Το εξώφυλλο
της ελληνικής έκδοσης
Αντρέ Μπρετόν-Ρενέ
Σαρ-Πολ Ελυάρ
«Αργά,
Έργα»
[Περιθωριακά-Κωνσταντίνος
Α. Ει. Παπαθανασίου]
«Ο κόσμος ανάποδα θα ήταν
χαριτωμένος/Στα μάτια του αντί-ανθρώπου/Τι αμμόμετρο που είναι η γη/Τι
συγκοινωνούντα δοχεία η γέννηση και ο θάνατος»
Η ελληνική βιβλιογραφία, που αφορά στον Μπρετόν
και στον Υπερρεαλισμό, είναι πλούσια, αξιόλογη και καλώς ή κακώς μεταφρασμένη.
Κι εκεί, που νομίζανε/νομίζαμε όλοι πως έχουν λεχθεί-μεταφραστεί... όλα τα
σημαντικά, ο ποιητής, μεταφραστής, μελετητής του κινήματος και ιδρυτικό μέλος
της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Αθηνών, Σωτήρης Λιόντος (γεν. 1964), προσέφερε στο
ελληνόφωνο (sic) κοινό, μεταφράζοντας
άψογα, δύο σημαντικότατα βιβλία του Μπρετόν.
Το πρώτο
με τίτλο, «Γαιόφως και άλλα ποιήματα, (1916-1936), κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
«ύψιλον/βιβλία», στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2004. Η εισαγωγή, η μετάφραση και
οι σημειώσεις του Λιόντου, επιτέλους, κάλυψαν ένα τεράστιο κενό: Αυτό της
ποίησης που έγραψε ο Μπρετόν.
Το
δεύτερο με τίτλο, «Αργά, έργα», κυκλοφόρησε πάλι από τις εκδόσεις
«ύψιλον/βιβλία», δίγλωσσο, στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2006. Ένα μοναδικό
βιβλίο, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, μία μοναδική ποιητική συλλογή που έχει
εκδοθεί και μεταφραστεί σε αυτοτελές βιβλίο στα γερμανικά, το 1988, στα
αγγλικά, το 1990, και στη γλώσσα μας, όπως λέχθηκε, το 2006.
Ένα
συλλογικό έργο
Το «Αργά, έργα» (1930), αποτελεί ένα από τα
χαρακτηριστικότερα δείγματα συλλογικού έργου στην ιστορία του υπερρεαλισμού.
Υπήρξε προϊόν μιας ευνοϊκής συγκυρίας και καρπός ενός ευτυχούς πειράματος, αυτού
της αυθόρμητης επίτευξης μιας συλλογικής έκφρασης, στην υλοποίηση της οποίας
προέβησαν τρεις σπουδαίοι ποιητές. Ο ιδρυτής, εμψυχωτής και κυριότερος
συγγραφέας και θεωρητικός του υπερρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν (1896-1966), το
ιδρυτικό στέλεχος του υπερρεαλιστικού κινήματος και ένας από τους
σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού Πολ Ελυάρ (1895-1952) και ο
νεοεισερχόμενος τότε στο κίνημα εξίσου αξιόλογος, και στην πορεία του από τους
κορυφαίους παγκόσμια, ποιητής Ρενέ Σαρ (1907-1988).
Το βιβλίο
των τριών ανδρών, που στην πορεία τους κράτησαν αποστάσεις ο ένας από τον
άλλον, γράφτηκε στην Αβινιόν ανάμεσα στις 25-30 Μαρτίου του 1930. Αφιερώνεται
στον φίλο τους και ιδρυτικό στέλεχος του υπερρεαλισμού, Μπενζαμέν Περέ
(1899-1959), που την περίοδο εκείνη βρισκόταν στη Βραζιλία.
Γράφει ο
Λιόντος στην εισαγωγή του: «Ενώ άλλοτε δίνουν την εντύπωση διαδοχικών μονολόγων
και άλλοτε μιας σειράς ποιητικών διαλόγων που αλληλοσυμπληρώνονται
αξιοθαύμαστα, τα τριφωνικά αυτά ποιήματα εμφανίζουν μια εντυπωσιακή
ομοιογένεια. Η συναρμογή του ενός λόγου μέσα στον άλλο πραγματοποιείται με
σχετική ευκολία μέσω της χρήσης συμμετριών, εκφραστικών επαναλήψεων και
σημασιολογικών συσχετισμών που ταξινομούν υποδειγματικά τα επιμέρους στοιχεία
των ποιημάτων συμβάλλοντας στην άμβλυνση των αντιθέσεων. Τα πιο έκδηλα σημεία
αναφοράς των ποιημάτων αυτών είναι εκείνα της περιπλάνησης, των τυχαίων
ανακαλύψεων που χαρίζει η διαδρομή, η εικόνα του δρόμου που ξεδιπλώνεται
αποκαλύπτοντας το απροσδόκητο καθώς και οι εκπλήξεις που κρύβει το τοπίο και η
ενεδρεύουσα νύχτα μιας παρατεταμένης εκδρομής, την οποία οι συμμετέχοντες
παρομοιάζουν με ένα σχολικό σκασιαρχείο.».
Άλλωστε
και ο τίτλος της συλλογής προέρχεται από μία πινακίδα οδοποιίας, που έκανε τους
τρεις ποιητές να σταματήσουν, παρατηρώντας την σε μία από αυτές τις
παρατεταμένες περιπλανήσεις, «Ralentir Travaux-Αργά, έργα». Τι πιο φυσικό να
ονομάσουν έτσι την ποιητική συλλογή που είχαν αρχίσει να συνθέτουν ως μία ακόμη
επιβεβαίωση του αντικειμενικού τυχαίου.
Ο Σωτήρης
Λιόντος, πάλι στην εισαγωγή του, μας πληροφορεί πως ο υπερρεαλιστής ποιητής George Hugnet (1906-1974) χαρακτήρισε τη συλλογή ως την
κατεξοχήν επιβεβαίωση της απρόσωπης ποίησης, μιας ποίησης που δεν επιδιώκει να
παρουσιάσει έναν εξατομικευμένο χαρακτήρα, σύμφωνα με ό,τι είχε προτείνει ο
κόμης του Λοτρεαμόν (Ιζιντόρ Ντυκάς, 1846-1870), γράφοντας: «Δεν πρόκειται για
ένα χαριτωμένο ομαδικό παιχνίδι, αλλά για ένα τραγικό παιχνίδι εκείνου που δεν
διαθέτει όνομα κι ένας διαρκής φόνος της ασήμαντης αλαζονείας της
προσωπικότητας.».
Οι τρεις
ποιητές δεν μιλούσαν μόνο κοινή γλώσσα, δηλαδή τη μητρική τους… τη γαλλική, δεν
μιλούσαν μόνο κοινή γλώσσα, δηλαδή την κινηματική… την υπερρεαλιστική, αλλά
κατάφεραν να ενώσουν και από κοινού να μιλήσουν τη γλώσσα τους… ‘σε’ και ‘με’
εκείνη την «άλλη φωνή», που χρόνια αργότερα μας χάρισε το εύρος του φυσικού
φαινομένου που είναι, ο Οκτάβιο Παζ (1914-1998), μέσα από το περίφημο βιβλίο
του, «Η Άλλη Φωνή-Η Ποίηση στο τέλος του αιώνα», εννοείται του εικοστού.
«Το άθλιο
υποκείμενο»
Ο οίκος ο ηλίθιος είναι
σημαιοστολισμένος
Προκαλεί τον θαυμασμό των
φέρετρων που στοιβάζονται στο πεζοδρόμιο
Με την καλή θέληση που
χαρακτηρίζει πάντα την αγάπη για τη διαφήμιση
Θα σου γνωστοποιήσω πώς
ονομάζομαι
Ποιες ήταν οι αρετές μου και ο
αριθμός των ετών που πέρασαν χωρίς να έχω κλέψει
(Πολ Ελυάρ)
Οι μαστοί της αγελάδας από σκιά
Δίνουν γάλα πυρκαγιάς
Που απολαμβάνουν τα φίδια τέσσερα
τέσσερα σαν μια σκάλα τρόμου
(Αντρέ Μπρετόν)
Θα σου δείξω εγώ πώς μου
κατεβαίνουν οι ιδέες
Δεν ξύνω πια με τα νύχια το
τριχωτό της κεφαλής
Αλλά με το ισόβιο έμβρυο
Στριμωγμένο μέσα στο βάζο των
προγόνων μου
Τώρα της οικογένειας
Είμαι το ίνδαλμα του εικοστού
αιώνα
(Ρενέ Σαρ)
Μετάφραση: Σωτήρης Λιόντος
Δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη
στήλη, στο πολιτιστικό ένθετο, «Ηδύφωνο», της ελληνοκυπριακής εφημερίδας, «Η
Σημερινή», την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016, σ. 6.
Αντρέ Μπρετόν (1896-1966)
Πολ Ελυάρ (1895-1952)
Ρενέ Σαρ (1907-1988)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου