ γράμμα τῆς πεθερᾶς»).  
   
Ίσως ετούτη η τακτική της συρραφής, ένα, αυθαίρετα, ανάμεσα σε παρενθέσεις (να) και πώς σημεία στίξης ανεμίζω-ατενίζω να είναι τερατούργημα. Κάτι-άτι πάντως καλπάζω-εικάζω: έχει ρυθμό, κι αυτό που σας ξερνώ-ξεβράζω άλλο πάει να πει και άλλο λέει· αναξιοπρεπέστατος, αλίμονο, εγώ, μες στου καιρού μας το γαμήδι.

-Ράτσα γλωσσοκοπάνα της ένδοξης-ηρωικής μας ρουφιανιάς και της ανίερης οικειοποίησης των Τέλος-Έλος ή Σκοπός των Πάντων, από της φτώχειας μου τον δνόφο σας μιλώ, σ’ ένα ελεεινό μονάρι-στάβλο και μια ταμπέλα στην εξώπορτα που γράφει με μικρό το πι τη λέξη… ποιητής ή το περίπου 3,14 η περιφέρεια του κύκλου: εισπράττω καρπαζιές π’ αόρατα εκσφενδονίζετε-ηδονίζεσθε, και τα σιχάθηκα τα ελεήμονα τα τραπεζώματά σας!

Χώρα (Παλιό Λιμάνι), Δεκέμβριος 2016


Δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή επιθεώρηση ποιητικής τέχνης «Ποιείν» (www.poiein.gr), στη στήλη «Τα Επίκαιρα», στις 22 Δεκεμβρίου 2016.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Περιθωριακά 40

Ο ποιητής Ναζίχ Αμπού-Αφάχ


Περιοδικό Θράκα # 5-6, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2015
«Nazih Abou Afach»

[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]

Το εξαίρετο περιοδικό της Λάρισας, με ανανεωμένο πρόσωπο, παρουσιάζει στην ύλη του έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της Συρίας και του αραβικού κόσμου, του οποίου η τύχη αγνοείται.


Το κακό που συμβαίνει δεκαετίες τώρα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, και πολύ πρόσφατα στη Συρία -με το Ισλαμικό Κράτος να προελαύνει, να οπισθοχωρεί, να καταλαμβάνει και να ανακαταλαμβάνει εδάφη- έφερε στην επιφάνεια δυναμικές φωνές της ποίησης που μάχονται για την ελευθερία και την ειρήνη των πολύπαθων πατρίδων τους.
  Μια τέτοια φωνή είναι και ο Nazih Abou Afach, όπου μεταφρασμένα ποιήματά του από τον Θωμά Ψύρρα βρίσκουμε στο νέο τεύχος #5-6, του λαρισινού λογοτεχνικού περιοδικού «Θράκα». Άλλωστε, η αραβική ποίηση -η τόσο λίγο γνωστή στο δυτικό κόσμο, με κάποιες εξαιρέσεις «κοσμοπολιτών» ποιητών ή ποιητριών- αποτελεί, ίσως, και μετά την ελληνική, μία «κατάθεση» πνοής και γραφής από τις παλαιότερες του κόσμου που γνωρίζουμε.   

Ο ποιητής
Ο Nazih Abou Afach (Ναζίχ Αμπού-Αφάχ) γεννήθηκε το 1946 στη Μαρμαρίτα, ένα χωριό στη δυτική Συρία στο Wadi Al-Nasaarah («Κοιλάδα των Χριστιανών»). Έζησε για ένα διάστημα στη Δαμασκό αλλά τελικά επέλεξε να επιστρέψει και να ζήσει στη Μαρμαρίτα. Εργάστηκε στον τομέα της εκπαίδευσης ως δάσκαλος, και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Είναι μέλος της Ένωσης Συγγραφέων της Συρίας και αρχισυντάκτης του μηνιαίου περιοδικού Al-Mada.
   Η ποίησή του είναι πολύ γνωστή στον αραβικό κόσμο και έχει μεταφραστεί στα αγγλικά και στα γαλλικά. Από το 1967 έχει δημοσιεύσει δεκαπέντε ποιητικές συλλογές. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι: «Al-Wajhu Illithi La Yaghiibu» (Το πρόσωπο που δεν ξεθωριάζει, 1967), «Allah Qariibun Min Qalbi» (Ο Θεός είναι κοντά στην καρδιά μου, 1980), «Maa Yashbahu Kalaaman Akhiiran» (Τι μοιάζει με συζήτηση τον τελευταίο καιρό, 1997), «Indjiil Al-’Amaa» (Η Βίβλος των Τυφλών, 2003), «Al-Dhikrah Al-’Anaasir» (Η Μνήμη των Στοιχείων, 2005), «Ar-Raaii Al-Hamadjii» (Ο βάρβαρος βοσκός, 2011).
   Ο Ναζίχ Αμπού-Αφάχ είναι μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές ποιητικές φωνές της Συρίας. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από βαθιά στυλιστική ελευθερία, από παρρησία και φρεσκάδα που δίνει η δύναμη της ειλικρίνειας· τρυφερός και είρων, δεν διστάζει να μιλήσει με απλότητα για την απογοήτευση ώστε να περισώσει την ελπίδα. Τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου (ή μάλλον των πολλών εμφυλίων που διεξάγονται ταυτόχρονα) στη χώρα του έχουν σημαδέψει την ποίησή του. Σήμερα δεν γνωρίζουμε εάν ο ποιητής είναι ζωντανός γιατί τις περιοχές κατέλαβαν οι φανατικοί του ISIS, οι οποίοι απαγορεύουν επί ποινή θανάτου τη δημιουργία «κοσμικής» ποίησης.  

Δύο ποιήματα
Παραθέτουμε αυτούσια δύο ποιήματα του Ναζίχ Αμπού-Αφάχ, στην εξαιρετική και σημαίνουσα μετάφραση του Θωμά Ψύρρα, όπως τα συναντούμε στις σελίδες 71-72 του τεύχους 5-6, της δεύτερης περιόδου, του περιοδικού «Θράκα», με την ευχή η διεθνής κοινότητα (λέμε τώρα) να ενδιαφερθεί για την τύχη του ποιητή. Ο Θωμάς Ψύρρας, εκτός από τα παρακάτω ποιήματα, έχει μεταφράσει επίσης και τα: «Πριν την ασπιρίνη», «Ο άλλος ή στο όρυγμα της μάχης», «Μ’ έχει κοροϊδέψει ο Θεός», και «Φουκουσίμα» (1. Τσουνάμι, 2. Περιγραφή του θανάτου, 3. Το «σε έξι ημέρες» του Κυρίου, 4. Προσευχή προς τον Θεό του 21ου αιώνα).

Διεύθυνση Ταφής

Οι νεκροί πολλαπλασιάζονται και το χώμα έχει κορεσθεί από θάνατο./Ενώ εμείς τους είπαμε: «Εσείς ενάρετοι, μην πεθαίνετε όλοι μονομιάς!»/Ενώ εμείς τους είπαμε: «Σκεφτείτε τις δυνατότητες του εδάφους!»/Όχι, το χώμα, το οποιοδήποτε χώμα δεν μπορεί να προλάβει αυτή την ποσότητα από μπαγιάτικη σάρκα και οστά./Οι νεκροί πρέπει να οπλιστούν απαραίτητα με καλούς τρόπους και να έχουν υπομονή./Οι δίκαιοι νεκροί πρέπει να σταθούν σε ειρηνικές και οργανωμένες σειρές./Οι νεκροί πρέπει να συνεργαστούν. Πρέπει να εμπιστευθούν την αποτελεσματικότητα των θεών τους. Πρέπει να ακούσουν τον όχλο, τους άπιστους και τους ποιητές του χαμένου χρόνου./Οι νεκροί πρέπει να είναι ικανοποιημένοι. Πρέπει να εμπιστεύονται τους βοσκούς των φαντασμάτων τους, για μεγάλο χρονικό διάστημα ή για μικρό, έτσι ώστε να οδηγηθούν στον τάφο μαζί, ο καθένας σύμφωνα με τις ικανότητές του, ο καθένας ανάλογα με το βάρος του πτώματός του, ο καθένας ανάλογα με την ομάδα αίματος, την ημερομηνία βάπτισης και την ακολουθία του αριθμού της ταυτότητάς του./Οι νεκροί πρέπει να πιστέψουν ότι οι θεοί δεν τους βάζουν να πεθάνουν για να θαφτούν σε ζώσα γυμνότητα./Και, εν αναμονή απόκτησης της νέας γης, νέων νεκροταφείων και σκότους νέων αιωνιοτήτων, οι νεκροί πρέπει να περιμένουν τη σειρά τους για ταφή./Οι νεκροί πρέπει να μάθουν να συμπεριφέρονται σωστά.

Καταδικασμένα

Δεν είναι επειδή φοβάμαι, ούτε επειδή είμαι απαισιόδοξος, ούτε
γιατί έχω την καρδιά ενός δειλού,
Όμως, κάθε φορά που ζω τη βία ενός πολέμου
Σκέφτομαι μ’ αυτό τον τρόπο:
«Αν κάποιος πρόκειται να πεθάνει
Τότε θα είμαι εγώ προφανώς.»

Ο φίλος/εχθρός μου εκεί πέρα στο απέναντι χαράκωμα
Σκέφτεται με άλλο τρόπο:
«Αν κάποιος πρόκειται να επιβιώσει σ’ αυτό τον πόλεμο
Τότε θα είμαι εγώ προφανώς.»

Υπάρχει πάντα και μια άλλη μαρτυρία για κάποιον
που ο καθένας ξέρει αλλά κανείς δε δίνει σημασία στις σκέψεις του.
Αυτός στέκεται μόνος πάνω στο λόφο
Εποπτεύει ολόγυρα τα χαρακώματα
Και σκέφτεται τον πόλεμο με τρόπο διαφορετικό:
«Αν κάποιος πρέπει να πεθάνει και κάποιος να επιβιώσει,
Αυτό σημαίνει ότι όλα είναι καταδικασμένα.»


Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015, σ. 5.