Αντρέ Μπρετόν
(18.02.1896-28.09.1966)
Αντρέ Μπρετόν
«Αναζητώ το χρυσάφι του χρόνου»
[Πολιτισμικοί
Μετεωρίτες-Κωνσταντίνος Α. Ει. Παπαθανασίου]
«Η επανάσταση και μόνο η επανάσταση είναι δημιουργός φωτός,
και αυτό το φως δεν μπορεί να ακολουθεί παρά μόνο τρεις δρόμους: την ποίηση,
την ελευθερία και την αγάπη.»
Στις 18 Φεβρουαρίου συμπληρώθηκαν 120 χρόνια από τη γέννηση (1896) του
«ασύγκριτου πουλιού της οικουμένης», όπως σε στίχο του έχει χαρακτηρίσει τον
Μπρετόν, ο δικός μας (και συνονόματός του) Ανδρέας Εμπειρίκος. Και στις 28 του
Σεπτέμβρη, συμπληρώνονται 50 χρόνια από την «επιστροφή του» (1966).
Αποχαιρετώντας, λοιπόν, τον
Σεπτέμβριο… και φευ το «Ηδύφωνο», που φυσικά «παύεται» (sic) η κυκλοφορία του (στην Κύπρο των παχύδερμων ζούμε…
ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε… και τα συνεπακόλουθα), οι «Πολιτισμικοί Μετεωρίτες» και
τα «Περιθωριακά» ευχαριστούν, πρώτα-πρώτα, δημόσια τον ποιητή Μιχάλη
Παπαδόπουλο (υπεύθυνο έκδοσης του πολιτιστικού ενθέτου) για την ελευθερία, την
εμπιστοσύνη και την υπομονή, που έδωσε/έδειξε, αναφορικά με τον υπογράφοντα
(εδώ και 18 μήνες) τις προαναφερθείσες στήλες.
Τέλος της αρχής ή αρχή του
τέλους, προσδοκώ να αποτελέσει το ελάχιστο κείμενο που παραδίδω με αφορμή τα
50άχρονα από τον θάνατο του Μπρετόν. Κι ας μην ξεχνάμε τις περίφημες δύο
φράσεις του Γιάννη Γκολφινόπουλου (μέλους της, πάλαι ποτέ, «Σουρεαλιστικής
Ομάδας Ιωαννίνων»), που δημοσίευσε στο οπισθόφυλλο του μοναδικού τεύχους του
περιοδικού, «Penatralia», το οποίο εξέδωσε η ομάδα την Άνοιξη του
2005: «Αρνηθείτε τον Αντρέ Μπρετόν. Υπήρξε κάποτε, μα τώρα πια δεν υπάρχει.
Αγαπήστε τον Αντρέ Μπρετόν. Κάποτε δεν υπήρξε, μα τώρα πια υπάρχει.».
«Επάνοδος στον Μπρετόν»
Ο Έλλην υπερρεαλιστής ποιητής, Έκτορας Κακναβάτος (1920-2010), μεταφράζει
και κυκλοφορεί το 1997, από τις εκδόσεις «Άγρα», στην περίφημη σειρά του
εκδοτικού οίκου, «Ο άτακτος λαγός», αρ.2, το κείμενο του Ζυλιέν Γκρακ
(1910-2007), με τον τίτλο της παραγράφου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, «Le Monde», την Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 1996, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης
ενός αιώνα από τη γέννηση του Αντρέ Μπρετόν (18 ή 19 Φεβρουαρίου 1896) και
τριάντα χρόνων από τον θάνατό του (28 Σεπτεμβρίου 1966).
Εδώ, ο Γκρακ, απ’ την αρχή του
κειμένου του, φροντίζει να «γεωμετρήσει» τον Μπρετόν… στο σύμπαν, που φέρει τ’
όνομά του: «Δεν πιστεύω πως ο Μπρετόν θα είχε αποδεχτεί τον εορτασμό της
εκατονταετίας από τη γέννησή του ευμενώς. Αν, με τον τρόπο του, είχε κάποια
σχέση με το ιερό, δεν είχε απολύτως καμιά με το πανηγυρικό, και τους συναφείς
με το μνημόσυνο θεσμούς. Σε φιλονικία με την ιστορία από την εμφάνισή του, ο
υπερρεαλισμός υπήρξε ελάχιστα φίλος της μνήμης: εμπόδιου στο τέλειο άνοιγμα
προς το ενδεχόμενο, στην άσπρη σελίδα όπου μπορεί να εγγραφεί μ’ όλη τη δύναμή
της για ανανέωση, η αποκάλυψη. Ο Μπρετόν ήταν ολωσδιόλου εξερευνητικός,
ενεδρεύοντας αυτό που επρομηνύετο, ήκιστα επιρρεπής στην ανακεφαλαίωση· δεν
υπήρξε ταξιδιώτης του πίσω καθίσματος.», σελ. 7.
Γύρω στο 1930, ο Σαλβαδόρ
Νταλί ζωγραφίζει για τον Μπρετόν ένα «ex-libri» και γράφει την ακόλουθη φράση: «Αντρέ Μπρετόν, ο
μυρμηγκοφάγος». Φαντασιακή δημιουργία τοτέμ: το ζώο παραμονεύει, σταματά, είναι
σε επιφυλακή, περιμένει, έτοιμο να βγάλει τη γλώσσα του, να σημαδέψει τον
άγνωστο, να τον καταπιεί. Ο «μυρμηγκοφάγος» πέθανε το 1966. Δύο χρόνια πριν από
τον Μάη του ’68. Δεν απαγορεύεται να σκεφτούμε ότι η «απροσδόκητη αναρχική
έκρηξη» (όπως εύστοχα τη χαρακτήρισε ο Ζυλιέν Γκρακ) αυτής της άνοιξης δεν
αφορούσε λιγότερο, σίγουρα πολύ περισσότερο, τον μεγάλο απόντα ποιητή, απ’ ό,τι
τον Ζαν-Πολ Σαρτρ ή τον Λουί Αραγκόν, παρόντες και οι δύο, εδώ κι εκεί, γύρω
από τη Σορβόννη, εκείνες τις μέρες. Λίγο καιρό μετά τα γεγονότα, ο Ζορζ
Πομπιντού είπε μια μέρα στον Ζυλιέν Γκρακ: «Στο βάθος, όλο αυτό ήταν ο
Μπρετόν.».
Ο Ζυλιέν Γκρακ, στο κείμενό
του «Επάνοδος στον Μπρετόν», διαπιστώνει ότι τίποτα δεν έχει ρυθμιστεί μετά
τους σουρεαλιστικούς καβγάδες, ειδικά εκείνους του Μπρετόν: η «ελεύθερη» και
παγκόσμια κοινωνία της αγοράς συνεχίζει να παρέχει αφειδώς τα ευεργετήματά της,
και μάλιστα προχωρεί στην εξασφάλιση της ευημερίας ολόκληρης της ανθρωπότητας
(απελευθερωμένης επιτέλους, λέμε τώρα, από κάποιες ουτοπικές ψευδαισθήσεις),
ενώ την ίδια στιγμή αναπτύσσει το πνευματικό επίπεδο των εργαζόμενων
δημοκρατικών μαζών μέσα από τα τηλεπαιχνίδια και την ανάγνωση των εφημερίδων,
με έμφαση στις ειδήσεις για τη ζωή των σταρ, τις ιπποδρομίες και τις τιμές των
μετοχών στο χρηματιστήριο.
Δεύτερο Υπερρεαλιστικό Μανιφέστο,
1930
Σ’ αυτό το σημείο, δύσκολο να μη θυμηθούμε τα λόγια του Μπρετόν στο «Δεύτερο
Μανιφέστο»: «Θεωρούμε ότι ο σουρεαλισμός δεν έχει να φοβηθεί μήπως γίνει δόγμα
της απόλυτης εξέγερσης, της ολοκληρωτικής ανυπακοής, του παραδειγματικού
σαμποτάζ και να μην περιμένει τίποτα από τη βία. Η πιο απλή σουρεαλιστική πράξη
γίνεται με το περίστροφο, με το να κατεβούμε στους δρόμους και να χτυπήσουμε
στην τύχη, όσο μπορούμε, μέσα στο πλήθος. Ποιος δεν έχει νιώσει την επιθυμία,
έστω μια φορά, να ξεμπερδέψει έτσι με το κυρίαρχο μικρό σύστημα του
εξευτελισμού και της αποβλάκωσης, στη σημαδεμένη θέση του μέσα στο πλήθος με
την κοιλιά στο ύψος της κάννης… ».
Όποιοι κι αν είναι οι ελιγμοί
που χρησιμοποιεί, ο Μπρετόν συνειδητοποιεί ότι ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί
τουλάχιστον αν πρόκειται «πραγματικά» για ένα κάλεσμα στην τυφλή και φονική
τρομοκρατία –ο λόγος είναι «πραγματικός». Πρόκειται για μια κραυγή, για την όσο
το δυνατόν πιο βίαιη διατύπωση της επιθυμίας για μια βίαιη απάντηση στην
κοινωνική βία. Εδώ ταιριάζει απόλυτα ο υπερθετικός βαθμός. Η επανάσταση είναι
«απόλυτη», η ανυπακοή «ολοκληρωτική». Ο σουρεαλισμός, δηλαδή η ποίηση που
τείνει προς την πρακτική αλήθεια, στην ολοκλήρωσή της είναι εξ ορισμού απόλυτη,
αλλιώς δεν υπάρχει. Είναι ανώφελο να ζητήσουμε από τον ποιητή να μην
παρουσιάζεται σαν «ακραίος». Ο εξτρεμισμός είναι η φυσική του γλώσσα.
Επίσης, στο ίδιο μανιφέστο,
διαβάζουμε: «Όλα είναι δυνατά, όλα τα μέσα είναι θεμιτά, όλα μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για την καταστροφή των ιδεών περί οικογένειας, πατρίδας και
θρησκείας.». Για την έννοια της εργασίας, η αρχή έγινε ήδη στη «Nadja», (1928): «Με όλες μου τις δυνάμεις, μισώ αυτή την
υποδούλωση που θέλουν να πληρώσω.». Αντίθετα, για τις αξίες που προκαλεί και
εκφράζει η έμπρακτη αντίσταση, παρατηρεί: «Η επανάσταση και μόνο η επανάσταση είναι
δημιουργός φωτός, και αυτό το φως δεν μπορεί να ακολουθεί παρά μόνο τρεις
δρόμους: την ποίηση, την ελευθερία και την αγάπη.», («Ο Τρελός Έρωτας», 1937).
«Γράμματα από το μέτωπο»
Ιστορία του σουρεαλισμού, βιο-βιβλιογραφία του Μπρετόν ως ποιητή και
συγγραφέα, δηλαδή ανθρώπου των γραμμάτων. Με μια λέξη, και με κεφαλαίο το ιώτα,
Ιστορία. Και η Ιστορία, για τον Μπρετόν ξεκινά και είναι ο Α΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος, που μυεί, που τρομάζει, που ξεσπά, που δίνει δυναμισμό. Και φυσικά, ο
Ζακ Βασέ (1895-1919).
Ο σύγχρονος Έλλην
υπερρεαλιστής, Νίκος Σταμπάκης -αυτός ο δεινός μελετητής του υπερρεαλιστικού
κινήματος-, μας έχει δώσει το θεμελιώδες βιβλίο, για την «παρανόηση-
κατανόηση-νόηση», (όπως θέλετε… εκλάβετέ το), του Αντρέ Μπρετόν, του Βασέ,
«Γράμματα από το μέτωπο», (1916-1918), εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα, 2008. Πρόκειται
για τη σύντομη ζωή και το έργο του ανθρώπου που ο αντίκτυπος της παρουσίας του
σε μια μικρή ομάδα ποιητών που κινούνταν στο Παρίσι του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου,
σημάδεψε την άμεση προϊστορία του υπερρεαλισμού και της ριζικής τομής που αυτός
έμελλε να επιφέρει στην έκφραση και στην εμπειρία. Σχεδόν ομήλικοι, Βασέ και
Μπρετόν, γνωρίστηκαν το 1916 σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Και η φιλία μεταξύ του
τραυματία Βασέ και του νεαρού στρατιωτικού ιατρού Μπρετόν, απέκτησε τόσο
καθοριστική σημασία για τον δεύτερο που εκείνος δεν έπαψε να την ανακαλεί σε
σειρά γραπτών μέχρι το τέλος της ζωής του.
Από το Πρώτο Υπερρεαλιστικό
Μανιφέστο (1924), μας λέει: « Ο Ζακ Βασέ είναι υπερρεαλιστής εντός μου». Κι από
τα πρώτα του δοκίμια σημειώνει… εμφατικά έως ακρογωνιαία: «Στον Ζακ Βασέ χρωστώ
τα περισσότερα… Χωρίς εκείνον θα είχα γίνει ένας ποιητής· διέλυσε εντός μου
εκείνη τη συνωμοσία δυνάμεων που οδηγεί στο να αποδίδει κανείς στον εαυτό του
κάτι τόσο παράλογο όσο μια κλίση.».
Η συνέχεια της Ιστορίας είναι
ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Ρωσία, με το όνομα «Επανάσταση του 1917», ο Ισπανικός
Εμφύλιος, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Πόλεμος στην Ινδοκίνα, ο Πόλεμος στην
Αλγερία κ.λπ., και είναι επίσης η Ιστορία ενός ατόμου (Μπρετόν), μιας ομάδας,
ενός παρισινού, γαλλικού, ευρωπαϊκού, διεθνούς κινήματος που ακυρώνει κάθε
ατομική βιογραφία, ακόμη κι αυτή του ιδρυτή… αυτής της κοινότητας δίχως σύνορα.
Είναι η Ιστορία, λοιπόν, μιας «σουρεαλιστικής επανάστασης» στην υπηρεσία της
ποίησης, η Ιστορία μιας «σουρεαλιστικής-ποιητικής επανάστασης» στην υπηρεσία
της Επανάστασης: ατυχής προσχώρηση στον μπολσεβικισμό, δύσκολη διαδρομή και των
μεν και των δε. Εδώ ο Μπρετόν, ο υποκινητής και εμπνευστής, ενστερνίζεται
παραδειγματικά τις ιδέες του ορθόδοξου κομμουνισμού με την προσχώρησή του, το
1927, στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, στη συνέχεια στις αναρχικές ελευθεριακές
ιδέες της μεταπολεμικής εποχής, μέχρι και την καθοριστική συνάντησή του με τον
Τρότσκι στο Μεξικό, που γίνεται αφορμή, το 1938, να γεννηθεί το μανιφέστο, «Για
μια επαναστατική ανεξάρτητη τέχνη».
Ποτέ ο Μπρετόν δεν θα πάψει να
σκέφτεται την ποιητική περιπέτεια στην πολιτική της διάσταση, περιφρουρώντας
την αναγκαία και αναπαλλοτρίωτη «ανεξαρτησία» του. Τον Σεπτέμβριο του 1960,
είναι ένας από τους πρώτους που υπέγραψαν τη δήλωση «Των 121» για το δικαίωμα
της ανυπακοής στον Πόλεμο της Αλγερίας. «Ανυπακοή» είναι από τις πρώτες λέξεις
του «Δεύτερου Μανιφέστου». Είναι η κυρίαρχη λέξη της ποίησης ως «απόλυτης
απομάκρυνσης» για τον ερωτευμένο Μπρετόν. Για τον εφευρέτη (ή τον επανεφευρέτη)
και πάντως τον δογματικό της «αυτόματης γραφής», είναι η κύρια μορφή ανυπακοής
(τουλάχιστον στις αρχές της) στους κανόνες του νοήματος, στην «ορθολογική» ισχύ
του λόγου.
Αν η ιστορία της αυτόματης
γραφής, σύμφωνα με τον Μπρετόν, είναι η ιστορία μιας συνεχούς ατυχίας, θα
μπορούσαμε ίσως να πούμε το ίδιο για το σύνολο της σουρεαλιστικής περιπέτειας:
η πολιτικο-ποιητική επαναστατική άρθρωση είναι μια θλιβερή ιστορία, ο
ανατρεπτικός εγωισμός είναι συζητήσιμος.
«Προφυλαχτείτε, Αντρέ Μπρετόν,
από την παρουσίασή σας αργότερα στα εγχειρίδια λογοτεχνικής ιστορίας, ενώ αν
επιζητούσαμε κάποια τιμή, θα ήταν εκείνη που θα είχαμε αν αποκτούσαμε μια
μόνιμη θέση στην ιστορία των καταστροφών», γράφει ο Ρενέ Ντομάλ στο περιοδικό
«Το μεγάλο παιχνίδι-Le grand jeu», το 1929.
Όμως η αποτυχία του Μπρετόν είναι γόνιμη και
απεριόριστα παραγωγική. Ακόμα κι αν δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στον κατάλογο
των καταστροφών, ο σουρεαλιστής Μπρετόν (ο ένας ή ο άλλος και ο ένας μέσα στον
άλλον… να και το τρισυπόστατο του ΑΝΘΡΩΠΟΥ!), θα έχει πάντως… ανοίξει το
παράθυρο.
Ας δανειστούμε ακόμη μερικές
φράσεις του Ζυλιέν Γκράκ: «Ο υπερρεαλισμός δεν εμφανίστηκε στα όρια μιας νέας
χιλιετίας με άδεια χέρια. Δεν άλλαξε τη ζωή, αλλά εντούτοις την οξυγόνωσε
αρκετά. Απεγκλώβισε αποφασιστικά την ποίηση, την έβγαλε απ’ το γκέτο των άνισων
γραμμών που την κρατούσε κατάκλειστη, ξεκαθάρισε τα κανάλια με τα οποία μπορεί
εκείνη να αρδεύει τη ζωή κάθε μέρα με τη μαγεία του ονείρου και μ’ εκείνη του
τυχαίου και των συναντήσεων, καθώς και κάθε γεγονότος: ουσιαστική κατάκτηση.».
«Η αναζήτηση της αρχής»
Ολοκληρώνοντας το ελάχιστο αυτό κείμενο για τον Αντρέ Μπρετόν, δεν θα
μπορούσα να ξεχάσω ή αγνοήσω τα δοκίμια του κορυφαίου Μεξικανού ποιητή,
Οκτάβιου Παζ, που αφορούν στον Μπρετόν και στον Υπερρεαλισμό. Από το δυσεύρετο,
στην πρώτη του πειραματική έκδοση των 300 αντιτύπων, βιβλίο τού Παζ, «Η
αναζήτηση της αρχής», Δοκίμια για τον Υπερρεαλισμό, μτφρ. Μάγια-Μαρία Ρούσσου,
εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα, Δεκέμβριος 1983, το οποίο μου χαρίστηκε από μία
οικογενειακή φίλη το 1998 (και την ευγνωμονώ μ’ αυτή της τη χειρονομία),
παραθέτω:
«Το να γράψεις για τον Αντρέ
Μπρετόν σε μια διάλεκτο, που να μην είναι του πάθους, είναι αδύνατο. Ένα
παραπάνω θα ήταν και άπρεπο. Για κείνον οι δυνατότητες της λέξης δεν ήταν άλλες
από εκείνες του πάθους κι αυτό πάλι, στη μορφή του την πιο υψηλή και έντονη,
δεν ήταν παρά διάλεκτος σε στάδιο άγριας αγνότητας: Ποίηση. Μπρετόν: η γλώσσα
του πάθους –το πάθος της γλώσσας. Όλη του η αναζήτηση, ακόμα περισσότερο από
εξερεύνηση άγνωστων ψυχικών περιοχών, υπήρξε η ανακάλυψη ενός χαμένου
βασιλείου: η αρχέγονη λέξη, ο άνθρωπος ο προγενέστερος των ανθρώπων και των
πολιτισμών.», σελ. 45.
»Η γλώσσα για να εκφράσει τον
ίδιο της τον εαυτό, εκμηδενίζει τη συνείδηση. Η ποίηση δεν σώζει τον ποιητή:
τον διαλύει μέσα στην πραγματικότητα, την πιο αχανή και δυναμική, της ομιλίας.
Η άσκηση της ποίησης απαιτεί την εγκατάλειψη, την αποκήρυξη του εγώ.», σελ. 47.
»Η έλξη ανάμεσα στις συλλαβές
και τις λέξεις δεν είναι διαφορετική από εκείνη των άστρων και των σωμάτων. Η
αρχαία αντίληψη της αναλογίας επανεμφανίζεται: Η φύση είναι διάλεκτος κι αυτή,
με τη σειρά της, είναι ο αντικατοπτρισμός της πρώτης. Η επανάκτηση της φυσικής
γλώσσας είναι να ξαναγυρίσουμε στη φύση, την πριν από την πτώση και την
ιστορία: η ποίηση είναι το τεκμήριο της αρχέγονης αθωότητας.», σελ. 50.
»Ο υπερρεαλισμός είναι ένα
κίνημα για ολοκληρωτική απελευθέρωση, όχι μια σχολή ποιητική. Οδός ανακατάληψης
του ιδιώματος της αθωότητας και ανανέωση του αρχέγονου συμβολαίου, η ποίηση
είναι γραφή της θεμελίωσης του ανθρώπου. Ο υπερρεαλισμός είναι επαναστατικός
γιατί είναι μια επιστροφή στη ρίζα της ρίζας.», σελ. 51.
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο,
«Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η Σημερινή», την Κυριακή 25
Σεπτεμβρίου 2016, σ. 4-5.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου