Ο ανθυπολοχαγός του Ελληνικού
Στρατού, Οδυσσέας Αλεπουδέλης (Ελύτης) το γένος Βρανά, στο Αλβανικό Μέτωπο κατά
τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, φέροντας κράνος και κρατώντας κουραμάνα
συντρώει, από κοινού με συνάδελφο συμπολεμιστή του, μία κονσέρβα -πιθανώς- με σαρδέλες
1940
«Χρόνος Δεσμώτης και Χρόνος
Λυόμενος»
ARGUMENTUM
[απόσπασμα]
Περιέχεται στο δεύτερο τόμο των πεζών κειμένων, του
Ποιητή, των ετών 1972-1992, με τον τίτλο Εν
λευκώ, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Δεκέμβριος 1992, σσ. 362-363, κι έως την
προαναφερθείσα πρώτη έκδοση, ανέκδοτο
Φασόλια και ρύζι
έχουνε τα σακιά. Προσπαθώ να κάθομαι πάνω τους όσο πιο άνετα γίνεται, να μη
δείχνω καινουριοφερμένος. Καταλαβαίνω πως ενοχλεί τους άλλους.
Τα δάχτυλά μου τρέμουν καθώς
κρατάω τα χαρτιά μιας λιγδιασμένης τράπουλας και προσπαθώ να συγκεντρωθώ.
Υπάρχουν ένα γύρο κεριά που βγάνουν καπνό και βρωμάνε. Και τα τσιγάρα βρωμάνε.
Κι εμείς. Οι περισσότεροι έχουν ξεκουμπωθεί και ξύνονται. Η όψη τους μακραίνει,
χάνεται μες στη θολούρα· ύστερα ξανάρχεται πάλι μεγαλωμένη, παραμορφωμένη,
τραχιά. «Χρονιάρα μέρα σήμερα, να τη γιορτάσουμε συνάδελφε» ακούω να λέει ο
διπλανός μου, κείνος με τα στραβά, κοφτερά δόντια, και μου βάζει να πιω κρασί
απ’ το κύπελλό του. Είναι απαίσιο. Δεν αντέχω. Σηκώνομαι και βγαίνω έξω να πάρω
λίγο αέρα.
Τους ακούω, καθώς προχωράω μέσα
στην παγερή νύχτα, που ’χουνε πιάσει το τραγούδι τώρα. Ένα τραγούδι βαρύ από
νοσταλγία, που σχεδόν σου φέρνει δάκρυα:
Ένα κορίτσι εις τον λαιμόν του
είχε κρεμάσει χρυσό σταυρό…
Πρέπει να βρω τ’ αντίσκηνό μου. Το ’χουνε στήσει μακριά, στην άκρη απ’ όλα
τ’ άλλα, που ’ναι όλα τους περιποιημένα, στοιχημένα σ’ ευθείες γραμμές. Έτσι
που τα φωτίζει το φεγγάρι κάτω απ’ τα σύννεφα, μοιάζουν με τάφους. Ωστόσο, εδώ,
σ’ αυτή τη μικρή κοιλάδα, νιώθω καλύτερα, προπάντων που δεν υπάρχει ψυχή
τριγύρω μου. Αρχινάω τις βόλτες επάνου κάτου καπνίζοντας. Άλλο ένα τσιγάρο. Κι
άλλο ένα. Ύστερα, με προσοχή, σούρνουμαι και ξαπλώνω στα χλωρά κλαριά,
τραβώντας επάνω μου την κουβέρτα. Όμως, την ίδια στιγμή, με την ίδια κίνηση
νιώθω κάτι βαρύ να κατρακυλάει, κι απλώνω τα χέρια μου να το πιάσω στα
σκοτεινά. Είναι το κράνος. Το κράνος το ιταλικό που μου βρήκανε από κάποιον
σκοτωμένο. Τους ξαναβλέπω τους γενειοφόρους ένα γύρο να μιλάνε όλοι μαζί και να
μου φωνάζουνε: «Δε γίνεται χωρίς κράνος, συνάδελφε, δε γίνεται. Μην κοιτάς που
’μαστε δω σ’ ανάπαυση. Αύριο μεθαύριο κινάμε πάλι για την πρώτη γραμμή. Πάρε το
και θα δεις. Θα σου φέρει γούρι». Το χαϊδεύω, το ψαύω, το ερευνώ με τα δάχτυλα.
Ναι, υπάρχει μια τρύπα ίσια μπροστά στο μέτωπο, σουβλερή, ανώμαλη. Δίκιο
έχουνε. Άλλο βλήμα να πετύχει στο ίδιο ακριβώς σημείο αποκλείεται. Και
παραμερίζοντας τα χόρτα στο πλάι μου βρίσκω το χώμα και βυθίζω τα νύχια μου
μέσα του, ώρα πολλή, με λύσσα.
Σημείωση
28 Οκτωβρίου 1940: Κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του
Στρατηγείου του Α΄ Σώματος Στρατού, το οποίο μετακινείται –Μέτσοβο, Ζίτσα,
Καρίτσα.
13 Δεκεμβρίου 1940: Μετατίθεται στη ζώνη πυρός, 4ος Λόχος, του
11ου Τάγματος του 24ου Συντάγματος Πεζικού –Άγιοι
Σαράντα, Μπορς, Καλλαράτες, Νιβίτσα, Μπούμπαρι, Μπολένα.
Τα στοιχεία της σημειώσεως είναι από το «Χρονολόγιο Οδυσσέα Ελύτη,
1911-1996», του Δημήτρη Δασκαλόπουλου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου